Κεντρική Σελίδα των Αρχείων Περιεχόμενα Επόμενο Κεφάλαιο
ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ W. J. Sidis Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX
ΠΡΟΚΛΗΣΗ
104β. Το Κονγκρέσσο του Νόμου της Σφραγίδος. Η προσπάθεια της Αγγλίας να αναγκάσει την Αμερική να πληρώσει για τον πόλεμο κατέληξε σε μια σειρά φορολογικών μέτρων, όπως είδαμε ήδη, που δυσαρεστούσαν ιδιαίτερα τους κύκλους των "λαθρεμπόρων," ενώ υπήρχε η αίσθηση ότι η Αμερική εφορολογείτο προκειμένου να δοθεί στην Αγγλία η δυνατότητα να καταστείλει καλύτερα την λαϊκή κυβέρνηση. Ακόμη, ο περιορισμός της μεταποιήσεως αποδείχθηκε δύσκολο καθήκον για τις βρεταννικές αρχές στην Αμερική, αφού το χαρτί, ο ρουχισμός, και πολλά άλλα είδη κατσκευάζοντο στην Νέαν Αγγλία, παρ' όλες τις βρεταννικές προσπάθειες καταστολής αυτού του είδους της δραστηριότητας.
Το 1765, το βρεταννικό Κοινοβούλιο συνέλαβε ένα σχέδιο επιβολής της φορολογίας παράλληλα με την καταστολή ορισμένων αμερικανικών μεταποιητικών δραστηριοτήτων. Ο καλούμενος Νόμος της Σφραγίδος απαιτούσε όλες οι εφημερίδες, διαφημίσεις, νομικά έγγραφα, διαθήκες, και πολλά άλλα είδη εγγράφων να γίνονται επί ειδικού ενσφραγίστου χάρτου. Πρόθεση ήταν η γενική φορολόγηση της Αμερικής, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε πλήγμα κατά της παράνομης χαρτοποιΐας που δρούσε στην Αμερική. Εάν είχε πλήρως επιβληθεί, χιλιάδες αμερικανοί θα είχαν μείνει χωρίς απασχόληση, και ως αποτέλεσμα τα πάντα στην Αμερική θα επλήττοντο.
Εκτεταμένη αντίθεση προκλήθηκε σε όλες τις αμερικανικές αποικίες από τον νόμο αυτόν, η οποία όμως ήταν κυρίως μια αποκρυστάλλωση του ανταγωνισμού κατά της Αγγλίας, που αυξάνετο ως αποτέλεσμα άλλων αιτίων. Για την Ενωση των Οκαμακαμμεσσέτων στην Μασσαχουσέττη, η συγκεκριμένη περίσταση της φορολογίας δεν είχε και μεγάλη σημασία, αφού σκοπός της ήταν η δημιουργία μιας οργανώσεως παρόμοιας με το φυλετικό σύστημα, όπου η διοίκηση ήταν υπόθεση αυτάρκης, και δεν απαιτούσε καμμιά συνδρομή για να λειτουργεί. Ομως η συνδυασμένη προβολή της αγγλικής εξουσίας με την επιβολή των αγγλικών αγαθών που αυτή συνεπέφερε, ανάγκαζε τις φυλές να πάρουν θέση, όχι μαζύ με εκείνους που διαμαρτύροντο κατά του Νόμου της Σφραγίδος, παρά προκειμένου να κατευθύνουν αυτήν τη διαμαρτυρία, ώστε να βοηθήσουν τα μυστικά εργοστάσια και τους αγρότες, και να οδηγήσουν την υπόθεση σε κρίση. Οι Υιοί της Ελευθερίας, συνεπώς, ήσαν έτοιμοι να βοηθήσουν σε όποιες διαδηλώσεις επί του θέματος, και, ενώ αυτά γίνονταν στην Μασσαχουσέττη, οι Ενώσεις των Υιών της Ελευθερίας σε άλλα μέρη ακολουθούσαν από κοντά. Οταν το ενσφράγιστο χαρτί εστάλη στην Βοστώνη, οι Υιοί της Ελευθερίας, για να διατηρήσουν το μποϋκοτάρισμα των βρεταννικών αγαθών, άρπαξαν και έκαψαν το χαρτί. Σε άλλα λιμάνια, οι Υιοί της Ελευθερίας ξεκίνησαν διαδηλώσεις, αλλά χωρίς να προχωρήσουν περισσότερο.
Τον Οκτώβριο του 1765, αντιπρόσωποι από τα διάφορα αποικιακά νομοθετικά σώματα συναντήθησαν στην Νέα Υόρκη για να συντάξουν ένα υπόμνημα προς το βρεταννικό κοινοβούλιο για την ανάκληση του Νόμου της Σφραγίδος. Αυτό έγινε γνωστό ως το Κονγκρέσσο του Νόμου της Σφραγίδος, και υπήρξε πολύ πιο εφήμερο ακόμη και από τα παροδικά Κονγκρέσσα του 1690 και του 1754, αφού σε αυτήν την περίπτωση οι αντιπρόσωποι συνήλθαν για την σύνταξη ενός και μόνο εγγράφου, και το Κονγκρέσσο διαλύθηκε μόλις συνετελέσθη το έργο αυτό.
Το Κονγκρέσσο αυτό δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει ή να επαναστατήσει, αποτελούσε μάλλον μια ομάδα πιστών υπηκόων που ζητούσαν έλεος από τους αφέντες τους. Εν τούτοις, ήταν αισθητή σε συτό η επίδραση των οργανώσεων των "Υιών της Ελευθερίας," και η αντιπροσωπεία της Μασσαχουσέττης κατάφερε να καταστήσει το ζήτημα του Νόμου της Σφραγίδος το θεωρητικό πλαίσιο για τα ατομικά και αποικιακά δικαιώματα, πράγμα που δείχνει πως το θέμα των εργοστασίων και της γης της αποικίας αυτής, και οι ιδέες των ατομικών δικαιωμάτων που αυτό γεννούσε, είχαν επηρεάσει την αντιπροσωπεία. Το υπόμνημα στην τελική μορφή του, όπως εστάλη στην Αγγλία, ζητούσε την ανάκληση του Νόμου της Σφραγίδος, αλλά περιελάμβανε επίσης και δηλώσεις των ιδεών της Νέας Αγγλίας περί πολιτικών και αποικιακών δικαιωμάτων, που σημτοδοτούσαν την προέλευσή τους. Οσο για τα ατομικά δικαιώματα, οι διεκδικήσεις ήσαν ουσιαστικά ό,τι είχε διεκδικήσει η Μασσαχουσέττη κατά τις διαμάχες περί των χαρτών στα τέλη του δεκάτου εβδόμου αιώνα, και ό,τι οι Πουριτανοί είχαν διδαχθεί από την Ομοσπονδία Πενακούκ. Παρ' ότι η φορολογία δεν εθεωρείτο σπουδαίο πρόβλημα από τους Οκαμακαμμεσσέτους, η Φυλή κατάφερε να εισαγάγει στο Κονγκρέσσο του Νόμου της Σφραγίδος ένα σύνθημα που έθετε το ζήτημα ευθέως επάνω στην βάση των δημοκρατικών ιδεωδών των λαών των Πενακούκων, "Οχι φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση," με την θεωρία ότι οι αποικίες στην Αμερική μπορούσε μόνον να φορολογούνται από τα δικά τους νομοθετικά σώματα, και όχι από το βρεταννικό κοινοβούλιο, στο οποίο η Αμερική δεν αντιπροσωπευόταν. Κατ' επέκταση, αυτή η δήλωση χρησιμοποιήθηκε και για άλλα κανονιστικά ζητήματα, αμφισβητώντας έτσι τον έλεγχο της Αμερικής από μέρους της Αγγλίας. Το σύνθημα αυτό έμελλε να γίνει η φράση κλειδί στις επόμενες προστριβές για το θέμα της φορολογίας μεταξύ Αγγλίας και Αμερικής.
Αν και το ζήτημα των φόρων δεν έδειχνε να αρκεί από μόνο του για να οδηγήσει σε εξέγερση, πρόσφερε κάποια στήριξη στις τάσεις εξεγέρσεως που υπήρχαν τόσο στην Νέαν Αγγλία όσο και στον Νότο. Η θεωρία που εξέφραζε το υπόμνημα του Κονγκρέσσου―αποκλειστικά νεοεγγλέζικη, και χρονολογούμενη από τα προηγούμενα προβλήματα της Μασσαχουσέττης σχετικά με τον χάρτη της επί Καρόλου Β―ότι οι αποικιακοί χάρτες νομιμοποιούσαν τις αμερικανικές επαρχίες να αυτοκυβρνώνται ανεξαρτήτως επεμβάσεων της Αγγλίας, ήταν ένα πρότυπο προς το οποίο μπορούσαν να ευθυγραμμίζονται οι επαναστατικές τάσεις οιασδήποτε χροιάς. Και η επιτυχία της επιρροής των Οκαμακαμεσσέττων να πείσει το Κονγκρέσσο του Νόμου της Σφραγίδος ώστε να υποστηρίξει αυτή την θεωρία, ήταν ένα ακόμη βήμα που έσπρωξε τους ειρηνικώς διαμαρτυρομένους κατά της φορολογίας να σφίξουν το χέρι των επαναστατών. Η ίδια επιρροή κατέγραψε, για πρώτη φορά, ως επίσημη διακήρυξη ενός λαού, μια διακήρυξη των πολιτικών και αντιπροσωπευτικών δικαιωμάτων.
Το σύνθημα "όχι φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση" συνέβη να "λακτίσει προς κέντρα" στην Αγγλία, αφού έθεσε αμέσως το ζήτημα των νεοφανών βιομηχανικών πόλεων όπως το Μάντσεστερ, για τις οποίες δεν είχε προβλεφθεί κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Ετσι η ίδια η υπόθεση δημιούργησε διχόνοια επί του Αμερικανικού ζητήματος στην Αγγλία, αν και το Κοινοβούλιο ως σύνολο επέμενε στην εξουσία του επί της Αμερικής, και αντιμετώπιζε την πρόκληση της θεωρίας της Μασσαχουσέττης για τους αποικιακούς χάρτες τραβώντας το αντίθετο άκρο, συγκεκριμένα, πως όλοι οι αποικιακοί χάρτες ήσαν άκυροι, αφού οι νομοθετικές εξουσίες του Κοινοβουλίου επί της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να εκχωρηθούν σε άλλα σώματα, όπως τα νομοθετικά σώματα των αποικιών. Πως οι αμερικανικές αποικίες δεν είχαν στην πραγματικότητα κανένα δικαίωμα αυτοκυβερνήσεως, και πως όλοι οι αποικιακοί νόμοι, που δεν είχαν κυρωθεί στο Λονδίνο, ήσαν ατελείς και ανίσχυροι. Επρόκειτο προφανώς για πάλη μέχρις εσχάτων μεταξύ αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων και Βρεταννικού Κοινοβουλίου για το πάνω χέρι―αλλά, ώς τώρα, η πάλη ήταν μόνο στα χαρτιά, και περιοριζόταν, από αμερικανικής πλευράς, από το γεγονός ότι η αμερικανική επίκληση των χαρτών ήταν στην πραγματικότητα επίκληση της βασιλικής εξουσίας σε αντιπαράθεση με την κοινοβουλευτική, και συνιστούσε μια δήλωση υποταγής της Αμερικής στο βρεταννικό στέμμα, αλλά όχι και στο κοινοβούλιο, το οποίο δεν είχε λόγο, όταν παραχωρούντο οι χάρτες.
