Κεντρική Σελίδα των Αρχείων Περιεχόμενα Επόμενο Κεφάλαιο
ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ W. J. Sidis Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ
113. Ενα Νέο Στρατιωτικό Καθεστώς Κάνει την Είσοδό του στην Μασσαχουσέττη. Ο Στρατηγός Γκαίητζ εστάλη από την Αγγλία να ηγηθεί της νέας στρατιωτικής δικτατορίας που καθιερώθηκε στην επαρχία από το Νομοσχέδιο του Λιμένος της Βοστώνης. Οπως και η προηγούμενη περίπτωση της τυραννίας του Ανδρος, τούτο σήμαινε διάλυση των δημοτικών συνελεύσεων, των νομοθετικών σωμάτων, και τέλος κάθε οργάνου που παρείχε στον λαό της επαρχίας κάποια σύνδεση με την διοίκηση της αποικίας. Στο γειτονικό Νέο Χαμπσάιρ, σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο τμήματα της επαρχίας του Κόλπου της Μασσαχουσέττης (το Μαίην ήταν τότε μέρος της Μασσαχουσέττης), όπου οι βασιλικοί κυβερνήτες και οι δημοτικές συνελεύσεις λειτουργούσαν ακόμη ως αντίπαλες κυβερνήσεις μέσα στην ίδια επικράτεια, αυτή η στρατιωτική διοίκηση της Μασσαχουσέττης, εκτός του ότι συνιστούσε απειλή επιστροφής του καθεστώτος του Ανδρος, αρκούσε επίσης για να αναβιώσει επί τόπου την εχθρότητα μεταξύ των δύο αντιπάλων κυβερνητικών συστημάτων, καθώς οι δημοτικές συνελεύσεις, πράγμα που σήμαινε ο λαός του Νέου Χαμπσάιρ συνολικά, ήταν φύσει φιλικές έναντι των βαλλομένων δημοτικών συνελεύσεων της Μασσαχουσέττης, στη βάση των οποίων είχαν σχηματισθεί και οι ίδιες. Το Κοννέκτικατ και η Ρόουντ Αϊλαντ, οι μόνες επαρχίες που εξέλεγαν τους κυβερνήτες τους, φοβούνταν φυσικά μη χάσουν την αυτοδιοίκηση που είχαν απολαύσει όλον αυτόν τον καιρό. Ακόμη και ο Νότος έννοιωθε απειλούμενος στον αγώνα του για την εξασφάλιση περισσότερης γης στην ενδοχώρα, έτσι και καθιερωνόταν το προηγούμενο της στρατιωτικής κατοχής μιας αμερικανικής αποικίας. Στην Πεννσυλβανία, όπου η ένταση ήταν συνεχής μεταξύ του λαού και της κρατούσας οικογένειας Πενν, αυτή η στρατιωτική κατοχή και δικατορία στην Μασσαχουσέττη γινόταν φυσικά αισθητή ως ένα επικίνδυνο προηγούμενο, ενώ οι "κομητείες του κάτω Ντελαγουαίρ," που επάσχιζαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Πεννσυλαβνίας, πήραν βεβαίως κουράγιο από ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής σαν εκείνο που διαμορφώνετο στο Μιντλέσεξ. Στα Πράσινα Ορη, όπου η ανεξαρτησία ήταν ουσιαστικά γεγονός τετελεσμένο επί χρόνια, η συμπάθεια για το κίνημα πολιτικής ανυπακοής στην Μασσαχουσέττη ήταν δεδομένη, αλλά φυσικά δεν έφθανε μέχρι την έμπρακτη αμφισβήτηση της βρεταννικής εξουσίας από μέρους του. Ετσι όλες οι αποικίες αγλικής καταγωγής, εκτός από τα νεοαποικισθέντα Νέο Μπρούνσβικ και Νέα Σκωτία, ήσαν σαφώς με το μέρος της οργανώσεως της πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης. Ακόμη και η μικρή Βερμούδα, καταμεσίς του Ατλαντικού, έννοιωθε πως οι "αντιπροσωπευτικοί θεσμοί" για τους οποίους εκαυχάτο βρίσκονταν τώρα σε κίνδυνο. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τις βρεταννικές κτήσεις στην Αμερική που δεν ήσαν βρεταννικής καταγωγής. Η Νέα Υόρκη, ολλανδική ακόμη κατά την γλώσσα ύστερα από ένα αιώνα βρεταννικής κυριαρχίας, είχε ανέκαθεν συνηθίσει να θεωρεί την άνωθεν κυβέρνηση ως την μόνη φυσική διαδικασία, κι έτσι έκλινε υπέρ της στρατιωτικής αρχής στην Μασσαχουσέττη. Ομοίως η Πόλη της Νέας Υόρκης αισθανόταν ότι θα μπορούσε να αντλήσει οφέλη από την καταστολή του εμπορίου στο αντίζηλο λιμάνι της Βοστώνης. Οι Φλόριδες, κατακτημένες πρόσφατα από την Γαλλία και την Ισπανία, δεν είχαν ποτέ τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς για να τους υπερασπισθούν. Το ίδιο ίσχυε με τους γάλλους στον Καναδά, αν και μια μικρή ομάδα "πατριωτών" εκεί βρήκε την ευκαιρία να οργανώσει μια εξέγερση και επιστροφή στην γαλλική διακυβέρνηση, αλλά οι πολυάριθμοι μικρογαιοκτήμονες, γνωρίζοντας την αντίθεση των "Μπαστωνέζων" προς την φεουδαρχική ιδιοκτησία της γης, φοβήθησαν μη χάσουν τις περιουσίες τους. Επί πλέον, οι καναδικές προσπάθειες επεκτάσεως στο εσωτερικό έρχονταν σε σύγκρουση με τις διεκδικήσεις των εξεγερμένων της Βιρτζίνιας, και οι καναδοί, από την Πράξη του Κεμπέκ, είχαν εξασφαλίσει μια κάποια βρεταννική αναγνώριση.
Η πραγματική έναρξη της στρατιωτικής εξουσίας στην Μασσαχουσέττη υπογράμμισε το σχίσμα μεταξύ νομοθετικών σωμάτων και κυβερνητών στις άλλες αποικίες. Το νομοθετικό σώμα της Βιρτζίνιας καθιέρωσε την 1ην Ιουνίου, ημέρα του εγκαινιασμού της νέας στρατιωτικής αρχής της Μασσχουσέττης, ως ημέρα πένθους. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την διάλυση του σώματος, και χρησιμοποίησε στρατιωτική βία για να τους βγάλει από την αίθουσα όπου συνεδρίαζαν, οπότε οι Αστοί πήγαν εν σώματι σε κάποιο γειτονικό κτίριο, όπου επανέλαβαν την συνεδρία, ανακηρύσσοντας εαυτούς, και όχι τον κυβερνήτη, πραγματική κυβέρνηση της Βιρτζίνιας.
Η Βοστώνη προσωρινά αποδέχθηκε την στρατιωτική διακυβέρνηση με την σθεναρή απόφαση να αρνηθεί να συνεργασθεί, και να αντισταθεί κεκαλυμμένα, όσο γινόταν. Καθώς το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Βοστώνης είχε διακοπεί με τις καινούργιες διατάξεις (μέρος της τιμωρίας για το "Τσάι Πάρτυ"), στους εμπόρους της Βοστώνης προσφέρθηκε για την περίσταση ελεύθερη χρήση στις προβλήτες του Σάλεμ.
Ο στρατιωτικός έλεγχος της Μασσαχουσέττης δεν εισχώρησε ποτέ σε μέγα βάθος στην ενδοχώρα της, αλλά περιορίσθηκε εν πολλλοίς στην ακτή, και κυρίως στην Βοστώνη, με ένα δεύτερο επιτελείο στο Σάλεμ, όπου ελπίζετο να εγκατασταθεί η πρωτεύουσα της επαρχίας εις αντικατάσταση της Βοστώνης. Το όλο καθεστώς, ενώ προετίθετο να είναι η κατάργηση της αντιπροσωπευτικής κυβερνήσεως στην Μασσαχουσέττη, υπήρξε πρωτίστως η τιμωρία της Βοστώνης για την καταστροφή του τσαγιού της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών.
Στην ενδοχώρα της Μασσαχουσέττης, και σε ολόκληρο σχεδόν το Μαίην, η "πολιτική ανυπακοή" ήταν σε πλήρη δράση, με τους δικούς της ειρηνικούς αξιωματικούς, τα νομοθετικά της όργανα, τα δικαστήριά της (τις "επιτροπές ασφαλείας" που συγκροτήθησαν αντί των δημοτικών συνελεύσεων για την περίπτωση που δεν θα ήταν δυνατόν να συγκληθούν όλοι οι πολίτες σε συνέλευση), και την δική της πολιτοφυλακή (τους Ανδρες του Λεπτού). Οι έφοδοι της βρεταννικής πολιτοφυλακής, είτε για να κάνουν συλλήψεις είτε για να κατάσχουν εφόδια των Ανδρών του Λεπτού, ήσαν συχνές, και η καταστολή συνήθης στη διάρκεια αυτών των εφόδων. Ξεκινώντας όμως από την δραστικότητα του καθεστώτος της πολιτικής ανυπακοής, που κατευθυνόταν από την Κομμητεία του Μιντλέσεξ, την παληά γη των Οκαμακαμμεσσέτων, μπορούμε να πούμε πως η Μασσαχουσέττη, πλην ορισμένων μικρών παραθαλάσσιων περιοχών, λειτουργούσε στην πράξη ανεξάρτητα από την Μεγάλη Βρεταννία, υφιστάμενη μόνο κάποιες περιστασιακές εφόδους, οι οποίες αντιμετωπίζοντο γενικά με ειρηνικές κατά το δυνατόν μορφές αντιστάσεως.
Το στρατιωτικό καθεστώς που είχε επιβάλει η Μεγάλη Βρταννία είχε όντως την πρόθεση να αποτελέσει ανανέωση της τυρανίας του Ανδρος που η Βοστώνη είχε αποτινάξει το 1689, όμως ο Στρατηγός Γκαίητζ είχε διαφορετικό χαρακτήρα από τον Ανδρος, κατά το ότι αυτός δεν έβγαινε από την πορεία του επιδιώκοντας φασαρίες. Αντιμέτωπος με μια εχθρική ενδοχώρα, προτίμησε να να περιμένει την ώρα του παρά να διακινδυνεύσει υπέρμετρα επιχειρώντας την άμεση επίθεση. Και ούτε είχε καμμιά πρόθεση να προκαλέσει αναίτια ακόμη μια τέτοια εξέγερση στην Βοστώνη, σαν εκείνη που "τσάκισε το λοφίο του Ανδρος." Ο Γκαίητζ ήταν καίριος όταν η δράση ήταν αναγκαία, δεν πίσευε όμως στην περιττή αυστηρότητα.
Ετσι, την 1 Ιουνίου 1774, η Επαρχία του Κόλπου της Μασσαχουσέττης διαιρέθηκε σε δύο καθεστώτα, κανένα από τα οποία δεν είχε συμμετάσχει στην προηγούμενη αποικιακή κυβέρνηση κατά τον σχηματισμό της. Το ένα ήταν το βρεταννικό στρατιωτικό καθεστώς, στην Βοστώνη, και σε λιγοστές ακόμη παραθαλάσσιες θέσεις, το οποίο, αντί να παραλάβει την τέως αποικιακή κυβέρνηση, έστησε μια καινούργια με βάση την πολιτοφυλακή που είχε σταλεί από την Αγγλία, ενώ, στην άλλη άκρη της εικόνας, καταλαμβάνοντας ολόκληρη την ενδοχώρα της επαρχίας, ήταν το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής, ανεξάρτητο στην ουσία από την Μεγάλη Βραταννία, που δεν είχε καμμία σχέση με κανένα σχήμα σε οποιαδήποτε από τις άλλες αποικίες, και το οποίο, ομοίως, δεν χρησιμοποίησε κανένα τμήμα της αποικιακής κυβερνήσεως για τον σχηματισμό του. Το καθεστώς που οικοδομήθηκε από την "πολιτική ανυπακοή" κατέφυγε στις δημοτικές συνελεύσεις, τις συνελεύσεις των πολιτών της κάθε πόλεως, και, απομακρύνοντας κάθε προηγούμενη υποδομή, έκτισε τα πάντα εξ υπαρχής.
