Κεντρική Σελίδα των Αρχείων Περιεχόμενα Επόμενο Κεφάλαιο
ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ W. J. Sidis Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
136. Προκήρυξη της Ανεξαρτησίας. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, αφού πέρασε ως απόφαση στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, έμενε κατόπιν να προκηρυχθεί στις διάφορες Πολιτείες. Αυτό έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε, εφ' όσον το ίδιο το Κονγκρέσσο δεν είχε εξουσία να περάσει νόμους για λογαριασμό των Πολιτειών. Ετσι, σε διάφορες περιόδους μέσα στον μήνα Ιούλιο του 1776, κάθε μια από τις δεκατρείς Πολιτείες που αποτελούσαν μέρη της ομοσπονδίας εξέδωσε την δική της προκήρυξη, η οποία αναγνώσθηκε στον λαό της πρωτεύουσας, μαζύ με την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, η διαδικασία ήταν διαφορετική, εξ αιτίας της γνωστής εχθρότητας του λαού της Πόλεως της Νέας Υόρκης. Η πόλη τελούσε εκείνο τον καιρό υπό την κατοχή του Ηπειρωτικού Στρατού, που είχε μόλις έλθει από την Βοστώνη. Την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ανέγνωσε ιδιαιτέρως στον Στρατό, μόλις έφθασαν τα νέα από την Φιλαδέλφεια, ο διοικητής του, Γεώργιος Ουάσινγκτων, ο οποίος ήταν προσωπικά αντίθετος με την ιδέα της ανεξαρτησίας, και ο οποίος για τον λόγο αυτό νοιαζόταν να αποκρύψει τα νέα από το ευρύ κοινό. Η δημόσια προκήρυξη έγινε λοιπόν περί τις δύο εβδομάδες αργότερα.
Ο τίτλος της Πολιτείας, που χρησιμοποιήθηκε στην Διακήρυξη ως σημείο ανεξάρτητης κυβερνήσεως, υιοθετήθηκε αμέσως από όλες τις αποικίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τις προκηρύξεις της ανεξαρτησίας ακολούθησαν πανηγυρισμοί. Στην Νέαν Υόρκη, ο εορτασμός περιορίσθηκε ουσιαστικά στον Ηπειρωτικό Στρατό―κυρίως νεοεγγλέζοι―που γκρέμισαν τον ανδριάντα του Βασιλέως Γεωργίου στο Αλσος Μπόουλινγκ, τον έλυωσαν, και τον έκαναν σφαίρες, ενώ οι πολίτες, τρομοκρατημένοι με την τόσην έλειψη νομιμοφροσύνης, παρέμειναν βλοσυρά υποταγμένοι ως συνήθως, κάνοντας όμως ειδικές προσπάθειες εξασφαλίσεως της απαλλαγής τους με την βοήθεια του βρεττανικού στρατοπέδου της Λονγκ Αϊλαντ.
Σε πολλές πόλεις, άλλαξαν αμέσως τα διάφορα βασιλικά τοπωνύμια. Αυτό παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στην Βοστώνη, όπου ένας αριθμός οδών έλαβαν τότε νέα ονόματα. Η οδός Βασιλέως, που ήταν ιστορικά φημισμένη τόσο για την ανατροπή του Ανδρος, όσο και για τη Σφαγή της Βοστώνης, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να διατηρεί ένα τέτοιο όνομα, οπότε ο τίτλος της άλλαξε δεόντως σε οδό Πολιτείας, ενώ η συνέχειά του, οδός Βασιλίσσης, έγινε οδός Δικαστηρίου. Στην Νέαν Υόρκη, ο Ηπειρωτικός Στρατός διέταξε παρόμοιες αλλαγές ονομάτων, τις οποίες ο λαός ουδέποτε ανεγνώρισε, και οι οποίες δεν εφαρμόσθησαν ουσιαστικά παρά μόνον μετά την ειρηνευτική συνθήκη. Η οδός Βασιλίσσης, που ήταν οδός Πέρελ υπό τους ολλανδούς, ξαναπαίρνοντας το παληό της όνομα, ονομάσθηκε οδός Περλ, ενώ η οδός Στέμματος ονομάσθηκε από τον Ηπειρωτικό Στρατό οδός Απελευθερώσεως. Τα ονόματα της Κομητείας Βασιλέων και Βασιλισσών στην Λονγκ Αϊλαντ, και της Λεωφόρου Βασιλέως κοντά στο Μπρούκλιν, πάντως, παραμένουν τα ίδια μέχρι σήμερα.