Το Κονγκρέσσο αυτό, όντας προσωρινός οργανισμός, δεν ετόνισε περισσότερο την ανάγκη ή την σκοπιμότητα της συνομοσπονδίας στις αποικίες, έθεσε όμως το θεμέλιο για μελλοντικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Χρησίμευσε επίσης στην χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των νομοθετικών σωμάτων, των εκλεγμένων από τους αμερικανούς, και των κυβερνητών και δικαστών, που είχαν σταλεί από την Αγγλία (πλην των περιπτώσεων του Κοννέκτικατ και της Ρόουντ Αϊλαντ, όπου ακόμη και αυτοί εκλέγοντο επί τόπου).
Το υπόμνημα του ειδικού Κονγκρέσσου απορρίφθηκε, και ο Νόμος της Σφραγίδος εφαρμόσθηκε - στα χαρτιά. Αλλά το μποϋκοτάρισμα των βρεταννικών εισαγωγών υπήρξε, στις περισσότερες αποικίες, πολύ αποτελεσματικώτερο, και ο Νόμος της Σφραγίδος αγνοήθηκε παντελώς από τις περισσότερες αμερικανικές αποικίες. Είναι αλήθεια, ότι λίγοι νομιμόφρονες υπήκουσαν με την θέλησή τους στον νόμο, ενώ η πόλη της Νέας Υόρκης, απ' όπου ένα κονγκρέσσο αποτελούμενο κυρίως από ξένους είχε εκδώσει την διακήρυξη των δικαιωμάτων, ήταν πρόθυμη να υποβάλει αίτηση ανακλήσεως προς τις βρεταννικές αρχές, αλλά, ως επί το πολύ, δεν ήθελε να ακολουθήσει μέχρι του σημείου να συμμετάσχει σε μια γενική αμφισβήτηση της καθιερωμένης εξουσίας, αν και μερικοί από τους Υιούς της Ελευθερίας επεχείρησαν να διαδηλώσουν υπέρ του μποϋκοταρίσματος, επιτυγχάνοντας να τις φάνε από τον λαό της πόλεως.
Στο μεγαλύτερο μέρος, εν τούτοις, της Αμερικής, η επιβολή του νόμου αυτού απέβη ουσιαστικά αδύνατη. Ως τρόπος προσπορίσεως εισοδήματος για την Αγγλία απέτυχε πλήρως, γιατί το κόστος επιβολής του ήταν δεκαπλάσιο από το εισπραχθέν εισόδημα. Πολλές εφημερίδες, αντί να τυπώνονται στο ενσφράγιστο χαρτί που απαιτούσε ο νόμος, εμφανίσθησαν τυπωμένες σε αμερικανικό χαρτί, που έφερε νεκροκεφαλή και διασταυρούμενα οστά, στο σημείο που έπρεπε να φαίνεται η σφραγίδα.
Κάποια μείωση στο ποσό του φόρου της σφραγίδος επιχειρήθηκε αργότερα, απέτυχε όμως ως μέσον συνδιαλλαγής. Η απάντηση ήλθε από την Βοστώνη, ότι δεν ήταν θέμα "ειρήνης παρά αρχής," απάντηση χαρακτηριστική του Γιάνκη, για τον οποίον η αρχή ήταν ανέκαθεν, όπως και οι αρχές του Πενακούκου που κατοικούσε στην χώρα πριν από αυτόν, ζήτημα πρώτιστης και θεμελιώδους σημασίας.
Την ίδια περίπου εποχή, το παληό επαναστατικό έμβλημα του Πεύκου της Μασσσαχουσέττης, που με την σειρά του ήταν το έμβλημα των φυλών των Πενακούκων, αποτυπώνοντας τα πευκοδάση της Νέας Αγγλίας και τον τύπο της έμφυτης ελευθερίας τους, ετέθη σε χρήση με τροποποιημένη μορφή ως σύμβολο διαμαρτυρίας κατά της αυθαίρετης εξουσίας. Το Πεύκο παρέμενε το έμβλημα των επαναστατών της Μασσαχουσέττης, ιδίως των οπαδών των Οκαμακαμμεσσέτων, ενώ εκείνοι που προτιμούσαν τις πιο συγκεντρωτικές μορφές διαμαρτυρίας, που ενεθάρρυναν οι Υιοί της Ελευθερίας στις αποικίες στο σύνολό τους, χρησιμοποιούσαν το σύμβολο με την παραλλαγμένη μορφή ενός ψηλού κονταριού―το Πεύκο χωρίς τις βελόνες του. Αυτά τα "κοντάρια της ελευθερίας" έπαιξαν μεγάλο ρόλο στις επακόλουθες διαδηλώσεις κατά των διαφόρων εξουσιών στην Αμερική, και αργότερα υιοθετήθησαν ως επαναστατικό έμβλημα και σε άλλες χώρες.
105. Εισβολή στην Βοστώνη. Το 1767, μετά από δυο χρόνια μάταιης προσπάθειας εισπράξεως κάποιου εισοδήματος για την Μεγάλη Βρεταννία από τον φόρο της σφραγίδος, το Αγγλικό Κοινοβούλιο, αποφασισμένο ακόμη να κάνει την Αμερική να πληρώσει το κόατος του τελευταίου πολέμου, απέσυρε τον Νόμο της Σφραγίδος προκειμένου να αποφύγει την μεγάλη αφαίμαξη του θησαυρού της Αγγλίας, αλλά τον αντικατέστησε με την φορολόγηση ορισμένων εισαγωγών. Και, για να τιμωρήσει την Αμερική για την αντίστασή της, εξουσιοδότησε τις βρεταννικές στρατιωτικές αρχές να καταλαμβάνουν οποιοδήποτε μέρος των αμερικανικών αποικιών εις βάρος των αποίκων.
Καθώς η Βοστώνη εθεωρείτο "φυτώριο εξεγέρσεως," εκεί ακριβώς επιβλήθηκε το στρατιωτικό μέρος του μέτρου, και, τον Δεκέμβριο του 1768, τέσσερις καραβιές στρατιωτών αποβιβάσθησαν στο Λονγκ Ραφ στην Βοστώνη, με ένα φορτίο εφοδίων και οπλισμού που έδωσε σε κάποιους από τους κατοίκους της πόλεως την ενύπωση πως θα αρκούσε για ολόκληρη πολιορκία.
Οι νέοι φόροι, αντί να αποδώσουν εισπράξεις, αύξησαν τουναντίον το λαθρεμπόριο. Στην Βοστώνη, όπως και σε πολλά άλλα μέρη των αμερικανικών αποικιών, εισάγοντο είδη από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία (ενώ απαγορευόταν να εισάγονται τέτοια εμπορεύματα παρεκτός μέσω της Αγγλίας), και το μποϋκοτάρισμα των βρεταννικών προϊόντων που τηρούσαν οι ενώσεις των Υιών της Ελευθερίας παρείχε ένα επί πλέον κίνητρο γι' αυτή την διαδικασία. Αυτήν την φορά, επλήγη η Νέα Υόρκη, καθώς οι εισαγωγές ήσαν η βασική επιχείρηση στην πόλη αυτή, και πολλοί επίδοξοι αντίπαλοι της φορολογίας μεταξύ των νεοϋρκέζων εμπόρων έσπευσαν να πλαισιώσουν τους Υιούς της Ελευθερίας, κατακλύζοντας αυτήν την οργάνωση, και στρέφοντας την πολιτική από το μποϋκοτάζ (το οποίο θα κατέστερφε τον εισαγωγικό τομέα) στις δοσοληψίες μόνον με μη φορολογήσιμα αγαθά. Οι υποστηρικτές του μποϋκοτάζ αποκλήθησαν "ριζοσπάστες," και κατηγορήθησαν ότι προσπαθούσαν να καταστρέψουν την αριστοκρατία στην Νέαν Υόρκη (ιεροσυλία κατά κάποιον τρόπο προφανώς), και να φέρουν την Νέα Υόρκη στην "ισοπεδωτική τάση της Νέας Αγγλίας." Οι Υιοί της Ελευθερίας έγιναν έτσι στην Νέα Υόρκη όργανο της αριστοκρατίας και των πλουσίων, από το οποίο τα επαναστατικά στοιχεία γρήγορα "εξοστρακίζοντο," παρ' όλα ταύτα.