Ετσι, στις άλλες αποικίες, η κίνηση κατά της βρεταννικής κυβερνήσεως έπρεπε να οικοδομηθεί επί των ήδη υφισταμένων νομοθετικών σωμάτων, και ήταν για τούτο κίνηση ενός τμήματος της αποικιακής κυβερνήσεως εναντίον ενός άλλου τμήματος, ώστε ακόμη και μια επιτυχής εξέγερση δεν μπορούσε να καταλήξει παρά στην συνέχιση του παληού καθεστώτος με κάποια μορφή. Στην Μασσαχουσέττη όμως, αντίθετα, δεν χρησιμοποιήθηκε κανένα τμήμα της παληάς αποικιακής κυβερνήσεως, και η αλλαγή διοικήσεως στην περιοχή που έλεγχε το καθεστώς της "πολιτικής ανυπακοής" ήταν όχι μόνο ανεξάρτητη, αλλά απολύτως καινούργια. Οπότε, όχι μόνον η Μασσαχουσέττη είχε όντως το πρώτο ανεξάρτητο καθεστώς στην Αμερική μεταξύ όλων των λευκών οικισμών, παρά ήταν η μόνη αποικία στην οποία επήλθε πλήρης ρήξη με την παληά τάξη, χωρίς κανένα από τα στελέχη της, τα συλλογικά όργανά της, τις όποιες διαμερισματικές οργανώσεις της. Το Βέρμοντ, φυσικά, συνιστούσε στην πραγματικότητα ακόμη μια εξαίρεση, αφού ευρισκόταν σε κατάσταση ντε φάκτο ανεξαρτησίας απί δεκαοκτώ χρόνια, όμως ακόμη κι εκεί, υπήρχε συνολικά μια πλήρης συνέχεια του καθεστώτος που είχε αναγνωρίσει την ονομαστική υπακοή στην Μεγάλη Βρεταννία, εν αντιθέσει προς την πλήρη ρήξη της Μασσαχουσέττης.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό της "πολιτικής ανυπακοής" στην Μασσαχουσέττη ήταν η παντελής απουσία διακριτής ηγεσίας, πράγμα που δεν εμπόδιζε την οργάνωση από του να λειτουργεί με τέλεια ομαλότητα και συμφωνία. Φυσικά, υπήρχε μια σημαντική κρυφή καθοδήγηση, αυτό όμως δεν ήταν κανονικά γνωστό σε όσους έπαιρναν μέρος στην διοίκηση της "πολιτικής ανυπακοής," η οποία λειτουργούσε χωρίς συγκεκριμένους γνωστούς ηγέτες, όπως ακριβώς λειτουργούν γενικά καλύτερα οι πολίτες της Νέας Αγγλίας.
Η ημερομηνία αυτή, 1 Ιουνίου 1774, που η Αγγλία σκόπευε να σημειώσει την πλήρη υποταγή της Μασσαχουσέττης, υπήρξε επίσης η ημερομηνία της ενάρξεως ενός ανεξάρτητου διοικητικού καθεστώτος, και είναι η ημέρα από την οποία, σήμερα, η Μασσαχουσέττη χρονολογεί την πραγματική της ανεξαρτησία. Από τότε, ο λαός της Μασσαχουσέττης και του Μαίην αρνούντο να αναγνωρίζουν ή να υπακούνε στις διαταγές της κυβερνήσεως της Μεγάλης Βρεταννίας.
114. Το Κονγκρέσσο των Ηνωμένων Αποικιών. Η έμμεση απειλή ακυρώσεως των χαρτών των άλλων αμερικανικών αποικιών και η διοίκησή τους απ' ευθείας από την Αγγλία έγινε σχεδόν πραγματικότητα, όταν το στρατιωτικό καθεστώς εγκαταστάθηκε στην Επαρχία του Κόλπου της Μασσαχουσέττης. Η Βιρτζίνια αγωνιούσε περισσότερο παρά ποτέ για την επικύρωση των εκ του χάρτου "δικαιωμάτων" της να επιτεθεί στην ενδοχώρα, και έτσι υποβλήθηκε αίτηση στην Μεγάλη Βρετανία να επιτρέψει την αναγνώριση της "Εταιρίας Βανδάλια" για την κατοχή της χώρας μεταξύ των ορέων και του Ποταμού Οχάιο. Το αίτημα απορρίφθηκε, σύμφωνα με την βρεταννική πολιτική διατηρήσεως της γης πέραν των ορέων για τις φυλές.
Με την άρνηση αυτή, η Βιρτζίνια ξαφνικά έγινε υποστηρικτής "δικαιωμάτων" και "ελευθερίας," αν και τα εν λόγω δικαιώματα προφανώς συνίσταντο στην πράξη στο δικαίωμα κλοπής της γης των άλλων. Εγινε έτσι επίκληση στην ενωμένη δράση με την μορφή ενός είδους αναβιώσεως του Κονγκρέσσου του Νόμου της Σφραγίδος για να σταλούν νέες αιτήσεις ελέους στην Μεγάλη Βρεταννία, και, ως αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο συνεκλήθη το "Κονγκρέσσο των Ηνωμένων Αποικιών της Αμερικής" στην Φιλαδέφεια, αποτελούμενο από αντιπροσώπους των διαφόρων νομοθετικών σωμάτων που συντάσσοντο υπέρ της διαμαρτυρίας κατά της βρεταννικής πολιτικής. Το Κονγκρέσσο αυτό, όπως ο βραχύβιος προκάτοχός του του 1754, έγινε γνωστό ως το "Ηπειρωτικό Κονφκρέσσο," και θεώρησε εαυτό ανανέωση τους προηγηθέντος πειράματος, ο αυτουργός του οποίου, Βενιαμίν Φρανκλίνος, ήταν μέλος του νέου Κονγκρέσσου.
Ας θυμηθούμε ότι εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε αμερικανικό έθνος, ούτε κάν εθεωρείτο η βρεταννική Βόρειος Αμερική ενιαία χώρα, παρά μια ομάδα αποτελούμενη από ένα αριθμό ξεχωριστών χωρών υπό κοινήν ηγεμονία. Η μόνη σχέση, επί παραδείγματι, μεταξύ Μασσαχουσέττης και Νέου Χαμπσάιρ ήταν η κοινή τους υποταγή στην Αγγλία. Και η Αγγλία εφρόντιζε ώστε οι διάφορες αποικίες να μη επιχειρούν να συνέρχονται για κοινή δράση στην αμερικανική πλευρά του ωκεανού. Γι' αυτό και ο σχηματισμός του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου τον Σεπτέμβριο του 1774, συνιστούσε ουσιαστικά μια πράξη αμφισβητήσεως της βρεταννικής εξουσίας, αν και δεν είχε καμμία σχέση, παρά μόνο συμπτωματικά, με την υπόθεση της "πολιτικής ανυπακοής" στην Μασσαχουσέττη. Το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο επίσης, δεν συνιστούσε απόπειρα σχηματισμού μιας ενιαίας χώρας από τις διάφορες εκπροσωπούμενες αποικίες, παρά μόνο μιαν απόπειρα οργανώσεως μιας συγκεντρωμένης δράσεως για επείγουσες περιστάσεις, όπως ήταν το νεοϋρκέζικο Κονγκρέσσο των εξεγερμένων επαρχιών το 1690. Το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο δεν αποτελούσε λοιπόν ακόμη την δημιουργία μιας ομοσπονδιακής εξουσίας, παρά μόνο το έμβρυο ενός τέτοιου οργανισμού. Αντλούσε τις πηγές του, ωστόσο, σαφέστατα από το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο του 1754, το οποίο ήταν ιροκέζικης προελεύσεως, και από τις παραδόσεις της Συνομοσπονδίας της Νέας Αγγλίας και του διαδόχου της Κονγκρέσσου της Νέας Υόρκης, καταγωγή που ανάγεται ευθέως στην Ομοσπονδία Πενακούκ.
Το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο του 1774 αντιπροσώπευε τα αποικιακά νομοθετικά σώματα αποκλειστικά, αντίθετα από το αποτυχημένο του 1754, που αντιπροσώπευε μόνο τις αποικιακές διοικήσεις που ήσαν επί το πολύ διορισμένες από την Αγγλία. Η Τζώρτζια, που δεν ήταν αναγνωρισμένη από το σχέδιο του 1754 επειδή ήταν σωφρονιστική αποικία, διέθετε εν τούτοις οργανωμένη επαρχιακή συνέλευση, και για τούτο αντιπροσωπευόταν στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, η ισότιμη αναγνώρισή της στο οποίο την έκανε να συμμετέχει μετά χαράς. Στην επικράτεια του Πενν, οι καλούμενες Κομητείες του Κάτω Ντελαγουαίρ, που είχαν ξεχωριστό νομοθετικό σώμα από την κυρίως Πεννσυλαβνία, αν και τελούσαν υπό τον ίδιο κυβερνήτη, είχαν θεωρηθεί φυσικά μέρος της Πεννσυλβανίας στο αρχικό σχέδιο του Φρανκλίνου το 1754, αλλά είχαν ξεχωριστή αντιπροσώπευση στο Κονγκρέσσο των Ηνωμένων Αποικιών, και αναγνωρίζοντο ως ξεχωριστή αποικία εκεί, αν και όχι από την επαρχιακή διοίκηση στην Φιλαδέλφεια επισήμως. Οι μη ανεγνωρισμένες αποικίες του Βέρμοντ, της Τρανσυλβανίας, και της Βατάουγκα αποκλείσθησαν από την αντιπροσώπευση στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, επειδή τα νομοθετικά τους όργανα δεν είχαν τακτική υπόσταση που θα μπορούσε να αναγνωρισθεί από τα άλλα νομοθετικά σώματα, πέραν του γεγονότος ότι η αναγνώρισή τους θα εσήμαινε αυτομάτως και την άρνηση των διεκδικήσεων των αποικιών-μελών της Νέας Υόρκης, της Βιρτζίνιας και της Βόρειας Καρολίνας, κάτι που το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο δεν είχε εξουσία να κάνει. Η Βιρτζίνια και η Βόρεια Καρολίνα μετείχαν στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο κυρίως προκειμένου να διαμαρτυρηθούν κατά της αρνήσεως της Μεγάλης Βρεταννίας να αναγνωρίσει τις διεκδικήσεις τους επί της Τρανσυλβανίας και της Βατάουγκας αντίστοιχα, και για τούτο το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο ήταν υποχρεωμένο να σεβασθεί αυτές τις διεκδικήσεις.Αυτό το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο δεν είχε την παραμικρή εξουσία επί των αντιστοίχων αποικιών, αλλά προοριζόταν ως συμβούλιο δράσεως των αποικιών κατά των καταχρήσεων των βρεταννικών διοικήσεων. Οι αντιπροσωπευόμενες αποικίες ήσαν: Νέο Χαμπσάιρ, Ροόυντ Αϊλαντ και Πρόβιντενς Πλαντέισιονς, Κοννέκτικατ, Νέα Ιερσέη, Πεννσυλβανία, Κομητείες του Κάτω Ντελαγουαίρ της Πεννσυλβανίας, Μαίρυλαντ, Βιρτζίνια, Βόρεια Καρολίνα, Νότια Καρολίνα, και Τζώρτζια. Καθώς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο δεν διέθετε ούτε εκτελεστική εξουσία, δεν υπήρχε πραγματική διοικητική ηγεσία, ενώ το κοντινότερο σε αυτήν όργανο που διέθετε αυτή η οργάνωση της Φιλαδελφείας ήταν ο προκαθήμενος, ή Πρόεδρος του Κονγκρέσσου, που δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά προκαθήμενος, χωρίς οποιαδήποτε προσωπική εξουσία.