Ο Λόρδος Χόουι, ο στρατιωτικός κυβερνήτης που είχε εξαναγκασθεί να εκκενώσει την Βοστώνη, ήλθε στην Σταίητεν Αϊλαντ, στο Λιμάνι της Νέας Υόρκης, με ενισχύσεις για το εκεί βρεττανικό στρατόπεδο, και, την Παρασκευή, 12 Ιουλίου, απήντησε στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας με την προσφορά συγγνώμης προς όλους τους επαναστάτες που θα ανένιπταν. Το έγγραφο αυτό ανατυπώθηκε από το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο και διαβιβάσθηκε σε όλες τις Πολιτείες.
Μέχρι τώρα, η Μασσαχουσέττη πολεμούσε τις βρεττανικές στρατιωτικές αρχές σχεδόν μόνη, πέρα από λίγες απομονωμένες περιοχές σε άλλα μέρη των βορείων αποικιών. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, ωστόσο, μαζύ με την απάντηση του Λόρδου Χόουι από την Σταίτηεν Αϊλαντ, οδήγησε γενικώς την Βόρεια Αμερική ενεργώς στην σύγκρουση. Ηταν ουσιαστικά μια κήρυξη πολέμου και από τις δύο πλευρές, που τώρα έγινε ένας εθνικός πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, αντί της διαμάχης για μια νέα μορφή διακυβερνήσεως, όπως ήταν προηγουμένως. Η Αμερικανική Επανάσταση, ως επανάσταση, είχε ουσιαστικά λήξει. Εκείνο που άρχιζε τώρα ήταν ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Αυτοί οι δύο όροι αναφέρονται συνήθως ως συνώνυμοι. Κανονικά όμως υπάρχει διάκριση μεταξύ του πρώτου έτους των μαχών, οπότε επρόκειτο καθαρά για μια απόπειρα αποσείσεως της κατεστημένης εξουσίας, και των επομένων εχθροπραξιών, που συνιστούσαν απλώς ένα πατριωτικό πόλεμο εκ μέρους μιας εγκατεστημένης ήδη εξουσίας εναντίον μιας ξένης δυνάμεως. Οι κινητήριες δυνάμεις και στις δύο περιπτώσεις ήσαν όλως αντίθετες η μία προς την άλλη, όντας στην μία περίπτωση αντίσταση στην κατεστημένη εξουσία, και, στην άλλη περίπτωση, τυφλή υποστήριξη της κατεστημένης εξουσίας. Αυτός είναι ένας κίνδυνος που διατρέχει κάθε επανάσταση, αφού η επιτυχία μπορεί να μεταστρέψει ό,τι ήταν προηγουμένως επαναστατική δραστηριότητα σε μια πιο τυφλή υποστήριξη της κατεθεστηκυίας τάξεως, απ' όση είχε ποτέ απαιτήσει το προηγούμενο καθεστώς. Και ο κίνδυνος μεγιστοποιείται, όταν η υποστήριξη μιας μεγάλης υποθέσεως και αρχής αφήνεται να μετατραπεί σε υποστήριξη μιας εθνικότητας και μιας κυβερνήσεως. Ο αληθινός επαναστάτης μπορεί πάντοτε να υπερασπισθεί την πρώτη στάση, αλλά πρέπει αναγκαστικά να αντιτεθεί στην δεύτερη, που πολύ συχνά κατακτά οπαδούς εν ονόματι μιας επαναστάσεως η οποία απέτυχε κατά την ίδια την διαδικασία της επιτυχίας. Εν προκειμένω, δεν υπήρχε πια το αρχικό επαναστατικό κίνημα, παρά ένα πατριωτικό και εθνικιστικό, που γρήγορα εγκαταλείφθηκε από πολλούς εκ των αρχικών εξεγερμένων της Μασσαχουσέττης, καίτοι εκέρδισε την υποστήριξη πολλών πρώην φιλεπαναστατών σε ολόκληρη την Αμερική. Ενα κίνημα, για το οποίο η ελευθερία σήμαινε, όχι τα δικαιώματα του ατόμου, αλλά τον χωρισμό της Αμερικής από την Αγγλία ασχέτως ατομικών δικαιωμάτων.