Εν τω μεταξύ, η στρατιωτική κατοχή της Βοστώνης, με τους βρεταννούς στρατιώτες να παρελαύνουν επιδεικτικά στους δρόμους και να επιτάσσουν τα σπίτια των κατοίκων που αναγκάζονταν να τους ταΐζουν, ξεσήκωνε την οργή μιας ήδη εξεγερμένης Νέας Αγγλίας. Οι συγκρούσεις κάθε λογής στους δρόμους, μεταξύ στρατιωτών και πολιτών, ήσαν συχνές στους δρόμους της Βοστώνης, ενώ ιδιαιτέρως οι εργάτες ήσαν τα θύματα απρόκλητων επιθέσεων από μέρους των στρατιωτών, καθώς ήσαν μονόμως ύποπτοι διασυνδέσεως με τα μυστικά εργοστάσια για τα οποία οι στρατιώτες εγνώριζαν μεν, αλλά δεν μπορούσαν ποτέ να τα βρουν. Το Κοινό της Βοστώνης, το μεγάλο πάρκο που υποτίθεται ότι αποτελούσε κοινή περιουσία των κατοίκων της πόλεως, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό επιτελείο, ενώ ο βάλτος του Κοινού στην μεριά του ποταμού, χωρισμένος από το κύριο μέρος με μια γλώσσα γης, εχρησιμοποιείτο για συχνές επαναστατικές επιδρομές. Η αντιπαράθεση μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Αργά το απόγευμα της Δευτέρας, 5 Μαρτίου 1770, μια ομάδα εργατών επιστρέφοντας από την δουλειά περνούσαν από την πλατεία της Οδού Βασιλέως, όπου η τυραννία του Κυβερνήτη Ανδρος είχε ανατραπεί ογδονταένα περίπου χρόνια ενωρίτερα. Εκεί εδέχθησαν τις προκλήσεις μιας ομάδας στρατιωτών, που περιπολούσαν στο μέρος ζητώντας φασαρίες. Αρχισε ο καυγάς, και πολλοί συμπαθούντες ήλθαν εις βοήθεια των εργατών, γεμίζοντας την πλατεία με ένα ερεθισμένο πλήθος, σαν εκείνο που είχε κατακλύσει το ίδιο μέρος τότε που είχε καθαιρεθεί ο Ανδρος. Ξανά μια ομάδα τολμηρών βοστωνέζων βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι σε μια βρεταννική πολιτοφυλακή στο ίδο ακριβώς σημείο, αν και την φορά αυτή, όπως φαινόταν, για να μεσολαβήσει σε μια "φιλική διευθέτηση." Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, οι στρατιώτες έβαλαν αδιακρίτως κατά του πλήθους, σκοτώνοντας έξι άνδρες και τραυματίζοντας άλλους τριάντα. Η ομάδα διαλύθηκε, αλλά η φλόγα της δυσαρέσκειας που άφησε το περιστατικό έμελλε να κρατήσει πολλά χρόνια. Κάθε χρόνο, στις 5 Μαρτίου, επέτειο της συμπλοκής, ετελούντο μυστικές επιμνημόσυνες λειτουργίες για τα θύματα αυτού που οι ομιλητές αποκαλούσαν "η Σφαγή της Βοστώνης." Αυτό το ετήσιο μνημόσυνο έδινε στα επαναστατικά στοιχεία, υπό την καθοδήγηση των Οκαμακαμμεσσέτων που θεωρούσαν εαυτούς πάντοτε σε πόλεμο με την Μεγάλη Βρεταννία, μια θαυμάσια ευκαιρία να διαδίδουν την αίσθηση πως αυτό θα παρέμενε μια ανεξίτηλη κηλίδα στην Μασσαχουσέττη μέχρι την απαλλαγή της Βοστώνης από την στρατιωτική κατοχή, κάτι που τελικά εκπληρώθηκε μια μαρτιάτικη ημέρα έξι χρόνια αργότερα.
Οι στρατιώτες που συμμετείχαν στο επεισόδιο παρεπέμφθησαν σε μια παρωδία δίκης από τον Κυβερνήτη Χάτσινσον, και απηλλάγησαν με συνοπτική διαδικασία, αυξάνοντας, φυσικά, με αυτόν τον τρόπο το μένος του λαού εναντίον της διοικήσεως. Λέγεται, πάντως, πως ο Χάτσινσον, όταν αργότερα στον βίο του αντιμετώπιζε προβλήματα λαιμού, συνήθιζε να λέγει ότι τον έπνιγε το αίμα της Σφαγής της Βοστώνης.
106. Ο Νότος Αψηφά την Διακήρυξη. Εν τω μεταξύ, ο Νότος είχε δικούς του λόγους διαφορών με την βρεταννική εξουσία, εντελώς διφορετικούς από ό,τι κυριαρχούσε στην Νέαν Αγγλία. Οπως είδαμε, μια μικρή παρέα πολιτών της Βιρτζίνιας ήταν εκείνη που ξεκίνησε τον Μεγάλο Πόλεμο του Οχάιο, προκειμένου να πλουτίσουν οι ίδιοι με την περιοχή της ενδοχώρας, πίσω από τα βουνά, στην Κοιλάδα του Οχάιο. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες του Νότου, ιδίως της Βιρτζίνιας, εξαπλούντο τόσο ταχύτερα απ' όσο απαιτούσε ο πληθυσμός, ώστε έφθασαν να αρπάξουν εδάφη στην Κοιλάδα του Οχάιο, για τα οποία χρειάσθηκε τότε να πολεμήσουν με την Γαλλία. Ο πόλεμος τελείωσε, με νίκη της Αγγλίας, και η Γαλλία εκδιώχθηκε όλως δι' όλου από την βορειοαμερικανική ήπειρο. Αλλά η διακήρυξη της βασιλικής ειρήνης του 1763 ξεχώριζε κάποια εδάφη πίσω από τα βουνά για τις φυλές των ερυθροδέρμων, πράγμα που εξόργισε τους αριστοκράτες και τους καταπατητές γης του νότου, οι οποίοι πάντως έσπευσαν να ιδιοποιηθούν την περιοχή, αψηφώντας την διακήρυξη. Ακόμη και τα πιο φτωχά στοιχεία των νοτίων επαρχιών, αναζητώντας καταφύγιο να γλυτώσουν από την αριστοκρατία, προσπαθούσαν να προχωρήσουν στην ενδοχώρα πριν από τους αριστοκράτες.
Το 1768, μια ομάδα τέτοιων τυχοδιωκτών συγκεντρώθησαν στα βουνά της Βόρειας Καρολίνας, για να στήσουν τα σπίτια τους στην μυστική δυτική περιοχή πέρα από τις βουνοκορφές, όπου οι ερυθρόδερμοι των μεγάλων λόφων τοποθετούσαν τον "Μακάριο Κυνηγότοπο," ή Κέντα-Κη, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών. Αυτοί οι επίδοξοι έποικοι, τότε, ξεκίνησαν μέσα στα βουνά να βρουν την μυστηριώδη χώρα που ονόμασαν "Κεντάκυ," και τελικά βγήκαν στην περιοχή των λειβαδιών νοτίως του Ποταμού Οχάιο, όπου εγκαταστάθησαν αγνοώντας παντελώς τους Τσερόκους κατοίκους, που ήδη κατείχαν την τοποθεσία. Οι αρκετές πόλεις που σχηματίσθησαν έτσι πέρα από τα βουνά συγκροτήθησαν σε αποικιακή διοίκηση που ονομάθηκε Τρανσυλβανία (Πέρα από τα Δάση), η οποία, αν και αναγνώριζε πάντα την βρεταννική επικυριαρχία κατά κάποιον τρόπο, δεν έπαυε καθεαυτή να αποτελεί άμεση αμφισβήτηση της βρεταννικής εξουσίας, και ήταν κατ' ουσίαν, στην πράξη, ανεξάρτητη δημοκρατία, που πολεμούσε κατά των Τσερόκων, οι οποίοι ήσαν σύμμαχοι των βρεταννών.
Μια παρόμοια εξόρμηση τον επόμενο χρόνο κατέληξε στην δημιουργία μιας ακόμη ομάδος κωμοπόλεων πέρα από τα βουνά, κοντά όμως στους πρόποδες των λόφων στην δυτική πλευρά, και για τούτο πολύ προς τα νοτιοανατολικά των οικισμών της Τρανσυλαβανίας. Οργανώθηκε γι' αυτές ένα σύστημα διοικήσεως, υπό το όνομα Βατάουγκα. Ετσι τα στοιχεία αυτά του πληθυσμού του νότου, επιχειρώντας να διαφύγουν προς δυσμάς από τους αριστοκράτες της Βιρτζίνιας και της Καρολίνας, ίδρυσαν ουσιατικά δύο ανεξάρτητες δημοκρατίες, των οποίων η κατάσταση ήταν ανάλογη προς εκείνη του Βέρμοντ προς βορράν, εκτός του ότι ήσαν περισσότερο εκτός νόμου από το Βέρμοντ, κατά το ότι οι βρεταννοί επέτρεψαν μεν επισήμως την εγκατάσταση στο Βέρμοντ, αλλά την απαγόρευαν στην Τρανσυλαβανία και την Βατάουγκα. Αυτές οι δύο λειψές δημοκρατίες υπήρξαν τα θεμέλια των σημερινών πολιτειών του Κεντάκυ και του Τεννεσσή.
Η αριστοκρατία της Βιρτζίνιας, στο μεταξύ, δεν είχε πρόθεση να αφήσει ήσυχους ούτε αυτούς τους ανθρώπους πέρα απ' τα βουνά ούτε τα χώματα που καλλιεργούσαν, και βρήκαν πως ο παλαιός χάρτης της Βιρτζίνιας τους παραχωρούσε απεριορίστως έδαφος προς δυσμάς και βορειοδυτικά μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Αυτό είχε γίνει όταν δεν είχαν δημιουργηθεί οικισμοί, και όταν οι βασιλείς χάριζαν ελεύθερα την ξένη επικράτεια. Το γεγονός, ότι έκτοτε η περιοχή πέρα από τα βουνά είχε παραδοθεί από την Αγγλία στην Γαλλία, προφανώς δεν σήμαινε τίποτε για τους "καταπατητές," των οποίων οι προηγούμενες πράξεις αρπαγής της επικρατείας από την Γαλλία και τις φυλές των ερυθροδέρμων είχε οδηγήσει στον πόλεμο. Εγινε, επομένως, κάθε προσπάθεια για την καταστολή των αυτοκυβερνουμένων διοικήσεων στην Τρανσυλβανία και την Βατάουγκα, και την υπαγωγή τους στην διακυβέρνηση της Βιρτζίνιας. Και αυτό όμως απαγορευόταν από την βασιλική διακήρυξη, πράγμα που σήμαινε ότι πίσω στην Βιρτζίνια, η αριστοκρατία ετοιμαζόταν να πολεμήσει την Αγγλία για την κατοχή και τον έλεγχο της περιοχής πίσω από τα βουνά. Τόσο η βρεταννική κυβέρνηση όσο και η αριστοκρατία της Βιρτζίνιας ήσαν σύμφωνες υπέρ της καταστολής των δυτικών κυβερνήσεων. Η Βρεταννία όμως επιθυμούσε να διαλύσει τους οικισμούς προκειμένου να ελευθερώσει τα εδάφη για τους Τσερόκους και τα άλλα ερυθρά έθνη στα οποία ανήκε πράγματι η χώρα, ενώ οι βιρτζινιώτες πάσχιζαν να καθυποτάξουν την Τρανσυλβανία και την Βατάουγκα.