Αν και η Επαρχία του Κόλπου της Μασσαχουσέττης ήταν το πραγματικό κέντρο του κινήματος της "πολιτικής ανυπακοής" που αψηφούσε την βρεταννική εξουσία στην Αμερική, δεν του δόθηκε δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, κυρίως εξ αιτίας αυτού του γεγονότος. Το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο ήταν ένα συνέδριο επισήμως αναγνωρισμένων αποικιακών νομοθετικών συνελεύσεωνς, και η Μασσαχουσέττη δεν είχε τώρα να παρουσιάσει τίποτα τέτοιο. Η στρατιωτική διοίκηση εκεί είχε διατάξει κατ' αρχάς την μεταφορά του νομοθετικού σώματος στο Καίμπριτζ, αφού η Βοστώνη ήταν τιμωρημένη για το "Τσάι Πάρτυ," και δεν μπορούσε να χρησιμοποιείται ως τόπος συνελεύσεως. Και, καθώς το πρώτο πράγμα που έκανε το νομοθετικό σώμα, ήταν να στείλει στον Κυβερνήτη Γκαίητζ μια διαμαρτυρία γιατί συνεκλήθη μακράν των επαρχιακών αρχείων, ο Γκαίητζ διέταξε αμέσως την διάλυσή του. Δεν έγινε καμμία απόπειρα επανασυγκλήσεώς του, αφού η Επαρχιακή Συνέλευση στο Κόνκορντ, που ήταν υπεύθυνη για το κίνημα της "πολιτικής ανυπακοής," εκπληρούσε στην πραγματικότητα τις νομοθετικές λειτουργίες για όλα τα μέρη της Μασσαχουσέττης που δεν τελούσαν υπό άμεση στρατιωτική εποπτεία, και είχε την αποδοχή των εκτός νόμου πλέον δημοτικών συνελεύσεων, που ήσαν ο λαός της επαρχίας. Αυτή η Επαρχιακή Συνέλευση, εν τούτοις, μη διαθέτοντας νομική υπόσταση υπό βρεταννική κυριαρχία, δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί ως νομοθετικό σώμα από το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, το οποίο επομένως δεν περιελάμβανε αντιπροσωπεία από την Μασσαχουσέττη.
Το Ηπειρωτιό Κονγκρέσσο του 1774, όπως και ο προκάτοχός του, το Κονγκρέσσο του Νόμου της Σφραγίδος του 1765 στην Νέα Υόρκη, συνεδρίασε επί τόσο χρόνο όσο να συντάξει μια μοναδική αίτηση, και μετά διαλύθηκε. Το έγγραφο αυτό ήταν μια καλούμενη "Αίτηση Δικαιωμάτων," που αποτελούσε απλώς επεξεργασία της θεωρίας των ατομικών και αποικιακών δικαιωμάτων, όπως είχαν τεθεί αρχικά με την αίτηση του Νόμου της Σφραγίδος, και συνίστατο κυρίως στην παράκληση προς τον Βασιλέα Γεώργιο να μη μεταχειρισθεί τις υπόλοιπες αμερικανικές αποικίες όπως είχε μεταχειρισθεί την καημένη την Μασσαχουσέττη. Αυτό, φυσικά, δεν είχε και μεγάλη σχέση με το κίνημα της πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης, το οποίο λοιδωρούσε τις σκέτες αιτήσεις, και προτιμούσε να δρά με την ανοικτή αμφισβήτηση και δια μέσου ενός συστήματος μυστικών οργανώσεων που μπορούσαν, στην κατάλληλη στιγμή, να ενεργούν με μέτρα όλως αιφνιδιαστικά. Η άρνηση του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου να αναγνωρίσει την Επαρχιακή Συνέλευση της Μασσαχουσέττης έδειχνε πόσο λίγη συμπάθεια υπήρχε μεταξύ των δύο κινημάτων, του επαναστατικού της Μασσαχουσέττης που αψηφούσε την βρεταννική εξουσία από την μια, και του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου που παρακαλούσε δια αιτήσεων τον βασιλέα να το ευσπλαχνισθεί από την άλλη.
115. Το Επαρχιακό Κονγκρέσσο στην Μασσαχουσέττη. Το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής στην Μασσαχουσέττη περιελάμβανε κυρίως τους αγρότες που επιζητούσαν την αποκατάσταση των εδαφών τους, και τους κρυφούς εργοστασιακούς εργάτες που ήθελαν το δικαίωμα να εργάζονται στο είδος του συνεταιρισμού που είχε διαμορφώσει η Μασσαχουσέττη για την λειτουργία των εργοστασίων της, όπου οι εργάτες δεν ήσαν μόνο κατ' όνομα αλλά κατ' ουσίαν κύριοι του έργου των. Ο κύκλος των λαθρεμπόρων που δεν έτρεφε και μεγάλη συμπάθεια σε αυτά τα στοιχεία, ήταν όμως τώρα αναγκασμένος να συνεργάζεται μαζύ τους, και τον οποίο οι βρεταννοί θεωρούσαν ως την ηγετική ομάδα του επαναστατικού κινήματος στην Μασσαχουσέττη, βρισκόταν κυρίως στα μέρη που κυρίως διαφέντευε η βρεταννική πολιτοφυλακή, έτσι που αυτοί και η πολιτική ανυπακοή ήσαν ουσιαστικά χώρια, αν και επικοινωνούσαν μεταξύ των. Και οι επαναστάτες της ενδοχώρας προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τους λαθρεμπόρους ως κατασκόπους τους στην βρεταννοκρατούμενη περιοχή, σκοπός για τον οποίο η πολύπλοκη οργάνωση των "επιτροπών αλληλογραφίας" ήταν απολύτως ενδεδειγμένη.
Με την διάλυση του Γενικού Δικαστηρίου (επαρχιακού νομοθετικού σώματος) της Μασσαχουσέττης, ο Στρατηγός Γκαίητζ προεκήρυξε εκλογές για ένα νέο νομοθετικό σώμα, που θα συνεδρίαζε τον Οκτώβριο στο Σάλεμ. Ολόκληρη η επαρχία συμμετείχε στις εκλογές αυτές, αν και ήταν γνωστό πως το νομοθετικό σώμα ανεμένετο να είναι όργανο του Γκαίητζ, πράγμα ακριβώς το οποίο οι αντιπρόσωποι από τις περιοχές της πολιτικής ανυπακοής είχαν οδηγίες να μη επιτρέψουν. Γύρω από την Βοστώνη, και τα άλλα παραθαλάσσια κέντρα που κρατούσε η πολιτοφυλακή, οι νομοταγείς (ή Τόρηδες, όπως τους έλεγαν), που είχαν καταφύγει εκεί από όλη την επαρχία, εξέλεξαν ένα αριθμό εκπροσώπων, όπως έκαναν και μερικοί από τον κύκλο των λαθρεμπόρων που ήσαν αναγκασμένοι να παίρνουν το μέρος των "επαρχιωτών," όπως αποκαλούσαν οι βρεταννοί τους επαναστάτες.
Το πρώτο πράγμα που έκανε το Γενικό Δικαστήριο στο Σάλεμ ήταν να εκλέξει αντιπροσώπους για το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, αφού τώρα μπορούσε, ως αναγνωρισμένο σώμα που δρούσε αντίθετα προς την βρεταννική διοίκηση. Ο Κυβερνήτης Γκαίητζ, μη έχοντας πρόθεση να επιτρέψει τέτοιες ενέργειες, διέταξε ξανά την διάλυση του νομοθετικού σώματος, και, στην άρνησή τους, τους εξέβαλε δια της βίας των όπλων. Οι Τόρηδες τότε, που ήσαν στο νομοθετικό σώμα, δεν αντέδρασαν. Αλλά τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, που ήσαν η πλειοψηφία, συνενοήθησαν αργότερα χωρίς φασαρία, αναδιοργανώθησαν ως Επαρχιακό Κονγκρέσσο, και συνεδρίασαν στο Κόνκορντ.
Η μεταφορά του Επαρχιακού Κονγκρέσσου στο Κόνκορντ, και η ανάληψη από αυτό της θέσεως της παληάς Επαρχιακής Συνελεύσεως επί κεφαλής της "πολιτικής ανυπακοής," υπήρξε μειονέκτημα για τους επαναστάτες για την εξασφάλιση μιας συνεκτικής γραμμής με το παληό αποικιακό καθεστώς, καθώς και με την στρατιωτική κυβέρνηση που είχε καθιερώσει η Νομοθετική Πράξη του Λιμένος της Βοστώνης, τείνοντας έτσι να τερματίσει την ασυνέχεια που, έως τότε, είχαν κατορθώσει μόνοι οι επαναστάτες της Μασσαχουσέττης. Ακόμη κι έτσι πάντως, το Επαρχιακό Κονγκρέσσο διατηρήθηκε εν πολλοίς στο παρασκήνιο, και οι Κομητειακές Συνάξεις, ιδίως εκείνη του Μιντλέσεξ, πήραν μια πιο εξέχουσα θέση.
Η εκλογή αντιπροσώπων στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, και η υιοθέτηση του τίτλου του Κονγκρέσσου από μέρους του επαρχιακού νομοθετικού σώματος, προορίζοντο ως χειρονομίες ενότητας και συνεργασίας με ένα Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο που έως τότε είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει την Μασσαχουσέττη. Ηταν όντως πολύ αργά για τους αντιπροσώπους της Μασσαχουσέττης να πάνε στην Φιλαδέλφεια, καθώς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο του 1774 είχε ήδη περατώσει τις εργασίες του. Η πράξη όμως αυτή της Μασσαχουσέττης ήταν μια κίνηση προς την σύγκληση ενός νέου Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου, που οι άλλες αποικίες, εκείνες που αντιπροσωπεύθησαν στο Κονγκρέσσο του 1774, κανόνισαν, και όρισαν για τον επόμενο Μάιο στην Φιλαδέλφεια. Παγιώθηκε λοιπόν πλέον το έθιμο της εκλογής και συγκλήσεως ενός νέου Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου κάθε χρόνο.
Το Επαρχιακό Κονγκρέσσο, αν και αφέθηκε να είναι η ονομαστική ηγεσία του κινήματος της "πολιτικής ανυπακοής," αποτελείτο περισσότερο από αντιπροσώπους του λαθρεμπορικού κύκλου και άλλα στοιχεία που είχαν μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον για ό,τι συνέβαινε, και επομένως δεν ήσαν και τόσο επαναστατικοί στις τάσεις τους όπως απαιτούσε το επαναστατικό στοιχείο του Μιντλέσεξ. Οπότε δεν διατηρούσε την λαϊκή αποδοχή στην επικράτεια της "πολιτικής ανυπακοής" στην ίδια έκταση με την προκάτοχό του, την Επαρχιακή Συνέλευση, που αντιπροσώπευε απ' ευθείας τις Κομητειακές Συνάξεις. Από την άλλη πλευρά όμως, η παρουσία του στο Κόνκορντ κέρδισε για λογαριασμό των επαναστατών την συμπάθεια στοιχείων των οποίων η συνεργασία ήταν τότε απαραίτητη, ενώ κατέστησε δυνατή την συνεργασία με άλλες αποικίες μέσω μιας αρχόμενης ομοσπονδίας, δηλαδή του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου. Ετσι δόθηκε η δυνατότητα στο Επαρχιακό Κονγκρέσο να λειτουργήσει στο Κόνκορντ ως η ονομαστική κεφαλή της πολιτικής ανυπακοής, ενώ την πλήρη αποδοχή του λαού εξακολουθούσαν να διατηρούν οι Κομητειακές Συνάξεις, οι δημοτικές συνελεύσεις και οι δημοτικές Επιτροπές Ασφαλείας.