Μετά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η Βανδαλία υπέβαλε αίτημα στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο να γίνει δεκτή ως η δεκάτη τετάρτη Πολιτεία της ομοσπονδίας. Αλλά η Βιρτζίνια, της οποίας η ανάγκη ανεξαρτησίας υπαγορευόταν κυρίως από επιθετικούς σκοπούς προς δυσμάς, απάντησε στέλνοντας δυτικά ένα στράτευμα, υποτάσσοντας τις δύο αποικίες, Βανδαλία και Τρανσυλβανία, και προσαρτώντας τες στην Βιρτζίνια, προβάλλοντας ως δικαιολογία ένα δήθεν παλαιό χάρτη του Βασιλέως Καρόλου Α', και αγνοώντας πλήρως το γεγονός ότι αυτή η περιοχή είχε ενδιαμέσως διατελέσει υπό γαλλική κατοχή!
Καθώς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο ετοιμαζόταν να συντάξει τον καταστατικό του χάρτη κατά το προηγούμενο των Ομοσπονδιών Ιρόκων και Πενακούκων, παραλλήλως, παρανοώντας τον σκοπό ενός τέτοιου καταστατικού χάρτη, προέτρεπε όλες τις Πολιτείες, όταν διαβιβάσθηκε η προκήρυξη της ανεξαρτησίας, να συντάξουν τα δικά τους Πολιτειακά συντάγματα. Αυτός δεν ήταν ο αρχικός σκοπός του γραπτού συντάγματος, το οποίο ήταν ο καταστατικός χάρτης μιας συνθήκης μεταξύ των μελών μιας ομοσπονδίας για την δημιουργία της, και τον καθορισμό της οργανωτικής δομής και των λειτουργιών της. Ενα Πολιτειακό σύνταγμα, σύνταγμα δηλαδή μιας επί μέρους εθνικής κυβερνήσεως, δεν θα μπορούσε να έχει τέτοιο σκοπό. Αλλά, καθώς το αρχικό προηγούμενο των γραπτών συνταγμάτων ήταν ο χάρτης μιας συνθήκης που δημιουργούσε ομοσπονδία ανεξαρτήτψων κυβερνήσεων, οι επί μέρους Πολιτείες το προσάρμοσαν έτσι ώστε να έχει ουσιαστικά την μορφή ενός γραπτού συμβολαίου ενώσεως του λαού σε Πολιτεία, καθορισμού των λειτουργιών και της οργανώσεως της Πολιτείας, και των αντιστοίχων δικαιωμάτων της Πολιτείας και των ατόμων. Το Κοννέκτικατ και η Ρόουντ Αϊλαντ, όπου, όπως είδαμε, δεν έλαβε χώρα καμμία αλλαγή κυβερνήσεως ως αποτέλεσμα της Αμερικανικής Επαναστάσεως, δεν επεχείρησαν αναδιοργάνωση, παρά συνέχισαν υπό τους ιδίους χάρτες που τους είχαν χορηγηθεί από την Αγγλία. Επί πλέον, το Κοννέκτικατ είχε αρχικά οργανωθεί ως ομοσπονδία πόλεων, και γι' αυτό είχε το πρώτο ομοσπονδιακό σύνταγμα από όλους τους οικισμούς των λευκών. Διατήρησε λοιπόν απλώς το σύνταγμα που είχε δώσει στον εαυτό του, αγνοώντας την Αγγλία, στα 1636, και, κατά ένα τρόπο, οι χάρτες του Κοννέκτικατ και της Ρόουντ Αϊλαντ χρησίμευσαν ως βάση για τα συντάγματα των άλλων Πολιτειών. Αυτή η αναδιοργάνωση των Πολιτειακών κυβερνήσεων τις ευθυγράμμισε πιο κοντά στα προηγούμενα του πρώην αποικιακού καθεστώτος, το οποίο είχε όντως κληροδοτήσει τα νομοθετικά σώματα των διαφόρων Πολιτειών. Εν τούτοις, πέρασαν αρκετά χρόνια προτού να αναδιοργανωθούν οι Πολιτείες κατ' αυτόν τον τρόπον.