Τελικά αποδείχθηκε πως οι οικισμοί της Βατάουγκα ήσαν νοτίως της γραμμής που ανεφέρετο στον χάρτη της Βιρτζίνιας ως το νότιο όριο, πράγμα που σήμαινε πως η διεκδίκηση "βάσει του χάρτου" μεταφέρθηκε στην Βόρεια Καρολίνα, της οποίας οι γαιοκτήμονες επιθυμούσαν να υποτάξουν την Βατάουγκα το ίδιο όπως και εκείνοι της Βιρτζίνιας πριν από αυτούς. Σε δύο από τις νότιες αποικίες, λοιπόν, και συγκεκριμένα την Βιρτζίνια και την Βόρεια Καρολίνα, οι μεγαλογαιοκτήμονες ήσαν αποφασισμένοι να καθυποτάξουν τους δυτικούς πρωτοπόρους, και έτοιμοι να αψηφήσουν προς τούτο την βρεταννική εξουσία.
Εν τω μεταξύ, ο Γεώργιος Ουάσινγκτων και η ομάδα των αριστοκρατών της Βιρτζίνιας που τον πλαισίωνε, των οποίων οι "καταπατητικές" ενέργειες είχαν ξεκινήσει τον Μεγάλο Πόλεμο του Οχάιο, προσπαθούσαν να κυριεύσουν ένα μέρος του εδάφους που η Αγγλία τους είχε απαγορεύσει να πάρουν. Καθώς οι προπολεμικές τους δραστηριότητες είχαν λάβει χώρα κυρίως στον άνω Οχάιο, εκεί ακριβώς η "Εταιρία Βανδάλια," όπως αυτοονομάζοντο πλέον (πιθανώς επειδή ήσαν όντως μια ομάδα βανδάλων), άρχισε να διαμοιράζει μεγάλες έγγειες ιδιοκτησίες στα μέλη της, κυριεύοντάς τες εν ονόματι της Επικυριαρχίας της Βιρτζίνιας. Η πράξη αυτή, βέβαια, τους κατέγραψε ως δράστες μιας απροκάλυπτης αυθαιρεσίας έναντι του Στέμματος.
Θα ιδούμε ότι η αμφισβήτηση της βρεταννικής εξουσίας ήταν ευθέως αντίθετης φύσεως στον Νότο απ' ότι στην Νέαν Αγγλία. Η Βιρτζίνια και η Βόρεια Καρολίνα προέβαιναν σε πράξεις αμφισβητήσεως κυρίως για την υποστήριξη των αριστοκρατικών προνομίων, για χαρακτηριστικά επιθετικούς σκοπούς, για να καταστείλουν τις νέες λαϊκές κυβερνήσεις που αναδύοντο στα δυτικά, και για να μπορέσουν καλύτερα να υποδουλώσουν τον απλό λαό. Η Μασσαχουσέττη, αντίθετα, αψηφούσε συνεχώς την βρεταννική εξουσία για να υπερασπισθεί τους εργάτες και τους τεχνίτες, για να αντισταθεί στις καταχρήσεις της βρεταννικής αριστοκρατίας, για να υπερασπισθεί τον λαό από την υποδούλωση. Οι κύκλοι του λαθρεμπορίου, όμως, που δεν συμφωνούσαν ούτε με τις εργατικές ομάδες της Νέας Αγγλίας ούτε με την αριστοκρατία του Νότου, κατάφεραν να στηριχθούν και στις δύο κινήσεις προκειμένου να καλύπτουν τις λαθρεμπορικές τους επιχειρήσεις, και αποτέλεσαν ένα σύνδεσμο μεταξύ των δύο διαμετρικά αντίθετων επαναστατικών κινήσεων, που δεν είχαν στην πραγματικότητα τίποτε κοινό, εκτός από τον κοινον εχθρό.
107. Οι Φιλελεύθεροι της Βιρτζίνιας. Στο μεταξύ, ένας διαφορετικός κύκλος στην Βιρτζίνια εμφανιζόταν, για να συνδέσει τους αριστοκράτες επαναστάτες της Βιρτζίνιας με τους προλεταρίους της Νέας Αγγλίας. Μια ομάδα φιλελευθέρων, όπως ο Πάτρικ Χένρυ και ο Θωμάς Τζέφφερσον, θαυμαστές εν πολλοίς του βιβλίου του Ρουσώ "Κοινωνικό Συμβόλαιο," που είχε δημοσιευθεί στην γαλλική κατά τον πόλεμο, προωθούσαν θεωρίες περί ελευθερίας του ανθρώπου, αρκούντως αόριστες ώστε να χρησιμοποιούνται από τους αριστοκράτες της Βιρτζίνιας για να δικαιολογήσουν την έμπρακτη αμφισβήτηση από μέρους των, αλλά και καλά ταιριασμένες με τις ιδέες περί πολιτικών δικαιωμάτων, όπως τις προωθούσαν οι επαναστάτες της Μασσαχουσέττης. Αυτοί αποτελούσαν στοιχείο παραφωνίας στην Βιρτζίνια, ακόμη και μεταξύ των δυνάμεων της αμφισβητήσεως, γιατί οι θεωρίες εκείνες περί ελευθερίας δεν ήσαν κατάλληλες για την χρήση μιας ανώτερης τάξεως εξεγερμένης για περισσότερη εξουσία. Ησαν αντίθετοι προς την δουλεία, κάτι που, για τους αριστοκράτες της Βιρτζίνιας, ήταν η χειρότερη δυνατή μορφή αιρέσεως. Και αντιτίθεντο εν πολλοίς στην εξουσία της Αγγλικανικής Εκκλησίας, που ήταν η επίσημη εκκλησία στην Βιρτζίνια με την υποστήριξη της εκεί αριστοκρατίας.
Οι αμφισβητίες αριστοκράτες της Βιρτζίνιας, εν τούτοις, ήσαν όλως πρόθυμοι να ιδούν την επίσημη εκκλησία χωρίς δικαίωμα λόγου στο ζήτημα του Κεντάκυ και των συναφών ζητημάτων σχετικά με την εξάπλωση της Βιρτζίνιας. Το πρόβλημα της φορολογίας ετέθη επίσης επί τάπητος, κι έτσι η Βιρτζίνια ψήφισε ένα νόμο που μείωνε τους μισθούς των ιερέων, τον οποίο η Αγγλία εκήρυξε άκυρο ως αντιτιθέμενο στην βασιλική εξουσία σε θέματα της εκκλησίας. Σε αυτή την περίπτωση οι φιλελεύθεροι της Βιρτζίνιας μπόρεσαν να αναδειχθούν ήρωες αγωνιζόμενοι για την ισχύ αυτού του νόμου. Κέρδισαν έτσι την ευκαιρία να διαδώσουν τις ιδέες τους περί της ελευθερίας, που εν πολλοίς ήσαν μια διασταύρωση μεταξύ των συνθημάτων που κυκλοφορούσαν τότε ταχύτατα στην Μασσαχουσέττη, και των θεωριών περί "κοινωνικού συμβολαίου" του Ρουσώ.
Οι φιλελεύθεροι της Βιρτζίνιας, πέραν της δημοσιοποιήσεως της αμφισβητήσεως της Βιρτζίνιας με τρόπο που να κάνει τους επαναστάτες της Νέας Αγγλίας να νομίζουν πως η Βιρτζίνια συμφωνούσε μαζύ τους, εξυπηρέτησε επίσης τον σκοπό της συμπαρατάξεως πίσω από τους εξερμένους αριστοκράτες εκείνων των στοιχείων στην Βιρτζίνια που διατηρούσαν ακόμη την παράδοση της "χαμένης υποθέσεως" της εξεγέρσεως του Μπαίηκον το 1706, και που εόρταζαν ακόμη μυστικά ως ημέρα μνήμης και ελπίδας για την μελλοντική επιτυχή εξέγερση την επέτειο της πλαστής αμνηστίας που παραχωρήθηκε το Σάββατο, 4 Ιουλίου 1676. Αυτή η δυνάμει επαναστατική ομάδα ταίριαζε με τους αριστοκράτες που ηγούντο της εξεγέρσεως της Βιρτζίνιας δι' ιδίους σκοπούς τόσο λίγο, όσο οι φιλελεύθεροι που συνέδεσαν τους δύο ταίριαζαν με τους μεν ή με τους δε. Η προπαγάνδα όμως των φιλελευθέρων της Βιρτζίνιας εκείνη την περίοδο ήταν του τύπου που έδινε σε όλα αυτά τα στοιχεία μια προσωρινή ψευδαίσθηση ενότητας, που θα μπορούσε να διαρκέσει μόνον, όσο θα διαρκούσε το καταστροφικό στάδιο της επαναστάσεως.
108. Ο Νόμος του Κεμπέκ. Ενώ η δυσαρέσκεια έβραζε έτσι στις παληές εγγλέζικες αποικίες από τον καιρό του Μεγάλου Πολέμου του Οχάιο, δεν συνέβαινε το ίδιο στους νεότερους και μη αγγλικούς οικισμούς υπό βρεταννική κυριαρχία. Η επαρχία του Νέου Μπρούνσβικ, που είχε ιδρυθεί κατά τον πόλεμο σε περιοχή κατακτημένη από την Γαλλία, και η επαρχία της Νέας Σκωτίας, κατοικημένη από νέους μετανάστες σταλμένους από την Αγγλία για να αντικαταστήσουν τους εξόριστους ακάδες, φυσικώ τω λόγω φανατικά πιστούς στην Βρεταννία. Και, κατά την αναλογία που οι παληές αγγλικές αποικίες αποστερούντο δικαιωμάτων, οι νέες αυτές επαρχίες ελάμβαναν τα προνόμια που αφαιρούντο από τις παλαιότερες αποικίες. Ο Καναδάς―η αληθώς γαλλική περιοχή περί τον Ποταμό του Αγίου Λαυρεντίου―τελούσε ακόμη υπό στρατιωτική κυβέρνηση, έγινε όμως κάθε προσπάθεια για την ικανοποίηση του εκεί γαλλικού πληθυσμού, και για την κάμψη των αρπακτικών τάσεων των νεοφερμένων από τις παλαιότερες αποικίες. Ο στόχος ήταν η εξασφάλιση μιας διοικήσεως όσο πλησιέστερα γινόταν σε εκείνη που ο Καναδάς είχε, πριν από τον πόλεμο, υπό την Γαλλία.
Το 1772, μια μόνιμη πολιτική κυβέρνηση παρασχέθηκε στον Καναδά από τον Νόμο του Κεμπέκ, που όριζε την Επαρχία του Κεμπέκ ως εκτεινόμενη μέχρι τον Ποταμό Οχάιο, και την έθετε υπό τον γαλλικό αστικό κώδικα και τον αγγλικό ποινικό νόμο. Η Καθολική Εκκλησία αναγνωριζόταν ως η επίσημη εκκλησία σε αυτήν την επαρχία, και της επετρέπετο να λογοκρίνει κάθε επικοινωνία και δημοσίευση, όπως και όταν το Κεμπέκ τελούσε υπό γαλλική κυριαρχία.