116. Βοήθεια Από το Νέο Χαμπσάιρ. Η επαρχία του Νέου Χαμπσάιρ, όπως βρίσκεται ανάμεσα στην Μασσαχουσέττη και το Μαίην, που και οι δυό τους τελούσαν τότε υπό την στρατιωτική διοίκηση του Κόλπου της Μασσαχουσέττης, και όπου είχε οργανωθεί ένα κίνημα "πολιτικής ανυπακοής," ήταν σε ειδική θέση, καθώς κρατούσε μια σημαντική γραμμή επικοινωνίας για τους επαναστάτες της Μασσαχουσέττης. Αφού το Νέο Χαμπσάιρ είχε ανέκαθεν διατελέσει υπό δυο αντίθετα καθεστώτα, τους βασιλικούς κυβερνήτες και τις δημοτικές συνελεύσεις, που ήσαν απλώς σε προσωρινήν ειρήνη μεταξύ τους, η συμπάθεια των δημοτικών συνελεύσεων, δηλαδή του περισσότερου κόσμου στο Νέο Χαμπσάιρ, πήγαινε φυσικά στους επαναστάτες της γειτονικής επαρχίας. Το βασιλικό καθεστώς ήταν, στην πράξη, απομονωμένο σχεδόν σε αυτήν την επαρχία, η οποία είχε προς νότον την επικράτεια "πολιτικής ανυπακοής" της Μασσαχουσέττης, και προς ανατολάς την αντίστοιχη του Μαίην, ενώ προς δυσμάς και βορειοδυτικά εκτείνοντο τα Πράσινα όρη, πατρίδα της υπερήφανης και μη αναγνωρισμένης αποικίας που αυτοαποκαλείτο Βέρμοντ. Δια θαλάσσης, η μόνη μη ελεγχόμενη είτε από το σύστημα πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης είτε από τους στασιαστές του Βέρμνοντ γραμμή επικοινωνίας που διέθετε το Νέο Χαμπσάιρ, ήταν δια του ενός λιμανιού του Πόρτσμουθ, που ακόμα και αυτό ήταν τόσο κοντά στο Μαίην, ώστε η οποιαδήποτε σοβαρή επαναστατική πράξη στον Πισκατάκουα θα μπορούσε να σημαίνει αποκλεισμό.
Ο λαός των πόλεων του Νέου Χαμπσάιρ είχε γενικά εκφράσει μια κάποια συμπάθεια υπέρ του λαού της γειτονικής επαρχίας. Στο Πόρτσμουθ, είχε γίνει τον περασμένο χειμώνα μια συνάντηση διαμαρτυρίας για την υπόθεση του τσαγιού της Βοστώνης ταυτόχρονα με το "Τσάι Πάρτυ" σε εκείνη την πόλη. Και τον φετεινό χειμώνα ο λαός του Πόρτσμουθ, όπως και των γειτονικών περιοχών του Μαίην, ετοιμαζόταν για τον μεγάλο εορτασμό, την Παρασκευή, 16 Δεκεμβρίου, της πρώτης επετείου από το Τσάι Πάρτυ της Βοστώνης.
Στο μεταξύ, στην Μασσαχουσέττη, σε ολόκληρη την επικράτεια της πολιτικής ανυπακοής, οι διάφορες βρεταννικές περίπολοι που εμφανίζονταν σποραδικά ήσαν απασχολημένες με το κυνήγι των πολεμοφοδίων που κατασκεύαζε κρυφά και διοχέτευε στους Ανδρες του Λεπτού του το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής. Το ίδιο το εργοστάσιο των εφοδίων βρισκόταν σε μια δασώδη κορυφή ενός λόφου στην Γουώτερταουν, μια πόλη του Μιντλέσεξ όχι μακρυά από την ίδια την Βοστώνη, και από το μέρος αυτό είχαν το πλεονέκτημα να μπορούν να βλέπουν σε μεγάλη απόσταση χωρίς οι ίδιοι να φαίνονται. Η λαθραία διοχέτευση μπαρούτης και τουφεκιών διεκπεραιώνετο συνήθως με επιτυχία, αν και μερικές φορές τα εφόδια συλλαμβάνονταν από την βρεταννική πολιτοφυλακή. Κάπου κάπου τεχνάσματα όπως σηκωμένες κινητές γέφυρες, ή η πρόκληση μικροσυμπλοκών με την πολιτοφυλακή, χρησιμοποιούντο επιτυχώς για να καθυστερήσουν τις περιπόλους μέχρι να μπορέσουν να μεταφερθούν ασφαλώς τα λαθραία πολεμοφόδια.
Το λαθραίο πέρασμα στο Μαίην, ωστόσο, απαιτούσε πράγματι την συνεργασία του λαού του διαδρόμου των είκοσι μιλίων, του Νέου Χαμπσάιρ, που χώριζε τα δύο μέρη της Επαρχίας του Κόλπου της Μασσαχουσέττης, ενώ το Πόρτσμουθ ήταν η πόλη του Νέου Χαμπσάιρ που ώφειλε να φέρει το κύριο βάρος αυτής της παράνομης μεταφοράς. Ηταν επίσης η πρωτεύουσα και το μοναδικό θαλάσσιο λιμάνι της επαρχίας.
Αφού τόσο η βρεταννική πολιτοφυλακή όσο και ο λαός της Μασσαχουσέττης προέβλεπαν συγκρούσεις στην επέτειο του Τσάι Πάρτυ, γινόταν μεγάλη λαθρομεταφορά πολεμοφοδίων για την δεκάτη έκτη Δεκεμβρίου, κι αυτό περιελάμβανε την αποστολή εφοδίων δια του Νέου Χαμπσάιρ στους Ανδρες του Λεπτού στο Μάιην, ενώ οι κάτοικοι του Πόρτσμουθ προμηθεύθησαν μέρος των λαθραίων πολεμοφοδίων ώστε να είναι έτοιμοι για παν ενδεχόμενο για τον δικό τους εορτασμό της επετείου.
Ο Κυβερνήτης Γκαίητζ έως τότε δεν είχε επιχειρήσει να επέμβη στο Νέο Χαμπσάιρ, που, όντας ξεχωριστή αποικία και διοικούμενο ως ξεχωριστό έθνος, ήταν εκτός επιρροής του. Αυτή την φορά όμως απέστειλε στην βασιλική διοίκηση του Πόρτσμουθ να ζητήσει βοήθεια για την καταστολή της λαθραίας μεταφοράς πολεμοφοδίων.
Η δημοτική επιτροπή αλληλογραφίας της Βοστώνης ειδοποιήθηκε γι' αυτήν την κίνηση, και την Τετάρτη, 14 Δεκεμβρίου, έστειλαν ένα από τους αγγελιαφόρους των, ένα βοστωνέζο αργυροχόο ονόματι Πωλ Ρηβήαρ, στο Πόρτσμουθ μέσα από τα βαλτοτόπια της ακτής του Νέου Χαμπσάιρ, για να προειδοποιήσει τους κατοίκους του Πόρτσμουθ και τους Ανδρες του Λεπτού στο Μαίην στην άλλη όχθη του ποταμού, για την νέα κίνηση, και για το πώς η διοίκηση του Νέου Χαμπσάιρ επρόκειτο να αναλάβει δράση.
Ο αγγελιαφόρος έφθασε στο Πόρτσμουθ ιππεύοντας όλη μέρα, το βράδυ της δεκάτης τετάρτης, πολύ αργά όμως για να προλάβει την δράση του κυβερνήτη του Νάου Χαμπσάιρ. Τα λαθραία πολεμοφόδια είχαν κατασχεθεί από τις βρεταννικές αρχές του Νέου Χαμπσάιρ, και μεταφερθεί από τους στρατιώτες στο Φρούριο Ουίλλιαμ και Μαίρη, στο νησί του Νιού Κασλ [Νιόκαστρο] στο Λιμάνι του Πόρτσμουθ. Εν τούτοις, η εμφάνιση του καβαλλάρη τους έδωσε νέο θάρρος, και μετέφερε την πρόταση της συνεργασίας από την γειτονική επαρχία. Μια ομάδα πολιτών από το Πόρτσμουθ σχηματίσθηκε βιαστικά, με όποια όπλα μπόρεσαν να συγκεντρώσουν εκ των ενόντων, όρμησαν στο Νιού Κασλ, όπου το Φρούριο Ουίλλιαμ και Μαίρης, μη περιμένοντας ένα τέτοιον αιφνιδιασμό εκ των όπισθεν, αποδείχθηκε ανίκανο να αποκρούσει τους επαναστάτες, με αποτέλεσμα το πλήθος να μπει μέσα, να αρπάξει τα κατασχεμένα πολεμοφόδια, και να επιστρέψει με αυτά στο Πόρτσμουθ.
Το περιστατικό αυτό, την νύκτα της 14 Δεκεμβρίου 1774, το Νέο Χαμπσάιρ υποστηρίζει σήμερα ότι υπήρξε η αληθής έναρξη της Αμερικανικής Επαναστάσεως, αν και καθεαυτό δεν είχε τα χαρακτηριστικά επαναστάσεως. Δεν υπήρξε πραγματική αμφισβήτηση της εξουσίας. Ηταν απλώς ακόμη μία από τις πολλές εξεγέρσεις του δρόμου που συνέβαιναν για αρκετόν καιρό στην Αμερική, που την φορά αυτή μεταφέρθηκε, επάνω στην έξαψη, μέσα στο φρούριο, όχι όμως με σκοπό να συλλάβει ο,τιδήποτε εκτός από τα λαθραία αγαθά που αναζητούσαν. Δεν υπήρχε πρόθεση να να αμφισβητήσουν το δικαίωμα του στρατού στην κατοχή του φρουρίου, όπως απέδειξε η αποχώρηση του πλήθους μόλις πήραν τα λαθραία που έψαχναν.
Ομως, στα μάτια της Αγγλίας, η πράξη αυτή έβαλε το Νέο Χαμπσάιρ στην ίδια επαναστατική κατηγορία με την Μασσαχουσέττη. Τα χέρια τους ήσαν πολύ απασχολημένα με την Μασσαχουσέττη επί του παρόντος ώστε να μπορέσουν να δώσουν πολλή προσοχή στο Νέο Χαμπσάιρ, έγινε όμως οδυνηρά φανερό ότι το Νέο Χαμπσάιρ είχε προγραφεί για την επόμενη τιμωρία, μόλις θα ξεμπέρδευαν με την Μασσαχουσέττη.
117. Ο Χειμώνας του 1774. Στη διάρκεια του χειμώνα του 1774, η Βοστώνη απομονώθηκε περισσότερο παρά ποτέ από την υπόλοιπη Μασσαχουσέττη. Οι στρατιωτικές περίπολοι επενέβαιναν πολύ στην ελεύθερη διακίνηση των ανθρώπων στην πόλη, και η στρατιωτική διοίκηση φοβόταν ότι οι πολλές επαφές με τους επαναστάτες του Μιντλέσεξ θα μπορούσαν να καταλήξουν σε κάποιας μορφής αναζωπύρωση στην Βοστώνη. Ο Κυβερνήτης Γκαίητζ είχε διαταγές να συλλάβει τον Σαμουήλ Ανταμς, τον Ιωάννη Χάνκοκ, και τον Ιωσήφ Ουώρρεν ως ηγέτες της επαναστατικής κινήσεως, και να τους στείλει στην Αγγλία να δικασθούν επί προδοσία (η Αγγλία θεωρούσε ότι κανένα αποικιακό δικαστήριο δεν είχε την εξουσία για μια τέτοια δίκη). Ο Γκαίητζ όμως κατανοούσε ότι αυτοί οι άνδρες δεν ήσαν πράγματι ηγέτες των εξεγερμένων, ούτε είχαν κάν μεγάλη επιρροή επ' αυτών, κι έτσι ανέβαλλε το δυσάρεστο καθήκον όσο μπορούσε, ιδιαίτερα αφού θεωρούσε ότι μια πρόωρη ενέργεια μπορεί να προκαλούσε κάποιον ξεσηκωμό στην Βοστώνη, και αυτή η συνομωτική ατμόσφαιρα που τον περιέβαλλε τον καθιστούσε καχύποπτο απέναντι στο παραμικρό συμβάν.