Η περιοχή μεταξύ των Μεγάλων Λιμνών και του Ποταμού Οχάιο, μη περιλαμβανόμενη στην Επαρχία Κεμπέκ από την βασιλική ειρηνευτική διακήρυξη, αλλά περιλαμβάνουσα πολλούς γαλλικού οικισμούς, όπως το Ντητρόιτ, οι Βενσέν, η Σαντούσκη, περιλαμβανόταν τώρα στην νέα επικράτεια της πολιτικής κυβερνήσεως του Κεμπέκ. Από πολλού αναγνωρίζετο ως πλήρες μέρος του Καναδά, αλλά ήταν η περιοχή χάριν της οποίας ο Ουάσινγκτων και οι βιρτζινιώτες είχαν αρχικά ξεκινήσει τον Μεγάλον Πόλεμο του Οχάιο. Αυτή η επικράτεια του Οχάιο, αρχικά κατοικημένη από τις φυλές των ερυθροδέρμων, και εν μέρει από τους γάλλους, διεκδικείτο συνεχώς από την Βιρτζίνια από την εποχή του πολέμου, τώρα όμως η Αγγλία την αναγνώριζε οριστικά ως καναδική. Ο Καναδάς, έχοντας μόλις αποκτήσει μια τόσο μεγάλη κτήση γης, ήταν, εν συνόλω, ευτυχής με την νέα προσάρτηση, και, σε μια περίοδο που οι περισσότερες από τις παλαιότερες αποικίες δυσανασχετούσαν κατά της μητροπόλεως, η Αγγλία βρήκε στους γαλλοκαναδούς ένα πολύτιμο σύμμαχο.
Ο Νόμος του Κεμπέκ επικύρωσε επίσης την διεκδίκηση της στρατιωτικής κυβερνήσεως στην Νέα Υόρκη για την περιοχή των Πράσινων Ορέων, που ενίσχυσε την απόφαση των βερμοντιέρων να αντισταθούν απέναντι τόσο στην νεοϋρκέζικη όσο και την βρεταννική εξουσία.
109. Αλλα Παράπονα. Αυτές δεν ήσαν οι μόνες αιτίες παραπόνων που είχαν οι άγγλοι άποικοι στην Αμερική κατά της Αγγλίας.
Εν πρώτοις, εξ αιτίας της δυσκολίας επιβολής πολλών από τους νόμους που είχαν συνταχθεί κυρίως για να καταδείξουν την βρεταννική εξουσία επί της Αμερικής, απέβη αναγκαίο για την βρεταννική κυβέρνηση να στείλει μεγάλους αριθμούς άγγλων γραφειοκρατών, προκειμένου να αναλάβουν την επιβολή αυτών των νόμων. Φυσικά, στους γραφειοκράτες αυτούς είχαν δοθεί εκτεταμένες εξουσίες να εισπράττουν τον μισθό και τα έξοδά τους από τον λαό της Αμερικής, πράγμα που επιβάρυνε σημαντικά τις οικονομικές δυσκολίες των αμερικανών. Αυτή η μικροτυραννία ήταν μια πηγη δυσαρέσκειας μεταξύ των αμερικανών κάθε τάξεως, και δεν ευχαριστούσε κανένα πέραν των ιδίων των αξιωματούχων. Στην Βόρεια Καρολίνα, ο κυβερνήτης άρπαζε κατά βούλησιν ο,τιδήποτε είχε ο λαός, πολλά από τα οποία πήγαιναν για την συντήρηση των αξιωματούχων, αλλά τα περισσότερα πήγαιναν στην τσέπη του ίδιου του κυβερνήτη. Αυτό αποτελούσε ανεγνωρισμένη πρακτική στην Νέα Υόρκη από της ιδρύσεώς της, η Βόρεια Καρολίνα όμως δεν υπέκυπτε τόσο εύκολα, και ένοπλες ομάδες πολιτών καλούμενων "Ρυθμιστές" συγκροτήθησαν για να εμποδίσουν την ληστεία αυτού του τύπου. Εκαναν ωστόσο το λάθος να συγκεντρώνονται δημοσία και να δηλώνουν την πρόθεσή τους, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην βρεταννική πολιτοφυλακή να τους συντρίψει αποφασιστικά προτού μπορέσει η οργάνωση να πάρει εμπρός. Οι περισσότεροι Ρυθμιστές, καθώς και οι συμπαθούντες, διέφυγαν στην αποικία της Βατάουγκα πέρα από τα βουνά, πράγμα που συνετέλεσε στο να την κάνει περισσότερο αψήφιστη απεναντι στην βρεταννική εξουσία παρά ποτέ. Πολλοί επίσης κατέφυγαν στα βουνά της ίδιας της Βόρειας Καρολίνας, εντός των γραμμών που ήσαν ακόμη ανοικτές για εγκατάσταση υπό την βασιλική διακήρυξη, και ουσιαστικά έκαναν την ορεινή περιοχή αντάρτικο λημέρι. Τα παλαιότερα χωριά της Βόρειας Καρολίνας που ήσαν πλησιέστερα στην ακτή έμεναν κι αυτά επίσης με ένα υπόγειο ρεύμα δυσαρέσκειας.
Στην Πεννσυλβανία, περιλαμβανόμενου του αυτόνομου προσαρτήματός της, των Κομητειών του Ντελαγουαίρ, η απόγονοι του Πενν είχαν γίνει κανονικοί φεουδάρχες, επιμένοντας στα αριστοκρατικά και φεουδαλικά τους προνόμια εις βάρος του λαού της χώρας τους. Τούτο σήμαινε ένταση των σχέσεων μεταξύ των πτωχοτέρων στοιχείων του λαού, και της οικογενείας Πενν, που για δικό τους όφελος εξαντλούσαν δια της φορολογίας τον λαό των δύο αποικιών. Αυτή η οικογένεια, εγκατεστημένη τώρα ως φεουδάρχες των δύο αποικιών για ένα αιώνα σχεδόν, δεν ακολουθούσαν πλέον τις φιλελεύθερες αρχές επί των οποίων ο πρόγονός τους Ουίλλιαμ Πενν είχε προβεί στην ίδρυση της αποικίας, παρά, όντας, τώρα, "πορφυρογέννητοι," είχαν καταντήσει τυραννίσκοι. Οι Υιοί της Ελευθερίας στην Πεννσυλβανία και τις τρεις Κομητείες του Κάτω Ντελαγουαίρ κατηύθυναν τις προσπάθειές τους στην υποστήριξη των συμφερόντων του απλού λαού έναντι εκείνων των Πενν. Στις κάτω κομητείες υπήρχε και το πρόσθετο τοπικό δέλεαρ ότι η απαλλαγή από τον έλεγχο των Πενν θα σήμαινε επίσης χωρσιμό από την ίδια την Πεννσυλαβνία, της οπιοίας η εξουσία επ' αυτών ενοχλούσε ανέκαθεν τις Κομητείες του Ντελαγουαίρ.
Η Νέα Αγγλία και η Πεννσυλαβνία αδημονούσαν πάνω από ένα αιώνα να κατορθώσουν την κατάργηση της δουλείας. Στην Νέαν Αγγλία, η Ομοσπονδία Πενακούκ αντιτίθετο ανέκαθεν στην εισαγωγή της δουλείας, και το ρητό των Οκαμακαμμεσσέτων, "Κανένας δούλος στην χώρα μας," είχε συν τω χρόνω εντυπωθεί και στους Πουριτανούς επίσης. Από το 1634 ήδη, είχαν περάσει αποφάσιες στο Γενικό Δικαστήριο του Κόλπου της Μασσαχουσέττης που καταδίκαζαν την δουλεία. Η Πεννσυλβανία είχε κατοικηθεί από Κουάκερους, στους οποίους η δουλοκτησία ήταν αμαρτία, και οι οποίοι θεωρούσαν όλους τους ανθρώπους δικαιωματικά ίσους, αλλά η Μεγάλη Βρεταννία δεν επέτρεπε επ' ουδενί λόγω οποιαδήποτε μέτρα θα έτειναν προς την ουσιαστική κατάργηση της δουλείας, με το αποτέλεσμα η Νέα Αγγλία και η Πεννσυλβανία να ανυπομονούν συνεχώς. Η κατάσταση αυτή είχε γίνει πιο σοβαρή από τον καιρό που η Βασίλισσα Αννα είχε αναλάβει να ενεργεί ως δουλεμπορικός πράκτορας της Ισπανίας, ενώ αργότερα η Μεγάλη Βρεταννία επιχείρησε να εξαναγκάσει τις αμερικανικές αποικίες να διεξάγουν αυτό το εμπόριο. Πολλοί πολίτες της Νέας Αγγλίας δεν είχαν αντίρρηση στην ανάληψη αυτής της επιχειρήσεως, η κοινή γνώμη όμως ήταν αντίθετη, ενώ αν και, υπό βρεταννική κυριαρχία, οι έμποροι του είδους ήσαν νόμιμοι, οι πόλεις της Νέας Αγγλίας δεν εχαναν ευκαιρία να παρενοχλούν αυτούς τους ανθρώπους, έστω και με νομικά τεχνάσματα και ψιλολογήματα. Η Νέα Αγγλία και η Πεννσυλβανία έφεραν βαρέως το γεγονός ότι τους είχε επιβληθεί η δουλεία και το δουλεμπόριο, και τούτο αποτελούσε ένα ακόμη λόγο αρνήσεως της βρεταννικής διακυβερνήσεως. Στον Νότο, φυσικά, όπου σχεδόν κάθε εργασία εκτελείτο από δούλους για λογαριασμό αριστοκρατών γαιοκτημόνων, δεν υπήρχε τέτοια αντίρηση, όπως δεν υπήρχε ούτε στην Νέα Υόρκη και την προέκτασή της, την Ανατολική Ιερσέη, όπου το δουλεμπόριο αποτελούσε σημαντική βιοποριστική δραστηριότητα, και όπου η Δουλεία είχε αρχίσει να εξαπλώνεται σημαντικά. Η Δυτική Ιερσέη, εν τούτοις, συμπαρατάχθηκε με την Πεννσυλβανία, από την οποία είχε εποικισθεί, κατά της μητροπόλεως.
110. Αντίσταση των Λαθρεμπόρων. Είδαμε πως οι λαθρεμπορικοί κύκλοι στα διάφορα αμερικανικά λιμάνια είχαν συμμαχήσει με τους Υιούς της Ελευθερίας ως προς το ζήτημα της φορολογίας. Στο Κοννέκτικατ και την Ροόυντ Αϊλαντ, που δεν είχαν ποτέ λειτουργήσει υπό την άμεση εποπτεία της Αγγλίας όπως οι υπόλοιπες αποικίες, οι απόπειρες της Αγγλίας να ελέγξει με αυτόν τον τρόπο το εισαγωγικό εμπόριο έμοιαζε να βάλλει ευθέως κατά της λαϊκής διοικήσεως των επαρχιών, και πιθανώς να ανοίγει μια δίοδο προς την τοποθέτηση αυτών των αποικιών υπό εγγλέζο κυβερνήτη, όπως είχαν οι άλλες. Και οι δυο επαρχίες ήσαν γεμάτες φυσικά λιμάνια και κόλπους και περάσματα που ευνοούσαν το λαθρεμπόριο, αλλά τα λιμάνια του Κοννέκτικατ άνοιγαν στον Πορθμό της Λονγκ Αϊλαντ, και όχι απ' ευθείας στον ωκεανό, ενώ η Ρόουντ Αϊλαντ άνοιγε στον ωκεανό, και ήταν γι' αυτό περισσότερο ενδεδειγμένη για λαθρεμπορικές δραστηριότητες, οι οποίες ετελούντο τώρα ουσιαστικά με την έγκριση της επαρχιακής κυβερνήσεως.
Προκειμένου να εμποδίσει αυτές τις παραβιάσεις, ένα βρεταννικό πλοίο είχε καταπλεύσει στο στόμιο του Κόλπου της Ναρραγανσέττης, στην αρχική Κόκκινη Νήσο. Το πλοίο αυτό, το Γκάσπη, ερευνούσε εξονυχιστικά κάθε πλεούμενο που επιχειρούσε είσοδο ή έξοδο. Το λαθρεμπόριο και το ζήτημα της φορολογίας είχαν, φυσικά, ελάχιστο ή κανένα ενδιαφέρον για τις μυστικές οργανώσεις πίσω από τους Υιούς της Ελευθερίας. Ομως η άμεση επέμβαση της Μεγάλης Βρεταννίας στις υποθέσεις της αποικίας της Ρόουντ Αϊλαντ και των Πρόβιντενς Πλαντέισιονς, ένα από τα μεγάλα οχυρά των λαϊκών δικαιωμάτων, ήταν άλλο ζήτημα. Ετσι, μια νύκτα του 1772, οκτώ βάρκες γαμάτες ανθρώπους ξεκίνησαν από την Πρόβιντενς για το στόμιο του κόλπου, έπλευσαν αθόρυβα καθώς ταίριαζε στην μυστική τους αποστολή, και πλεύρισαν αιφνιδιαστικά το Γκάσπη. Τότε οι επιβάτες τους, απαρατήρητοι ακόμη, και χωρίς να κινήσουν τις υποψίες του πληρώματος του Γκάσπη, ανέβηκαν στο βρεταννικό πλοίο, και συνέλαβαν όλους τους επιβαίνοντες. Το πλήρωμα μεταφέρθηκε δέσμιο στην ακτή, ενώ το ίδιο το Γκάσπη πυρπολήθηκε.
Οι βρεταννικές αρχές προσέφεραν αμοιβή ₤ 4.000 για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην σύλληψη των ενόχων, αλλά κανένας δεν προσφέρθηκε να τις δώσει. Η επιχείρηση αυτή διεξήχθη εν κρυπτώ, και παρέμεινε έκτοτε μέσα στο ίδιο σύννεφο μυστικότητας. Δεν αποκαλύφθηκε ποτέ ποιός ήταν υπεύθυνος αυτής της τολμηρής πράξεως, της πρώτης του είδους της που εμφανίσθηκε στην Αμερική μέσα σπό όλο τον σωρό των διαμαρτυριών και της δυσαρέσκειας.
Εν τέλει το βρεταννικό Κοινοβούλιο, περισσότερο απεγνωσμένο τώρα στην προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του επί της Αμερικής παρά για λόγους εκδικήσεως, απόφάσισε, το 1773, να ανακαλέσει όλους τους εισαγωγικούς φόρους εκτός από ένα―αρκετόν για να δείξει στην Αμερική πως η Βρεταννία κυβερνούσε ακόμη. Επρόκειτο για κάποιον δασμό που θα ήταν σχετικά ασήμαντος, δηλαδή, ένα φόρο επάνω στο τσάι, που, εξ αιτίας του λαθρεμπορίου, δεν εισαγόταν από την Αγγλία σε μεγάλη έκταση. Η βρεταννική κυβέρνηση, ωστόσο, αυτή την φορά έκανε συμφωνίες με την Βρεταννική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, βάσει των οποίων το τσάι θα "ξεπουλιόταν" στην Αμερική φθηνότερα απ' όσο επωλείτο στην Αγγλία, και φθηνότερα απ' όσο μπορεί να εισαγόταν λαθραία από την Ολλανδία.
Υπό την ρύθμιση αυτή, η Βρεταννική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών έστειλε δοκιμαστικά φορτία τσαγιού προς εισαγωγείς σε όλα τα μεγάλα αμερικανικά λιμάνια το φθινόπωρο του 1773, με την ελπίδα της βρεταννικής κυβερνήσεως ότι με αυτό το μέσο θα καθίστατο δυνατόν να εισπράξει κάποια πρόσοδο από την Αμερική. Εξυπακούεται ότι αυτή η απόπειρα επιβολής αγαθών στην Αμερική ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το μποϋκοτάρισμα των βρεταννικών αγαθών που είχε τηρηθεί από τους Υιούς της Ελευθερίας και τις αδελφές μυστικές ενώσεις και επιτροπές. Ακόμη και στην Νέαν Υόρκη, όπου το μποϋκοτάζ δεν αφορούσε τα βρεταννικά εμπορεύματα, παρά απλώς κάθε φορολογούμενο είδος, υπήρχαν σοβαρές αντιρρήσεις κατά της επιβολής φορτίων αγαθών με αυτόν τον τρόπο επί εμπόρων που δεν τα είχαν ποτέ παραγγείλει οι ίδιοι. Οι βρεταννικές αρχές υιοθέτησαν απειλητική στάση, συνοψιζόμενη στην προειδοποίηση ότι ο λαός των διαφόρων λιμανιών θα εθεωρείτο αυστηρώς υπεύθυνος για οποιοδήποτε μποϋκοτάζ, ή για ό,τι ήθελε συμβεί στα φορτία. Οπως το έθεσε ένας στιχουργός της εποχής, ιδού η βρεταννική άποψη επί του θέματος:
"Πάρτε το,
ομορφονιές
μου, άσπρες,
μαύρες,
καστανές! |
Στα περισσότερα λιμάνια, οι παραλήπτες, οι οποίοι στην πραγματικότητα ουδέποτε είχαν παραγγείλει το τσάι, εύκολα επείσθησαν να αρνθηούν να το πάρουν. Και καθώς ο νόμος που είχε επιβληθεί στην Αμερική από την Αγγλία δεν είχε ακόμη προβλέψει τον εξαναγκασμό κανενός να αγοράσει κάτι που δεν είχε ζητήσει, τα πλοία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν από το να γυρίσουν πίσω στην Αγγλία με ολόκληρο το φορτίο τους. Αυτό έγινε στην Νέα Υόρκη, την Φιλαδλφεια, την Βαλτιμόρη, και μερικά άλλα λιμάνια. Στο Τσάρλεστον, στην Νότιο Καρολίνα, οι Υιοί της Ελευθερίας έφθασαν μάλιστα μέχρι του σημείου να αγοράσουν πλοίο και φόρτωμα μαζύ, και να τα κάψουν μέσα στο λιμάνι, οπότε και έγινε μια φανταχτερή διαδήλωση, και δεν πληρώθηκε κανένας φόρος, ενώ ο πλοιοκτήτης και η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών πήραν τα χρήματά τους και δεν είχαν λόγο να παραπονούνται.
Τέτοιες επιδείξεις κακής θελήσεως αναμένοντο, φυσικά, από την Βοστώνη, και εκεί η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών έλαβε την προφύλαξη να κανονίσει με ένα βοστωνέζο έμπορο να παραλάβει το τσάι. Το να πεισθεί αυτός ο παραλήπτης να παραιτηθεί δεν ήταν δυνατόν. Και καθώς η Βοστώνη τελούσε υπό την κατοχή μιας μεγάλης στρατιωτικής δυνάμεως, η όποια επίδειξη δυσαρέσκειας κατά του ξεφορτώματος του τσαγιού αποκλειόταν επίσης.
Ο λαθρεμπορικός κύκλος της Βοστώνης ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να μη μπει το τσάι στην πόλη, ενώ οι φίλοι των Οκαμακαμμεσσέτων, από το Μιντλέσεξ και την ενδοχώρα της Μασσαχουσέττης, δεν πολυνοιάζονταν για τον φόρο πάνω στο τσάι, νοιάζονταν όμως για την εξέγερση. Οι λαθρέμποροι ήσαν ειρηνικοί, μιλώντας κατά των αρχών, αλλά μη κάνοντας αποφασιστικά βήματα, και δεν ήσαν διόλου φιλικοί προς κάθε απόπειρα ανεξαρτητοποιήσεως της Μασσαχουσέττης από την Μεγάλη Βρεταννία. Οι Οκαμακαμμεσσέτοι, επομένως, των οποίον το ενδιαφέρον για το τσάι ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, είδαν στην περίσταση αυτή μια καλή ευκαιρία για να σπρώξουν το λαθρεμπορικό κύκλωμα σε μια επαναστατική στάση.
Οταν το πλοίο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών προσάραξε στο Γκρίφφιν'ς Γουώρφ στην Βοστώνη την Κυριακή, 28 Νοεμβρίου 1773, η λαθρέμποροι της Βοστώνης, και οι Υιοί της Ελευθερίας, οργάνωσαν μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στην Παληά Εκκλησία του Νότου και στο Μέγαρο Φάνεϊλ. Ο καπετάνιος του πλοίου επείσθη να αναβάλει το ξεφόρτωμα του τσαγιού, για να αποφευχθούν οι πολιτικές ταραχές στην πόλη. Ο νόμος όμως επέτρεπε καθυστέρηση μόνον είκοσι ημερών, και ύστερα από αυτές ο παραλήπτης μπορούσε να επιβάλει το άδειασμα του φορτίου.