Για ένα τέτοιον κυβερνήτη, η συνεχής ροή διαμαρτυριών που οι πολίτες της Βοστώνης και των άλλων σημείων που τελούσαν υπό στρατιωτική κατοχή εξαπέλυαν με την παραμικρή ευκαιρία, αρκούσε για να δώσει την εντύπωση της δυσκολίας των καθηκόντων του. Ηταν, ωστόσο, πάντοτε αρκετά καλός στρατιωτικός ώστε να παραμένει σταθερός παρ' όλα ταύτα, και να επιμένει στην απόφασή του να βγάλει από τα κεφάλια αυτών των Γιάνκηδων της Μασσαχουσέττης και του Μαίην κάθε ιδέα περί αντιστάσεως. Μια όμως συγκεκριμένη διαμαρτυρία φάνηκε να του κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Τον Δεκέμβριο, όταν τα αγόρια της Λατινικής Σχολής της Βοστώνης άρχισαν να γλιστράνε στην διαμορφωμένη πλευρά της κατηφορικής Οδού Σχολείου, μπροστά από το σχολειό τους, όπως συνήθιζαν κάθε χειμώνα, ένας από τους αξιωματικούς του Γκαίητζ, που είχε καταυλισθεί απέναντι από το σχολείο, και ενοχλήθηκε από τα έλκυθρα, θεωρώντας ότι αυτά μπορεί να παρενοχλούσαν την στρατιωτική προέλαση στον δρόμο, κατέστρεψε ένα κομμάτι της διαμορφώσεως ώστε να εμποδίσει την χρήση ελκύθρων σε αυτόν τον δρόμο. Τα σχολιαρόπαιδα συνήλθαν υπό τύπον δημοτικής συνελεύσεως, συνέταξαν διαμαρτυρία και έστειλαν τον διευθυντή του σχολείου να την παρουσιάσει στον απέναντι αξιωματικό, ο οποίος το ανέφερε στον Κυβερνήτη Γκαίητζ, που διέταξε την αποκατάσταση της Οδού Σχολείου, με την παρατήρηση ότι ήταν αδύνατον να ξερριζώσεις την ιδέα της ελευθερίας από ένα λαό που την είχε αποκτήσει από τα μικράτα του. Ο Γκαίητζ μπορεί να γινόταν αναίσθητος στα παράπονα γενικά, αλλά φαινόταν να θεωρεί πως οι διαμαρτυρίες των παιδιών ήταν κάτι που έπρεπε να φοβάσαι. Τα παιδιά αυτά ήσαν οι μελλοντικοί βοστωνέζοι, και μάθαιναν γρήγορα την τέχνη της παθητικής αντιστάσεως που διαδίδετο από το Μιντλέσεξ.
Θα σημειώναμε ότι η Λατινική Σχολή της Βοστώνης εκείνου του καιρού, ήταν δημοτικό σχολείο και όχι γυμνάσιο, όπως είναι σήμερα, και βρισκόταν όντως στην Οδό Σχολείου, στο μέρος περίπου που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο Πάρκερ Χάουζ, ενώ το κατάλυμα του αξιωματικού κατά του οποίου είχε γίνει η διαμαρτυρία είναι το μέρος όπου σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο της Βοστώνης!
Οι επέτειοι που οι επαναστάτες (ή μάλλον, οι "πολιτικώς ανυπάκουοι" και οι κύκλοι των λαθρεμπόρων του λιμανιού) θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως ευκαιρίες εορτασμού και συγκεντρώσεων, φόβιζαν ιδιαίτερα τον Κυβερνήτη Γκαίητζ, και σε τέτοιες περιπτώσεις λάβαινε συχνά ειδικά μέτρα διασφαλίσεως από τυχόν απόπειρες ταραχών στην υπό την κατοχή των στρατιωτών του περιοχή. Οσο για τους επαναστάτες, αυτοί εκμεταλλεύοντο πλήρως αυτό το γεγονός, όχι για να προβάλλουν ιδιαίτερη αντίσταση εκείνες τις ημέρες, αλλά για να εντείνουν τους φόβους του. Το περιστατικό του Νέου Χαμπσάιρ που προηγήθηκε της επετείου του βοστωνέζικου Τσάι Πάρτυ αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.
Την Κυριακή, 5 Μαρτίου 1775, πέμπτην επέτειο της Σφαγής της Βοστώνης, επιχειρήθηκε ως συνήθως να γίνει επιμνημόσυνη λειτουργία στην Παληά Εκκλησία του Νότου υπέρ των θυμάτων. Ο Κυβερνήτης δεν μπορούσε παρά να διακρίνει κάποια απειλή για τον ίδιο σε ένα τέτοιον εορτασμό, αλλά φοβήθηκε να κάνει πολλή φασαρία. Ο Δρ. Ιωσήφ Ουώρρεν―ένας από εκείνους που ο Γκαίητζ είχε διαταγή να συλλάβει―επρόκειτο κατά το πρόγραμμα να κάνει την κεντρική ομιλία. Το κτίριο ήταν τόσο γεμάτο, που ο κόσμος κατέκλυζε και τους γειτονικούς δρόμους, τόσο πυκνά, που ο Δρ. Ουώρρεν με δυσκολία μπόρεσε να μπει μέσα. Από το Επαρχείο στην απένατι πλευρά του δρόμου, ο Κυβερνήτης Γκαίητζ αυτοπροσώπως παρακολουθούσε το πλήθος, έτοιμος να δώσει διαταγές στο σύνταγμά του με το παραμικρό σημείο ταραχών. Το θέμα που είχε διαλέξει για την ομιλία του ο Δρ. Ουώρρεν ήταν "Η Ολέθρια Επιρροή της Διατηρήσεως Στρατευμάτων εν Καιρώ Ειρήνης," και άφησε στο ακροατήριο το ηθικό δίδαγμα που σαφώς επεδίωκε, και ας μη το δήλωνε ξεκάθαρα. Δεν επιχειρήθησαν, ωστόσο, καθόλου ταραχές. Ο Στρατηγός Γκαίητζ όμως αισθάνθηκε ότι κάτι υπήρχε στον αέρα, ότι στους πολίτες της Βοστώνης είχε παρουσιασθεί μια κάποια νέα μορφή αντιστάσεως, χωρίς αυτός να γνωρίζει ποιά και πώς.
Αλλά, με τον ερχομό της ανοίξεως, έφθανε μια κατά τα φαινόμενα πιο επικίνδυνη επέτειος, η 18 Απριλίου, επέτειος της ανατροπής του Ανδρος, την οποία κατά παράδοση τα επαναστατικά στοιχεία της Μασσαχουσέττης εόρταζαν ως διπλήν επέτειο, την 18η για την ανατροπή της τυραννίας, και την 19η για την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας υπό το πουριτανικό καθεστώς. Αυτό φαινόταν ιδιαιτέρως δυσοίωνο, καθώς ο Γκαίητζ καταλάμβανε, κακά τα ψέμματα, την θέση του Ανδρος, και επιχειρούσε να αποκαταστήσει το σύστημα της δεσποτικής και στρατιωτικής διοικήσεως του Ανδρος. Και τί δεν σήμαινε η επέτειος ανατροπής του Ανδρος για τον Γκαίητζ; Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα αποφάσισε ο Γκαίητζ να συλλάβει τους "αρχιεπαναστάτες" που είχε διαταγή να στείλει στην Αγγλία―Ανταμς, Χάνκοκ, και Ουώρρεν―και στην διάρκεια αυτής της περιόδου ετοιμαζόταν να κάνει μια πραγματική προσπάθεια να συντρίψει την υπόθεση της πολιτικής ανυπακοής μέσα στο ίδιο το Κόνκορντ, και να κυριεύσει μάλιστα το Μιντλέσεξ. Ομως όταν έφθασε η 18 Απριλίου, φάνηκε πως οι τρεις προγραμμένοι βοστωνέζοι δεν βρίσκονταν πουθενά. Και οι τρεις, ειδοποιημένοι με το κατασκοπευτικό σύστημα των επιτροπών αλληλογραφίας, είχαν εξαφανισθεί: Ο Δρ. Ουώρρεν κρυβόταν, ενώ ο Ανταμς και ο Χάνκοκ είχαν σταλεί στην Κομητεία Μιντλέσεξ, για να κρυφθούν εκεί μέχρι να βρουν την ευκαιρία να πάνε κρυφά στην Φιλαδέλφεια και να παραβρεθούν στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, στο οποίο τους είχε στείλει αντιπροσώπους το νομοθετικό σώμα του Σάλεμ.
Επίσης, για κανένα άλλον λόγο εκτός από το να τρομοκρατήσει την πόλη της Βοστώνης, και να εμποδίσει τυχόν διαδηλώσεις ην 18η και την 19η, ο Γκαίητζ έβαλε τον στόλο στο λιμάνι να βομβαρδίσει την Βοστώνη την 18η. Αυτή είναι η πάγια άποψη που έχει πάντα ο στρατός και το ναυτικό της Αγγλίας για την τιμωρία κάθε απείθαρχης κοινότητας. Εν προκειμένω, χρησίμευσε απλώς στην ανάφλεξη της δυσαρέσκειας σε χώρους όπου προηγουμένως δεν υπήρχε, ενώ χαλύβδωσε τις τάξεις των επαναστατών.
Στην διάρκεια αυτού του χειμώνα υπήρξε επίσης σημαντική μετανάστευση του πληθυσμού, καθώς το συντηρητικό στοιχείο (Τόρηδες) της ενδοχώρας του Μιντλέσεξ μετακινήθησαν στην Βοστώνη για να αποφύγουν τις συγκρούσεις με τους πολιτικώς ανυπάκοους, ενώ οι φιλοεπαναστάτες της Βοστώνης, σε μεγάλη έκταση, μετακινήθησαν στο Μιντλέσεξ και άλλα εσωτερικά σημεία. Ομως οι Τόρηδες σε πολλές περιπτώσεις δεν θεώρησαν επαρκή ακόμη και την στρατιωτική προστασία της Βοστώνης, και δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς ότι επέκειτο μεγαλύτερη αναταραχή. Οπότε υπήρξε σημαντική μετανάστευση Τότηδων από την Βοστώνη στον Καναδά και την Νέα Υόρκη, ενώ από την άλλη, πολλοί φιλοεπαναστάτες μετακινήθησαν από την Νέα Υόρκη, κυρίως προς την Φιλαδέλφεια.
118. Η Νέα Υόρκη Επιχειρεί να Εκδιώξει τους Βερμοντέζους. Το Βέρμοντ είχε οριστικά επιδικασθεί από την Αγγλία στην επαρχία της Νέας Υόρκης, με έκδοση όμως των τίτλων παροχής γης στους εποίκους από το Νέο Χαμπσάιρ. Οι βερμοντέζοι δεν αναγνώρισαν ουσιαστικά ποτέ την δικαιοδοσία της Νέας Υόρκης, και ήσαν έτοιμοι να αντισταθούν σε κάθε απόπειρα διαλύσεως του διοικητικού συστήματος των δημοτικών συνελεύσεων που είχαν οργανώσει, αλλά που ήταν αυστηρώς παράνομο στην Νέα Υόρκη. Δεν επρόκειτο για ολοκληρωτική αμφισβήτηση της βρεταννικής εξουσίας, αφού είχαν υποβληθεί στην διαδικασία της αποκτήσεως των τίτλων της γης τους από το Νέο Χαμπσάιρ, ώστε το δικαίωμά τους επ' αυτής να αναγνωρίζεται από την Αγγλία.
Αλλά το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο του 1774, συγκροτούμενο από νομοθετικά σώματα που ως επί το πολύ διαφωνούσαν με τους βασιλικούς κυβερνήτες των αντίστοιχων επαρχιών τους, ενεθάρρυνε την Βιρτζίνια να εξωθεί τις εδαφικές διεκδικήσεις της πέρα από τα βουνά, όπου είχαν ήδη ιδρυθεί ανεξάρτητες τοπικές κυβερνήσεις, και οι νύξεις προς το νομοθετικό σώμα της Νέας Υόρκης και των οπαδών του παραήσαν εμφανείς. Το δικαστήριο που έδερευε στο Αλμπανυ, αν και βασιλικό κατά διορισμό, δεν ήταν, φυσικά, απρόθυμο να επεκτείνει την δικαιοδοσία του εν προκειμένω για την καταστολή των επαναστατών του Βέρμοντ, ελπίζοντας ταυτόχρονα σε ένα συμβιβασμό με τον λαό και το νομοθετικό του σώμα, καθώς η ενδοχώρα της επαρχίας, αντίθετα από την Νέα Υόρκη, ήταν φιλική προς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, και καθόλου εχθρική προς την δωροδόκησή της με μια προσφορά νέων εδαφών.
Βρέθηκαν λοιπόν κάποιοι τεχνικές λεπτομέρειες, με τις οποίες όλες οι εδαφικές παραχωρήσεις του Νέου Χαμπσάιρ ήσαν άκυρες, και η επαρχία της Νέας Υόρκης προσέφυγε στα δικά της δικαστήρια για να εκδιώξει όλους τους βερμοντέζους. Ο Εθαν Αλλεν, επί κεφαλής του μικρού αμυντικού στρατού των βερμοντέζων, απεστάλη στο Αλμπανυ για να υπερασπισθεί την πλευρά του Βέρμοντ στην υπόθεση. Καθώς δεν ήταν δικηγόρος παρά στρατιώτης, η ομιλία του δεν στηρίχθηκε σε τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά στις γενικές αρχές των δικαιωμάτων σαν εκείνες που είχαν διακηρύξει οι επαναστάτες της Νέας Αγγλίας, και, όπως θα μπορούσε να αναμένεται από μια τέτοια αγόρευση ενώπιον δικαστηρίου και μάλιστα σε μια σαφώς εχθρική κοινότητα, η υπόθεση, που ήταν προφανώς προαποφασιμένη έτσι κι αλλιώς, έκλεισε υπέρ των επαρχιακών διεκδικήσεων της ίδιας της Νέας Υόρκης, με μια δικαστική απόφαση που έφερε όλη την βαρύτητα της βρεταννικής εξουσίας, έχοντας παράλληλα και την πλήρη υποστήριξη του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου και των Υιών της Ελευθερίας της Νέας Υόρκης. Διατάχθηκε η έξωση όλων των βερμοντέζων από την γη τους, πράγμα που, δεδομένης της καταστάσεως, ήταν πολύ ευκολότερο να διαταχθεί παρά να εκτελεσθεί.
Φεύγοντας από το δικαστικό μέγαρο του Αλμπανυ, ο Αλλεν βρέθηκε περικυκλωμένος από ένα θρασύ μπουλούκι πολιτών, οι οποίοι, Τόρηδες ή επαναστάτες, ήσαν όλοι κατά των παρείσακτων γιάνκηδων στο Βέρμοντ, και του φώναζαν: "Είδες που πήρατε πόδι;" Ο Αλλεν ανέβηκε στ' άλογό του, φώναξε: "Οι θεοί των βουνών δεν είναι οι θεοί του κάμπου," και τράβηξε στο Βέρμοντ να οργανώσει την αντίσταση. Ενα νέο εθελοντικό στράτευμα, γνωστό ως τα "Παιδιά των Πράσινων Ορέων," οργανώθηκε από τον Αλλεν στο Βέρμοντ, και, προκειμένου να αποκλεισθεί η αχρείαστη αντίθεση εκ μέρους των επαναστατών άλλων περιοχών, ο Αλλεν απέσπασε μια εντολή από από την γενέτειρά του επαρχία του Κοννέκτικατ, ώστε ο ίδιος και ο στρατός του να έχουν κάποια υπόσταση ενώπιον του Ηπειρωτικού Κονγκρέσου.
Οι βερμοντέζοι "δεν είδαν πως πήρανε πόδι," χάρη σε αυτό μάλιστα το ίδιον χαρακτηριστικό πείσμα των γιάνκηδων, μπόρεσαν να διατηρήσουν την στάση που τότε φαινόταν σαν μια πολύ ανόητη αμφισβήτηση της βρεταννικής εξουσίας.
119. Οι Βρεταννοί Εφορμούν στο Μιντλέσεξ. Είδαμε πως, την Τρίτη, 18 Απριλίου 1775, ογδοηκοστή έκτη επέτειο της ανατροπής του καθεστώτος Ανδρος στην Βοστώνη, το νέο στρατιωτικό καθεστώς που οι Αγγλοι προόριζαν ως αναβίωση εκείνου, είχε προκαταλάβει πιθανές διαδηλώσεις στην Βοστώνη βομβαρδίζοντας την πόλη, και πως οι τρεις ηγέτες του βοστωνέζικου λαθρεμπορικού κυκλώματος, Σαμουήλ Ανταμς, Ιωάννης Χάνκοκ, και Ιωσήφ Ουώρρεν, αναζητούντο από τους στρατιώτες και κρύφτηκαν, οι δύο πρώτοι στο Μιντλέσεξ, και ο τελευταίος στην Βοστώνη. Ο επαναστατικός εορτασμός της επετείου ήταν διήμερος, και η στρατιωτική δικτατορία σχεδίαζε να κάνει επίδειξη δυνάμεως την δεύτερην ημέρα πραγματοποιώντας έφοδο στην Κομητεία Μιντλέσεξ, το άντρο των επαναστατών, και να κυριεύσει το κέντρο της πολιτικής ανυπακοής, το Κόνκορντ, αλλά και να αναζητήσει τους φυγάδες Ανταμς και Χάνκοκ.
Το κατασκοπευτικό σύστημα που τηρούσαν οι επιτροπές αλληλογραφίας και η φυλετική οργάνωση των Οκαμακαμμεσσέτων ήταν, όμως, πολύ κατάλληλο για μια τέτοια περίπτωση. Οι αγρότες του Μιντλέσεξ που ήλθαν στο Μέγαρο Φάνεϊλ για να πωλήσουν τα αγαθά τους, όπως συνηθίζουν ακόμη, ήσαν επιφορτισμένοι να δράσουν ως φυλετικοί κατάσκοποι, και κρατούσαν τα αυτιά τους ανοικτά για τυχόν ειδήσεις εχθρικών στρατιωτικών κινήσεων εν όσω βρίσκονταν στην Βοστώνη. Τα νέα έφθασαν έτσι στο Κόνκορντ νωρίς το βράδυ της 18ης, μέσω μελών της φυλής που επέστρεφαν από την αγορά, πως ίσως ανεμένετο μια επίσκεψη των "νομίμων" αρχών την επομένη το πρωί, με σκοπό την αναζήτηση φυγάδων και πολεμοφοδίων, και την κατάλυση του Περιφερειακού Κονγκρέσσου και της όλης οργανώσεως πολιτικής ανυπακοής.
Προκειμένου να παραπλανήσουν τις αρχές στην Βοστώνη, και να τις κάνουν να πιστέψουν ότι το Μιντλέσεξ δεν είχε ιδέα, κανόνισαν να στείλουν οι επιτροπές αλληλογραφίας της Βοστώνης τρεις αγγελιαφόρους στο Μιντλέσεξ μέσα στην νύκτα, όσο πιο φανερά μπορούσαν. Αυτό κανονίστηκε υπό την καθοδήγηση του Δρ. Ιωσήφ Ουώρρεν, ο οποίος έστειλε τρεις αγγελιαφόρους κατά τον τρόπο περίπου που ο Βαν Κόρληρ είχε διασχίσει έφιππος την Νήσο Μανχάτταν, όταν οι βρεταννοί επετέθησαν στο Νέο Αμστερνταμ. Οι ιππείς αυτοί, λειτουργώντας με μια σειρά από φώτα σημάνσεως που η πολιτοφυλακή μπορούσε να τα ιδεί καλύτερα απ' ότι τους ίδιους τους αγγελιαφόρους, ξεκίνησαν δια του Μιντλέσεξ φωνάζοντας από πόρτα σε πόρτα την χαζή είδηση "Ερχονται οι βρεταννοί"―χαζή επειδή η Μασσαχουσέττη ήταν αναγνωρισμένη βρεταννική επικράτεια, ενώ το ίδιο το Μιντλέσεξ είχε βρεταννικές περιπόλους που προσπαθούσαν να τηρήσουν την τάξη. Οι τρεις αγγελιαφόροι ήσαν ο Παύλος Ρηβήαρ, που είχε ξεκινήσει από το Τσάρλεστον―ο ίδιος που είχε πάει έφιππος στο Πόρτσμουθ τότε που το Νέο Χαμπσάιρ είχε αρπάξει τα κατασχεμένα τους πολεμοφόδια―και δυο άλλοι αγγελιαφόροι, ο Ουίλλιαμ Ντώους και κάποιος Δρ. Πρέσκοτ, που εστάλησαν στο Μιντλέσεξ δια του Ρόξμπουρυ. Και οι τρεις αγγελιαφόροι συνελήφθησαν πριν πάνε μακρυά―όπως ήταν προσχεδισμένο να γίνει. Θα ήταν φανερό ότι, μετά τον προσεκτικό τρόπο που είχε διεξαχθεί το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής, ένα μήνυμα αυτής της σπουδαιότητας δεν θα εστέλλετο με τόσο λίγη προφύλαξη, με τόσο θεατρικό και φανερό τρόπο, μεταδίδοντας έτσι την είδηση σε φίλους και εχθρούς αδιακρίτως. Οι στρατιωτικές αρχές όμως, που, όπως συμβαίνει συχνά, δεν καταφέρνουν να διακρίνουν την αλήθεια μέσα σπό τέτοια προσχήματα, εξαπατήθησαν εύκολα με αυτό το τέχνασμα, και μπόρεσαν τώρα να προχωρήσουν στο συμπέρασμα ότι είχαν όντως εμποδίσει την ενημέρωση της Κομητείας Μιντλέσεξ περί της επικείμενης εφόδου. Η επιτροπή ασφαλείας του Λέξινγκτον μάλιστα, είχε κυκλοφορήσε προειδοποίηση περί της εφόδου στους κατοίκους της πόλεως από τις εννέα το βράδυ, δυο ώρες περίπου πριν ξεκινήσουν από την Βοστώνη οι τρεις ιππείς.
Εκείνη την νύκτα οι στρατιώτες πήραν διαταγή να μη επιτρέψουν σε κανένα να εγκαταλείψει την Βοστώνη―αν και η διαταγή ήλθε πολύ αργά για να εμποδίσει αυτή την θεατρική επίδειξη ιππευτικής. Σε όλες τις γύρω πόλεις, περίπολοι επιτηρούσαν προσεκτικά για τυχόν ενδείξεις διαδηλώσεων, ή συναθροίσεις κόσμου στους δρόμους, πράγματα τα οποία, όμως, δεν ήσαν μέσα στα σχέδια της πολιτικής ανυπακοής. Από την αρχή ώς το τέλος, δεν υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις, και οι βρεταννοί στρατιώτες δυσκολεύθησαν πολύ να βρουν σημάδι για να πυροβολήσουν. Μια μαζική διαδήλωση να γινόταν, σαν αυτές που άλλες χώρες βρίσκουν απαραίτητες προκειμένου περί επαναστάσεως ή διαφωνίας με τις αρχές, και ολόκληρος ο ξεσηκωμός θα καταπνιγόταν ευκολότατα. Αλλά, ιδίως την νύκτα που οι στρατιωτικοί έψαχναν για τέτοιες διαδηλώσεις, τα πάντα ησύχαζαν στο Μιντλέσεξ―φαινομενικά. Οι στρατιωτικές περίπολοι στο μητροπολιτικό τμήμα του Μιντλέσεξ δεν συνάντησαν καμμία φασαρία ή ενόχληση. Και, εκτός από την σύλληψη των τριών ιππέων με τα πλαστά μηνύματα, τίποτε το ασυνήθιστο δεν συνέβη.