Εν τω μεταξύ, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας συνεχίζοντο, και αντπροσωπείες εστέλλοντο στον κυβερνήτη αναζητώντας εις μάτην κάποια ειρηνική διέξοδο από την κατάσταση. Το βράδυ της δεκάτης ενάτης από τις είκοσι ημέρες, Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 1773, αφού μερικοί από τους φίλους των Οκαμακαμμεσσέτων μεταξύ των Υιών της Ελευθερίας είχαν καταφέρει να ξεφορτωθούν τον καπετάνιο του πλοίου προτείνοντάς του ότι ίσως θα μπορούσε να βρεθεί κάποια λύση με μιαν υστάτη έκκληση προς τον κυβερνήτη στην κατοικία του στο Μίλτον, μια μεγάλη ειδική δημοτική συνέλευση συνεκλήθη στην Βοστώνη μέσα στην Παλαιά Εκκλησία του Νότου. Ο Σαμουήλ Ανταμς, ένας από τους ηγέτες του λαθρεμπορικού κύκλου, με ισχυρές όμως επαναστατικές τάσεις, απευθυνόταν στην συγκέντρωση των πολιτών της Βοστώνης, λέγοντάς τους ότι είχε γίνει παν το δυνατόν για να μείνει το τσάι έξω από την πόλη, και ότι θα ήταν αναγκαίο να υποκύψουν στην ανωτέρα βία, όταν ξαφνικά, από τον δρόμο ακούστηκε ο ήχος πολεμικών κραυγών, που θύμιζε παληές ημέρες, όταν οι φυλές των ερυθροδέρμων εισέβαλλαν στις πόλεις. Οι πολίτες που έπαιρναν μέρος στην συγκέντρωση μαζεύτηκαν στην πόρτα, απ' όπου αντίκρυσαν τους δρόμους γεμάτους από μια στρατειά που έμοιαζε ερυθροδέρμων, με διακριτικά των Μοχώκων, να προελαύνει προς την αποβάθρα.
Κατά τα φαινόμενα θα έλεγε κανείς πως, το απόγευμα, μόλις είχε γίνει φανερό ότι ο καπετάνιος του πλοίου θα έλειπε εκτός πόλεως, πλήθη λαού μεταφέρθησαν δια του Ποταμού Τσαρλς από το Μιντλέσεξ, και πως αυτοί ακριβώς οι επαναστάτες του Μιντλέσεξ βάδιζαν τώρα μέσα στους δρόμους της Βοστώνης, μεταμφιεσμένοι σε Μοχώκους. Οι ίδιοι οι πολίτες της Βοστώνης ήσαν ουσιαστικά όλοι στην συγκέντρωση αναζητώντας ειρηνική λύση στο πρόβλημα με το τσάι, ενώ ο εξοπλισμός των Μοχώκων, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Μοχώκοι ήσαν σύμμαχοι των βρεταννών, θα πρέπει να προερχόταν από το απόθεμα που είχε κυριεύσει κάποια φυλή των Πενακούκων κατά τους προηγουμένους πολέμους, και, καταγόμενη από το Μιντλέσεξ, η φυλή αυτή θα πρέπει να ήταν η Φυλή των Οκαμακαμμεσσέτων. Το όλο εγχείρημα άρχισε και τελείωσε, ωστόσο, με ένα τέτοιο πέπλο μυστηρίου, ώστε, αν και χιλιάδες άνθρωποι θα πρέπει να είχαν σχέση με αυτό, ούτε οι πολίτες της Βοστώνης―ακόμη και οι φιλικά προσκείμενοι προς τους επαναστάτες―ούτε ο καπετάνιος του πλοίου, ούτε ο κυβερνήτης και η πολιτοφυλακή, είχαν την παραμικρή υποψία για αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Και στάθηκε τόσο μυστικό ώστε κανένας μέχρι σήμερα δεν βρήκε ποιοί συγκεκριμένα ήσαν μέσα σε αυτή την ασυνήθιστη παρέλαση. Οπως λέιε ο Τζούλιαν Χώθορν: "Ποιοί ήσαν αυτοί;―Ποτέ μυστικό δεν τηρήθηκε καλύτερα. Μετά από εκατόν είκοσι χρόνια γνωρίζουμε τόσο λίγα, όσα εγνώριζαν οι αξιωματικοί του Βασιλέως Γεβργίου εκείνη την νύκτα. Μοιάζουν να έλαβαν υπόσταση αποκλειστικά για να επιτελέσουν εκείνο το γενναίο κατόρθωμα, κι ύστερα να χαθήκαν σαν ένα όνειρο."
Οποιοι κι αν ήσαν μέσα σε εκείνη την παράξενη πομπή, προήλασαν μέχρι το Γκρίφφιν'ς Γουώρφ υπό τον ήχο πολεμικών κραυγών, επιβιβάσθησαν στο πλοίο "Ντάρτμουθ," στο οποίο ήταν ακόμη φορτωμένο το τσάι, άνοιξαν με χτυπήματα τομαχώκ τα κιβώτια του τσαγιού, και έρριξαν το περιεχόμενό τους μέσα στον Κόλπο. Ολονυχτίς εδούλεψαν αυτοί οι "Ινδιάνοι," ώσπου και το τελευταίο φύλλο τσαγιού να συναντήσει τα υπόλοιπα μέσα στο γιαντιαίο αφέψημα εκείνης της νύκτας, φτιαχμένο με τα νερά του Λιμένος της Βοστώνης, και βρασμένο στις φλόγες του επαναστατικού πνεύματος των Οκαμακαμμεσσέτων.
Το περιστατικό αυτό, που έγινε έκτοτε γνωστό ως το Τσάι Πάρτυ της Βοστώνης, δεν υπήρξε μια σπουδαία νίκη καθεαυτό, είχε όμως το αποτέλεσμα της αποκρυσταλλώσεως του αισθήματος κι από τις δύο πλευρές. Οι λαθρεμπορικές ενώσεις έως τότε ήσαν διστακτικές έναντι των δραστικών μέτρων. Τώρα όμως θα τους κατηγορούσαν σίγουρα γι' αυτήν την καταστροφή του εμπορεύματος της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, πολλώ μάλλον που μερικοί από αυτούς είχαν ακουσθεί να λένε πως το τσάι έπρεπε να καταστραφεί. Το αποτέλεσμα ήταν η εξώθηση των λαθρεμπόρων σε επαναστατική θέση, θέλοντας και μη, ενώ οι επαναστάτες του Μιντλέσεξ τους είχαν κερδίσει ως συμμάχους. Αυτό το "Τσάι Πάρτυ" ενίσχυσε την επαναστατική συμπαράταξη στην Αμερική, ενώ παράλληλα έθεσε οριστικά την Αγγλία αντιμέτωπη―όχι τόσο έναντι της Αμερικής όσο έναντι της Βοστώνης.
"Ποτό ως
αυτό ποτέ δεν
δόθηκε ------ Οχι, ένα
τέτοιο
ρόφημα ποτέ - Χολμς |
Αυτή πράξη εξεγέρσεως στην ουσία απέβη η καμπή που έθεσε την Αμερική οριστικά στον δρόμο της επαναστάσεως. Το επαναστατικό αίσθημα δεν ήταν βέβαια για το τσάι. Και το ζήτημα της φορολογίας ενδιέφερε μόνον ένα μικρό μέρος εκείνων που ήσαν αντίθετοι στην βρεταννική πολιτική στην Αμερική. Ομως μια μυστικά οργανωμένη διαδήλωση, που ξεπήδησε ως έκπληξη με τον ίδιο τρόπο που παλαιότερα είχε ανατραπεί ο Ανδρος, είχε υπολογισθεί για να ανάψει επαναστατικές φωτιές σε περιοχές που προηγουμένως δεν είχαν καμμία σχέση με τα προβλήματα του τσαγιού.
"Αχ, ούτε
που
φαντάζεται η
κυρά - Χολμς |
111. Επιτροπές Αλληλογραφίας. Από τον πόλεμο και μετά, οι Οκαμακαμμεσσέτοι δεν επιθυμούσαν να βασίζονται πλήρως στην συγκριτικά ανοικτή ένωση των Υιών της Ελευθερίας για τις δημόσιες επαφές, και είχαν οργανώσει μια ενδιάμεση ομάδα για να διατηρούν τις επαφές με κάθε σχετικό πρόσωπο στην Μασσαχουσέττη. Η κοινωνία αυτή συνίστατο σε μια ομάδα "επιτροπών αλληλογραφίας," που πρώτα είχαν διαλέξει οι Οκαμακαμμεσσέτοι μεταξύ των συμπαθούντων, για να διατηρούν επικοινωνία ο ένας με τον άλλο, και με τα Φυλετικά Συμβούλια αλλά και τα μέλη, και τις πιο ανοικτές οργανώσεις, όπως οι Υιοί της Ελευθερίας και οι πιο επαναστατικές δημοτικές συνελεύσεις, και δια των οποίων οι υποδείξεις μπορούσαν να περνούν αθόρυβα στο σωστό μέρος και την σωστήν ώρα. Οι επιτροπές αυτές διατηρούσαν τους δικούς των αγγελιαφόρους, βάσει του παλαιού συστήματος των Πενακούκων, χρησιμοποιοώντας τους ίδιους δρόμους, ιππεύοντας μυστικά για την διαβίβαση των μυνημάτων. Καμμιά φορά μάλιστα οι ιππείς αυτοί μετέφεραν και πλαστά μυνήματα επίτηδες για να κοροϊδέψουν τις αρχές.
Αργότερα, οι Υιοί της Ελευθερίας ακολούθησαν το παράδειγμα, διαλέγοντας τις δικές τους επιτροπές αλληλογραφίας πάνω στην ίδια γραμμή, ενώ το παράδειγμα ακολούθησαν αργότερα, μετά την "Σφαγή της Βοστώνης," οι δημοτικές συνελεύσεις σε πολλά μέρη της Νέας Αγγλίας. Αυτές οι διάφορες βαθμίδες επιτροπών αλληλογραφίας που αντιπροσώπευαν διαφορετικές κοινωνίες διατηρούσαν επαφή μεταξύ τους, πολλές φορές μη γνωρίζοντας ακριβώς ποιόν αντιπροσώπευαν οι επιτροπές με τις οποίες επικοινωνούσαν εκάστοτε. Η ίδια η φυλή, και άλλες μυστικές τακτικές οργανώσεις, μπόρεσαν έτσι να παραμείνουν κρυμμένες ακόμη και από τις ομάδες που εργάζονταν ανάμεσα στον λαό για την ανατροπή.