Για την πραγματική μετάδοση της προειδοποιήσεως περί της επερχόμενης εφόδου, ο απλός κόσμος φυσικά δεν είχε ιδέα. Είχε περάσει μέσω των επιτροπών αλληλογραφίας, δια διαύλων που εξασφάλισαν οι οργανώσεις της Φυλής και των Υιών της Ελευθερίας, με την βοήθεια των επιτροπών ασφαλείας, οι οποίες έλαβαν τελικά το μύνημα και διέδωσαν τα νέα στους οπαδούς των σε κάθε πόλη. Τόσο μυστικά όμως έγινε αυτό που δεν έγινε ποτέ δημόσια γνωστό, και ο ιππέας Παύλος Ρηβήαρ, που, κατά την εκ των υστέρων κατάθεση, δεν έφθασε ποτέ πέρα από τους λόφους του Καίμπριτζ, πιστεύεται τώρα πως ειδοποίησε ο ίδιος τον πληθυσμό. Εκείνος και οι άλλοι δύο ιππείς, Ντώους και Πρέσκοτ, ετέλεσαν φυσικά μια σημαντική κατασκοπευτική υπηρεσία προς τους επαναστάτες, παραπλανώντας τους φρουρούς και κάνοντας τις κυβερνητικές αρχές να πιστέψουν πως πραγματοποιούσαν αιφνιδιαστική επίθεση. Ομως τα ανώνυμα μέλη της φυλής των Οκαμακαμμεσσέτων, που απέσπασαν την είδηση αναμιγνυόμενοι με τους αγρότες στο Μέγαρο Φάνεϊλ, και την μετέφεραν αθόρυβα στο Μιντλέσεξ, κουβαλώντας τάχα μαζύ τους μονάχα μιαν αδειανή από αγροτικά εμπορεύματα άμαξα, είναι οι αληθινοί δράστες της προειδοποιήσεως της Κομητείας Μιντλέσεξ και όλης της οργανώσεως της πολιτικής ανυπακοής περί της επερχόμενης επιθέσεως, που τους έδωσε την δυνατότητα να αντισταθούν με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο δια της κοινής δράσεως των πόλεων μέσα και γύρω από το Μιντλέσεξ.
Νωρίς το πρωί της 19ης, δεύτερης ημέρας του επαναστατικού επετειακού εορτασμού, αφιερωμένης στην αποκατάσταση της πουριτανικής κυβερνήσεως το 1689, γύρω στους πεντακόσιους στρατιώτες αποβιβάσθησαν από το βρεταννικό πλοίο Σόμερσετ στην ακτή του Μιντλέσεξ, στις ελώδεις παλιρροιακές εκτάσεις όπου είναι σήμερα το Ανατολικό Καίμπριτζ. Ενα δεύτερο άγημα εστάλη από την Βοστώνη δια ξηράς, μέσω του Ρόξμπουρυ και του Μπρούκλαϊν και επάνω από την γέφυρα στην πόλη του Καίμπριτζ (όπου σήμερα βρίσκεται η Γέφυρα Αντερσον), στο Μιντλέσεξ. Τα πάντα ησύχαζαν καθώς οι στρατιώτες βάδιζαν μέσα από αυτές τις πόλεις―ακόμη και στο Καίμπριτζ, τον πρώτο οικισμό του Μιντλέσεξ που συνάντησαν. Πέραν του Καίμπριτζ, τα στρατεύματα από το Σόμερσετ ενώθησαν μαζύ τους, και συνέχισαν από το ίδιο εκείνο μονοπάτι που είχε κάποτε ιδρυθεί ως ταχυδρομική οδός από τις φυλές Ιρόκων και Πενακούκων, και ακολούθησαν τον κεντρικό δρόμο προς την καρδιά του Μιντλέσεξ.
Η επόμενη πόλη που διέσχισαν ήταν η Μενοτόμη (γνωστή σήμερα ως Αρλινγκτον). Ηταν χαράματα, και οι δρόμοι και η πλατεία δημαρχείου ήσαν εντελώς άδειοι―λίαν υπόπτως άδειοι, εάν οι στρατιώτες είχαν μπορέσει να διαβάσουν τα σημάδια σωστά. Ολοι οι στρατιώτες αυτής της κατασταλτικής εξορμήσεως ήσαν κατάπληκτοι με το πόσο εύκολο ήταν, τελικά, να εισβάλουν στην τρομερή αυτή χώρα του Μιντλέσεξ―όταν ξαφνικά βρέθηκαν να βάλλονται από σφαίρες προερχόμενες από κάθε κατεύθυνση. Και όμως η πλατεία ήταν τόσο άδεια, λες και η πόλη δεν είχε κατοικηθεί επί πολύν καιρό. Οι άνδρες του λεπτού ήσαν παρόντες, παρακολουθώντας την θριαμβευτική είσοδο στην Μενοτόμη, και πυροβολώντας τους πίσω από κάθε ξύλινο φράκτη στην πόλη, εντελώς αθέατοι , ενώ οι ίδιοι έβλεπαν τα πάντα.
Αν ο στρατός είχε μπορέσει να ανταποδώσει τα πυρά, ίσως είχαν καταφέρει να διατηρήσουν ευκολότερα το ηθικό τους, αλλά τώρα τους ήταν αδύνατον έστω και να σκοπεύσουν. Δεν υπήρχε στόχος. Και εκεί, στην πλατεία της Μενοτόμης, στο σύχγρονο Κέντρο του Αρλινγκτον, άρχισαν τα πρώτα πραγματικά επαναστατικά σημάδια στην Αμερική―η επίθεση κατά του βρεταννικού στρατού, κατά των εκπροσώπων όλης της νομίμου εξουσίας στην Μασσαχουσέττη, από τους κατοίκους της μικρής κωμοπόλεως Μενοτόμης, στην Κομητεία Μιντλέσεξ, την αυγή εκείνης της επεισοδιακής ημέρας, 19 Απριλίου 1775.
Τα βρεταννικά στρατεύματα, ακόμη καταθορυβημέν από τον αόρατον εχθρό, αν και δεν είχαν υποστεί ουσιαστικές απώλειες, συνέχισαν την προέλασή τους. Υπήρχε πληροφορία ότι οι φυγάδες Ανταμς και Χάνκοκ κρύβονταν στην επόμενη πόλη, Λέξινγκτον, και έπρεπε να σπεύσουν να συλλάβουν αυτούς τους επικίνδυνους τύπους, γιατί ο βασιλέας τους ήθελε στην Αγγλία για να δικασθούν. Η εμπειρία τους από την Μενοτόμη θα μπορούσε να τους είχε προϊδεάσει κατά των αδειανών δρόμων στο Μιντλέσεξ, αλλά δεν είχαν ακόμη μάθει πώς διεξάγετο ο πόλεμος στην Αμερική. Ο στρατός πέρασε μάλιστα από το χάνι όπου διανυκτέρευαν οι Ανταμς και Χάνκοκ, και προχώρησε στην καρδιά της πόλεως του Λέξινγκτον. Ακόμη δεν φαινόταν τίποτε, και, στην εκκλησία μπροστά τους, ο δρόμος διακλαδιζόταν, ενώ πίσω από την εκκλησία, ανάμεσα σστα δύο σκέλη του δρόμου, ήταν το πράσινο της πόλεως, το πάρκο που αποτελεί το κέντρο σε κάθε πολη της Νέας Αγγλίας. Η βρεταννική πολιτοφυλακή πήρε το δεξιό σκέλος του δρόμου, και πέρασε εμπρός από την εκκλησία, όταν ξεφνικά βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι σε καμμιά διακοσαριά άνδρες του λεπτού συγκεντρωμένους στο Πράσινο του Λέξινγκτον, οι οποίοι ήσαν αθέατοι ώς τότε, εξ αιτίας της εκκλησίας που εμπόδιζε την θέα. Αυτοί οι άνδρες του λεπτού είχαν συγκεντρωθεί εκεί την νύκτα, περιμένοντας φασαρίες, και προετοιμαζόμενοι να τις αντιμετωπίσουν, ακόμη και με τα όπλα, εάν παρίστατο ανάγκη. Ο λοχαγός τους είχε διατάξει: "Κρατείστε τη θέση σας. Μη πυροβολείτε εκτός εάν σας πυροβολήσουν. Αν όμως θέλουν τον πόλεμο, ας ξεκινήσει εδώ!" Διαταγή φυσική υπό τις περιστάσεις, που απλώς έδινε κατευθύνσεις να μη ξεκινήσουν την μάχη, να είναι όμως έτοιμοι να την αντιμετωπίσουν. Αλλά το τελευταίο μέρος της διαταγής, προφητικό, όπως απέβη, φαίνεται να έχει δώσει την εντύπωση πως υπήρχε αυτή η πρόθεση. Επ' αυτού, μπορούμε πραγματικά να θυμηθούμε ότι ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει, στην Μενοτόμη μια ώρα νωρίτερα.
Αντιμέτωπος με αυτό το ανένδοτο πλήθος των ανδρών του λεπτού, ο ηγέτης της βρεταννικής κατασταλτικής αποστολής, Συνταγματάρχης Πίτκαιρν, φώναξε: "Διαλυθείτε, επαναστάτες!" Μετά, βλέποντας πως κανείς δεν έδινε σημασία σε αυτήν την "καταγγελία της ανταρσίας," φώναξε πάλι: "Διάβολε, γιατί δεν διαλύεστε;" Και εκεί επάνω οι στρατιώτες έβαλαν, σκοτώνοντας επτά άνδρες του λεπτού. Οι άνδρες του λεπτού ανταπέδωσαν τα πυρά, αλλά οι στρατιώτες συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο κύριος στόχος τους ήταν το Κόνκορντ, επιτελείο της συνομωσίας της πολιτικής ανυπακοής.
Κατά την διάρκεια των πυροβολισμών, οι φυγάδες Σαμουήλ Ανταμς και Ιωάννης Χάνκοκ, τους οποίους αναζητούσε ο στρατός, επωφελήθησαν της εξάψεως, και ξεκίνησαν από το Λέξινγκτον περπατώντας μέσα από την εξοχή προς το Γουόμπουρν, κάπου τέσσερα μίλια απόσταση. Εκεί περίμεναν την ευκαιρία να βρουν άμαξα για να τους πάει στην Φιλαδέλφεια, όπου το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο επρόκειτο να συνεδριάσει τον Μάιο. Ο Ανταμς και ο Χάνκοκ είχαν εκλεγεί αντιπρόσωποι στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο από το νομοθετικό σώμα που ο Γκαίητζ είχε διαλύσει στο Σάλεμ, και, παρά τον στρατό που είχε σταλεί να τους συλλάβει, παραβρέθησαν κατά το σχέδιο στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο.
Ο βρεταννικός στρατός συνέχισε την πορεία του μέχρι το Μπέντφορντ, όπου συνάντησε παρόμοια φασαρία όπως στην Μενοτόμη, και περί τις επτά το πρωί μπήκε στο Κόνκορντ, καταπτοημένος και με το ηθικό ήδη σοβαρά τραυματισμένο, παρά την φαινομενική του νίκη στο Λέξινγκτον. Η αντιμετώπιση αοράτων εχθρών σε μια μακριά, σκληρή πορεία δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για την διατήρηση του θάρρους ενός στρατού.
Στο Κόνκορντ, οι ίδιοι ύποπτα αδειανοί δρόμοι. Το απόθεμα των επαναστατικών πολεμοφοδίων εκεί ανακαλύφθηκε, και οι βρεταννοί το κατάσχεσαν για να το φέρουν πίσω στην Βοστώνη (πράγμα που, όπως ήλθαν τα πράγματα, έκαναν πολύ γρηγορότερα απ' όσο λογάριαζαν). Στο βάθος, στην άλλη άκρη του δρόμου, εμφανίσθηκε μια μικρή ομάδα άνδρες του λεπτού σαν εκείνους στο Λέξινγκτον, μόνο που υποχώρησαν αμέσως. Αν και η πολιτοφυλακή δεν είχε πρόθεση να προχωρήσει πέραν του Κόνκορντ, βάλθηκαν να τους κυνηγούν. Οι άνδρες του λεπτού υποχώρησαν από την γέφυρα που διασχίζει τον Ποταμό Κόνκορντ στο σημείο εκείνο―τον παληό δηλαδή Ποταμό Γουαμεσέτ που ήταν η καρδιά της γης των Οκαμακαμμεσσέτων. Οι βρεταννοί ακολούθησαν κατά πόδας. Στην γέφυρα, αναγκάσθηκαν να αραιώσουν, περνώντας λίγοι λίγοι στο στενό πέρασμα. Από την άλλη μεριά της γέφυρας, βρήκαν, όχι την μικρή ομάδα των ανδρών του λεπτού που κυνηγούσαν, αλλά ένα πλήθος κάπου τριών χιλιάδων να τους περιμένει: τους άνδρες του λεπτού όλων των γύρω πόλεων, που είχαν συρρεύσει στο Κόνκορντ στην διάρκεια της νύκτας προκειμένοι να αντιμετωπίσουν την περίσταση. Οπως στο Λέξινγκτον, οι βρεταννοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ. Τα πυρά ανταποδόθησαν από μιαν υπέρτερη αριθμητικά επαναστατική ομάδα, και οι βρεταννοί, που, εξ αιτίας της γέφυρας, δεν ήσαν σε θέση να αξιοποιήσουν τον αριθμό τους, με το ηθικό ήδη τραυματισμένο από τα προηγηθέντα περιστατικά του πρωινού, σκόρπισαν πανικόβλητοι. Κάλυψαν τρέχοντας―τρέχοντας όσο μπορούσαν―τα είκοσι και πλέον μίλια της επιστροφής μέχρι την Βοστώνη. Η υπόθεση είχε κριθεί μεταξύ του Μιντλέσεξ και της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας, και η Κομητεία Μιντλέσεξ ήταν νικηφόρα.
Η είδηση εστάλη στην ενδοχώρα της Μασσαχουσέττης περί της νίκης επί των εισβολέων, με τη συνθηματική μορφή: "Ο ήλιος τους έδυσε στο Γουόρσεστερ και το Μιντλέσεξ." Αυτό μπορεί να φαινόταν επιφανειακά σαν μήνυμα ήττας. Ομως, σε σύνδεση με την περίφημη βρεταννική καυχησιολογία ότι ο ήλιος δεν δύει ποτέ στις βρεταννικές κτήσεις, το νόημα γίνεται φανερό. Οι κάτοικοι είχαν τώρα απαλλαγεί από την στρατιωτική εξουσία, και από τους ευγενείς που τους έπαιρναν την γη τους και τους ανάγκαζαν να γίνονται δουλοπάροικοι. Από τώρα, τέρμα οι υποκλίσεις στον αφέντη. Οι αγρότες είχαν ξανακερδίσει την ελευθερία που απολάμβαναν κατά παράδοση πριν από τον καιρό του απεχθή Κυβερνήτη Ανδρος.
"Βαθειά
υποκλινότανε,
βουβά και
δουλικά, |
Από το Κόνκορντ, την πόλη που είχε χρηματίσει κέντρο της κινήσεως της πολιτικής ανυπακοής, μετρούσαν τώρα τα θεμέλια μιας ανεξάρτητης Αμερικής. Από την μάχη στην παληά γέφυρα του Κόνκορντ το πρωί της 19 Απριλίου 1775. Η επαρχία του Κόλπου της Μασσαχουσέττης άρχιζε πλέον σαφώς την επανάσταση, και η Μασσαχουσέττη κάλλιστα μπορεί να εορτάζει την επέτειο, 19 Απριλίου, τιμώντας αυτή την περίσταση, που ήταν επίσης και επέτειος της αποκαταστάσεως της λαϊκής κυβερνήσεως μετά την ανατροπή του Ανδρος. Οι επαναστάτες γιόρτασαν θαυμάσια την επέτειό τους.
120. Η Καταδίωξη. Τα βρεταννικά στρατεύματα υποχώρησαν πανικόβλητα από το Κόνκορντ, ακολουθούμενα κατά πόδας από τους άνδρες του λεπτού, που, πέραν εκείνων του Κόνκορντ, συνέρρεαν πυκνά από όλες τις κατευθύνσεις έτοιμοι να βάλουν κατά των υποχωρούντων στρατιωτών. Επαναστατικές ομάδες έκαναν την εμφάνισή τους σε όλο το μήκος της διαδρομής, μερικοί πυροβολώντας στα φανερά και επισείοντας επαναστατικά λάβαρα, με κυρίαρχο εκείνο που είχαν επινοήσει οι Οκαμακαμμεσσέτοι, το κόκκινο λάβαρο των ερυθροδέρμων φυλών, με το πεύκο που ήταν το έμβλημα των λαών των Πενακούκων, και που πρόσφατα είχα καταστεί σύμβολον ελευθερίας.
"Τα
παλληκάρια του
λαού |
Αν και πολλές ομάδες ανδρών του λεπτού ήσαν ορατές, πολύ περισσότερες ήσαν οι αόρατες, που ωστόσο έβαλλαν, κατά τον τρόπο των ερυθροδέρμων, πίσω από δένδρα, φράκτες, και όποια άλλη κρυψώνα μπορούσαν να βρουν. Η καταδίωξη συνεχίσθηκε μέσα από το Λέξινγκτον και την Μενοτόμη. Εδώ ο βρεταννικός στρατός χωρίσθηκε, και ένα μέρος πήγε προς την Τσάρλσταουν, ανώ το άλλο προς το Ρόξμπουρυ. Εκείνοι που τράβηξαν για την Τσάρλσταουν πέρασαν μέσα από το Μέντφορντ, όπου νέες ομάδες ανδρών του λεπτού από το μακρυνό Λυνν και το Σάλεμ ήσαν έτοιμοι να τους υποδεχθούν με τουφέκια και σφαίρες. Στην Τσάρλσταουν όμως αντάμωσαν και άλλους στρατιώτες, οι οποίοι τελικά τους οδήγησαν ασφαλείς στο Σόμερσετ ή την Βοστώνη. Η άλλη ομάδα, τρέχοντας μέσα από το Καίμπριτζ και το Ρόξμπουρυ, είχε να διανύσει περισσότερη απόσταση, δεν χρειαζόταν όμως να περιμένει την βοήθεια πλοιαρίων για να φθάσει στην Βοστώνη. Σε όλο τον δρόμο οι πυροβολισμοί πίσω από δένδρα και φράκτες τους ανάγκαζαν να βελτιώνουν την ταχύτητά τους, ή ακόμη και από ανθρώπους που τους έβλεπαν, αλλά που η βιασύνη τους δεν τους επέτρεπε να ανταποδώσουν τα πυρά. Μέσα απ' το Καίμπριτζ λοιπόν, πάνω από τον Ποταμό Τσαρλς, μέσα από τις πεδιάδες δυτικά του ποταμού, η καταδίωξη συνεχιζόταν. Μετά, στην περιοχή των λόφων του Μπρούκλαϊν, όπου ο δρόμος περιστρέφεται ανάμεσα στους λόφους της πόλεως. Από τα παρατηρητήριά τους επάνω στους Λόφους Κόρεϋ και Ασπινγουωλλ οι άνδρες του λεπτού του Μπρούκλαϊν, αόρατοι οι ίδιοι, άνοιξαν πυρ. Δεν χρειάσθηκε να τους ειδοποιήσουν αγγελιαφόροι για την προσέγγιση, γιατί από την κορυφή του Λόφου Κόρεϋ μπορούσαν να βλέπουν το στράτευμα να πλησιάζει μια ώρα προτού να φθάσει στο Μπρούκλαϊν. Τώρα πια ο πανικός των βρεταννών στρατιωτών είχε ενταθεί πολύ, και, με την Βοστώνη ουσιαστικά προ οφθαλμών, διπλασίασαν την ταχύτητά τους. Μέσω του Ρόξμπουρυ, όπου συνάντησαν τα ίδια πυρά από τον Λόφο Πάρκερ και τα Υψώματα, και πάνω από τον Λαιμό της Βοστώνης, τον ισθμό που ήταν τότε η μόνη σύνδεση της Βοστώνης με την στερηά, αν και σήμερα τα παλιρροιακά πεδία και από τις δύο μεριές του έχουν παραχωθεί εντελώς. Στην διασταύρωση του δρόμου στο Ρόξμπουρυ που έκτοτε πήρε το όνομα Οδός Ουώρρεν, μπορούσαν να διακρίνουν τους άνδρες του λεπτού από το Ντόρτσεστερ να πλησιάζουν τον δρόμο, για να προστεθούν στην καταδίωξη. Από την Βοστρώνη βγήκαν ενισχύσεις για να συναντήσουν τους βρεταννούς, και να τους οδηγήσουν ασφαλείς στην πόλη, ενώ οι άνδρες του λεπτού του Ρόξμπουρυ και του Ντόρτσεστερ, διώκοντάς τους, σταμάτησαν στον ισθμό, και χαρακώθηκαν πίσω από ένα χαράκωμα που κατασκεύασαν κάθετα στον ισθμό περίπου στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο υπερυψωμένος σταθμός της Οδού Νορθχάμπτον. Εδώ μπορούσαν να παραμένουν αθέατοι, και, με τους ελάχιστους δυνατούς άνδρες, μπόρεσαν να εγκλωβίσουν τις αρχές στην Βοστώνη. Η πολιορκία της Βοστώνης είχε αρχίσει, και, μέσα στην ίδια εκείνη μέρα, την 19 Απριλίου 1775, είχε ξεκινήσει η επανάσταση, η ενδοχώρα της Μασσαχουσέττης είχα απαλλαγεί από όλες τις νόμιμες εξουσίες, και το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής, έχοντας μετατραπεί τώρα σε όργανο ενεργούς αντιθέσεως, ήταν κυρίαρχο στην επικράτειά του.
Ανδρες του λεπτού των εξής πόλεων του Μιντλέσεξ και των πέριξ αυνέβαλαν στην μάχη και την καταδίωξη εκείνη την επεισοδιακήν ημέρα, Τετάρτη, 19 Απριλίου 1775, όταν άρχισε η επανάσταση στην Αμερική:
Ακτον | Μπέντφορντ | Μπιλλέρικα | Μπρούκλαϊν |
Μπέβερλυ | Καίμπριτζ | Κάρλαϊλ | Τσάρλσταουν |
Τσέλμσφορντ | Κόνκορντ | Λέξινγκτον | Ντέντχαμ |
Ντόρτσεστερ | Φράμιγχαμ | Λέξινγκτον | Λίνκολν |
Λυνν | Λίττλτον | Μέντφορντ | Μίλτον |
Μενοτόμη | Νήντχαμ | Νιούτον | Πέππερελλ |
Ρόξμπουρυ | Ρήντινγκ | Σάλεμ | Στόου |
Σούντμπερυ | Γουώτερταουν | Ουέστφορντ | Γουόμπουρν |
Αυτές οι τριάντα δύο πόλεις ξεκίνησαν την αντίσταση κατά των "νομίμως κατεστημένων αρχών," και άρχισαν μιαν επανάσταση η οποία έμελλε να οδηγήσει στην ανεξαρτησία της Αμερικής. Αυτές οι τριάντα δύο πόλεις της Μασσαχουσέττης μπορούν κάλλιστα να θεωρούνται ο πυρήνας των ανεξάρτητων Ηνωμένων Πολιτειών.
Κεντρική Σελίδα Περιεχόμενα Επόμενο