Αυτό το σύστημα των επιτροπών αλληλογραφίας είχε ως επίκεντρο την Κομητεία Μιντλέσεξ, που ήταν η αρχική πατρίδα των Οκαμακαμμεσσέτων. Γρήγορα εξαπλώθηκε όχι μόνο στην Μασσαχουσέττη, αλλά και στις υπόλοιπες επαρχίες της Νέας Αγγλίας, και κατέληξε σε μια μυστική αποκατάσταση της παληάς Συνομοσπονδίας της Νέας Αγγλίας. Το Βέρμοντ, που επισήμως αποτελούσε τμήμα της Νέας Υόρκης, αλλά που διατηρείτο στην πραγματικότητα ανεξάρτητο από κάθε εξωτερικήν εξουσία περιλαμβανομένης και της βρεταννικής, συνδέθηκε με αυτό το σύστημα ως βοήθημα για την διατήρηση της ανεξαρτησίας του, με την προειδοποίηση όμως ότι δεν θα επέτρεπε εξωτερικές παραβιάσεις.
Η πρώτη απόπειρα συνδέσεως με αυτό το πλαίσιο των επιτροπών αλληλογραφίας εκτός Νέας Αγγλίας έγινε από μέρους της Βιρτζίνιας, η οποία, όπως είδαμε, αν και δεν συμπονούσε τις δυσκολίες της Νέας Αγγλίας, είχε τα δικά της βάσανα με τις βρεταννικές αρχές. Η επιτροπή αλληλογραφίας της Βιρτζίνιας, ωστόσο, δεν ήταν ουσιαστικά μια μυστική οργάνωση όπως ήσαν εκείνες της Νέας Αγγλίας, παρά ήταν στην πραγματικότητα μια ανοικτή νομοθετική επιτροπή για να επικοινωνεί με τους επαναστάτες στην Νέαν Αγγλία. Το παράδειγμα της Βιρτζίνιας ακολούθησαν άλλες Νότιες επαρχίες, και τούτο επέφερε τουλάχιστον ένα σχέδιο ενωμένης δράσεως, έναντι του οποίου όμως οι νεοεγγλέζοι έπρεπε να έχουν τα μάτια τους τέσσερα. Οι Υιοί της Ελευθερίας στην Νέαν Υόρκη οργάνωσαν τελικά παρόμοιες επιτροπές ως συνδέσμους μεταξύ της Νέας Αγγλίας και του Νότου, αλλά αυτές λειτουργούσαν μάλλον ως επικοινωνιακός σύνδεσμος, καθώς η οργάνωση της Νέας Υόρκης δεν ήταν ποτέ πρόθυμη να αναλάβει κοινή δράση με οποιονδήποτε άλλον.
112. Το Νομοσχέδιο του Λιμένα της Βοστώνης. Τα νέα για το "Τσάι Πάρτυ" ελήφθησαν, όπως θα ήταν αναμενόμενο, στην Αγγλία με αγανάκτηση από μέρους των αρχών. Αυτή η ενόχληση δεν εστρέφετο κατά της Αμερικής συνολικά, καθώς εκεί δεν είχε υπάρξει ποτέ τόση πολιτική ενότητα, ούτε κάν κατά της Επαρχίας του Κόλπου της Μασσαχουσέττης, της οποίας η ευθύνη επί του ζητήματος δεν ήταν προφανής. Εστρέφετο κατά της πόλεως της Βοστώνης, όπου είχε γίνει η φασαρία, και τούτο είχε ήδη ξεσηκώσει σημαντική εχθρότητα στην Αγγλία. Εμοιαζε εν πολλοίς σαν η βρεταννική κυβέρνηση να αντιμετώπιζε το ζήτημα εάν η Βρεταννική Αυτοκρατορία θα νικούσε την Βοστώνη ή η Βοστώνη της Βρεταννική Αυτοκρατορία. Στο Κοινοβούλιο ακούγονταν συστάσεις όπως: "Χρειάζεται να τραβήξουμε το αυτί της Βοστώνης, και να ξεπαστρέψουμε αυτή τη σφηκοφωλιά."
Το τελικό αποτέλεσμα της συζητήσεως του χειμώνα μέσα σε ένα οργίλο Κοινοβούλιο ήταν η ψήφιση αυτού που έγινε γνωστό ως το Νομοσχέδιο του Λιμένος της Βοστώνης, που έκλεινε το λιμάνι σε κάθε εμπόριο, και καταργούσε την κυβέρνηση του χάρτου της Μασσαχουσέττης. Η επαρχία, περιλαμβανομένου του Μαίην, ετίθετο υπό στρατιωτική κυβέρνηση, και απαγορεύοντο όλες οι δημοτικές συνελεύσεις, και επανεφέρετο σχεδόν η ίδια κατάσταση του καθεστώτος Ανδρος. Το γεγονός πως η Βοστώνη είχε ανατρέψει τον Ανδρος με μια ραγδαία αιφνιδιαστική επίθεση δεν αποθάρρυνε ποτέ την βρεταννική κυβέρνηση από την επανάληψη του ιδίου πειράματος.
Επειδή όλες αυτές οι πράξεις του βρεταννικού κοινοβουλίου εγένοντο εν ονόματι του Βασιλέως, όπως συνηθίζεται στην βρεταννική κυβέρνηση, στην Αμερική διαδόθηκε η ιδέα ο ένοχος ήταν ο βασιλεύς, αλλά ότι η ίδια η Αγγλία ήταν με το μέρος της Αμερικής. Το γεγονός όμως παραμένει ότι εκείνο που ενεργούσε κάθε φορά στην διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ακριβώς το Κοινοβούλιο, και ότι η Αμερική δεν είχε να παλεύει με τον βρεταννό βασιλέα παρά με το Κοινοβούλιο, με τους αντιπροσώπους του βρεταννικού λαού. και το Κοινοβούλιο ήταν εκείνο που επείγετο τόσο να εκδικηθεί την Μασσαχουσέττη.
Για να τιμωρηθεί περαιτέρω η πόλη της Βοστώνης, επρόκειτο να μεταφερθεί η πρωτεύουσα από εκεί στο Σάλεμ, όπου ένα νομοθετικό σώμα επιλέκτων θα είχε την ελευθερία να συνέρχεται, με την προϋπόθεση ότι θα υπάκουε στον στρατιωτικό κυβερνήτη της επαρχίας.
Η νέα ρύθμιση επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή από την Τετάρτη, 1 Ιουνίου 1774. Μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, υπό τις διαταγές του Στρατηγού Γκαίητζ, που επρόκειτο να είναι ο νέος στρατιωτικός κυβερνήτης της Μασσαχουσέττης, εστάλη να καταλάβει την επαρχία, και ιδίως την Βοστώνη. Ανεμένετο η ανανέωση του καθεστώτος Ανδρος.
Το όλο σχέδιο αυτής της στρατιωτικής κυβερνήσεως της Μασσχουσέττης βασιζόταν στην είσπραξη μιας αποζημιώσεως, και η κατοχή υποτίθεται ότι θα διαρκούσε έως ότου η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών πλρωνόταν τις ζημιές για το κατεστραμμένο τσάι. Η διαδικασία αυτή προκάλεσε εκφράσεις συμπαθείας από τις υπόλοιπες αμερικανικές επαρχίες, όπως: "Μη πληρώσετε δεκάρα για το βρωμοτσάι τους," από την επιτροπή αλληλογραφίας της Βιρτζίνιας, ενώ σε πολλά μέρη, υποστηρικτές της εξεγέρσεως άρχισαν να προπαγανδίζουν την κατάργηση της "βλαβεράς λέξεως," τσάι. Η Νέα Υόρκη, εν τούτοις, όπου ο στρατιωτικός τύπος κυβερνήσεως είχε ριζωθεί στις συνήθειες του λαού για πάνω από ένα αιώνα, έμοιαζε να υιοθετεί την ίδια στάση με την Αγγλία, πως η Μασσαχουσέττη ήταν ανυπάκουη και σωστά ετιμωρείτο.
Στο μεταξύ η Κομητεία του Μιντλέσεξ ετοιμαζόταν να αγνοήσει το νέο καθεστώς που επρόκειτο σύντομα να επιβληθεί από την Αγγλία στην Μασσαχουσέττη. Αντιπρόσωποι από τις δημοτικές συνελεύσεις συγκεντρώθησαν σε μια Κομητειακή Σσύναξη στο Κόνκορντ, που επρόκειτο να αναλάβει την νέα τοπική διοίκηση. Για την επιβολή της ειρήνης στο Μιντλέσεξ, και προκειμένου να εμποδισθεί η βρεταννική στρατιωτική κυβέρνηση να καταλάβει το Μιντλέσεξ, συγκροτήθηκε μια τοπική εθελοντική πολιτοφυλακή μέσω των διαφόρων μυστικών εταιριών, που συναντάτο και δρούσε μυστικά, υιοθετώντας το σύνθημα "Ετοιμοι σε ένα λεπτό," παραλλαγή του συνθήματος "Παρόντες μόλις το καθήκον μας καλεί." Για αυτόν τον λόγο η νέα μυστική πολιτοφυλακή έγινε γνωστή ως οι Ανδρες του Λεπτού. Παρόμοιες συνάξεις και ομάδες Ανδρών του Λεπτού συγκροτήθησαν αθόρυβα και σε άλλες κομητείες της Μασσαχουσέττης επάνω στο πρότυπο του Μιντλέσεξ, και αντιπρόσωποι από τις διάφορες Κομητειακές Συνάξεις συναντήθησαν στο Κόνκορντ ως "Επαρχιακή Συνέλευση" για να συντονίσουν όλο το έργο των κομητειακών ενώσεων και να εποπτεύουν την οργανωμένη αντίσταση κατά του νέου στρατιωτικού καθεστώτος που εστέλλετο από την Αγγλία για να αναλάβει τις υποθέσεις της Μασσαχουσέττης. Οι Κομητειακές Συνάξεις και η Επαρχιακή Συνέλευση διατήρησαν την αληθή υπακοή του μεγάλου όγκου του πληθυσμού της επαρχίας (εκτός από την μικρή αριστοκρατία και γραφειοκρατία, που ήταν ασήμαντη στην Μασσαχουσέττη εκτός της Βοστώνης). Το πρόγραμμα δεν ήταν η ξεκάθαρη εξέγερση κατά της νέας εξουσίας (αφού την εποχή εκείνη θα ήταν δύσκολο να υποστηριχθεί υλικά μια τέτοια ενέργεια), παρά η παθητική αντίσταση, οργανωμένη και μεθοδική, έναντι της εξουσίας, μέχρι την στιγμή που θα ήταν δυνατή η περαιτέρω αποφασιστικότερη δράση. Η παθητική αντίσταση ονομάσθηκε "πολιτική ανυπακοή," και στάθηκε η αρχική σφήνα για το σπάσιμο των δεσμών της βρεταννικής εξουσίας στην Αμερική.
Κεντρική Σελίδα Περιεχόμενα Επόμενο