137. Η Αγγλία Ανακτά την Νέαν Υόρκη. Οπως είδαμε, η Πόλη της Νέας Υόρκης τον καιρό της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας κατείχετο από τον Ηπειρωτικό Στρατό, ο οποίος είχε να κάνει με ένα εχθρικό πληθυσμό που απέβλεπε για την απαλλαγή του στο βρεττανικό στρατόπεδο της Σταίτεν Αϊλαντ. Τόσο αναγνωρισμένη ήταν η εχθρότητα του πληθυσμού στην Νέα Υόρκη, ώστε το νέο της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας αποσιωπήθηκε εκεί, μέχρι να αναγνωσθεί πρώτα ιδιαιτέρως στον Ηπειρωτικό Στρατό, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε αυτόν να παραταχθεί υπέρ της ανεξαρτησίας. Η ανεξαρτησία σήμαινε επίσης πως ο Ηπειρωτικός Στρατός, αποτελούμενος κατά κύριο λόγο από επαναστάτες της Νέας Αγγλίας, είχε να αντιμετωπίσει καινούργια λιποταξία, όχι μόνο πολλών νεοσυλλέκτων από την Νέα Υόρκη, παρά και πολλών από τους νεοεγγλέζους αντάρτες που ξεσηκώνονταν κατά της κατεστημένης εξουσίας και που δεν νοιάζονταν να βοηθήσουν μια νεοσύστατη εξουσία να κατακτήσει και να καθυποτάξει μιαν απείθαρχη πόλη. Η δημόσια προκήρυξη της ανεξαρτησίας, συνοδευόμενη από την διοργάνωση μιας διαδηλώσεως στο Αλσος Μπόουλινγκ με το γκρέμισμα του μολυβένιου ανδριάντα του βασιλέως Γεωργίου, και το λυώσιμό του σε σφαίρες, συνέβαλε στην αύξηση της εχθρότητας του πληθυσμού της πόλεως κατά των επαναστατών.
Την Παρασκευή, 12 Ιουλίου 1776, πριν η είδηση της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας φθάσει στην Νέα Υόρκη, ο Λόρδος Χόουι, ο εκβληθείς άγγλος κυβερνήτης της Μασσαχουσέττης, που είχε διαφύγει στο Χάλιφαξ κατά την εκκένωση της Βοστώνης, έφθασε στην Σταίητεν Αϊλαντ της Νέας Υόρκης με πολλές ενισχύσεις για το εκεί βρεττανικό στρατόπεδο. Εξεδόθη τότε μια προκήρυξη από το στρατόπεδο της Σταίητεν Αϊλαντ παραχωρώντας συγγνώμη σε όσους θα επέστρεφαν στην βρεττανική υποταγή, και όντως επέτυχε μεν την στερέωση του μοναρχικού αισθήματος στην Πόλη της Νέας Υόρκης, δεν είχε όμως και μεγάλη απήχηση στην υπόλοιπη Αμερική, αν και το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο ανατύπωσε πράγματι αυτήν την βρεττανική προκήρυξη και την κυκλοφόρησε ευρέως ανά την χώρα.
Την Δευτέρα, 26 Αυγούστου, έγινε νυκτερινή αποβίβαση ενός μεγάλου βρεττανικού αποσπάσματος από την Σταίητεν Αϊλαντ δια των Στενών στο νοτιοδυτικό άκρο της Λονγκ Αϊλαντ, σε θέσεις που απείχαν τότε περί τα δέκα μίλια από το Μπρούκλιν, αν και σήμερα αποτελούν τομείς του Μπρούκλιν, γνωστές ως Μπαίη Ριτζ και Ακτή Γκέρριτσεν. Από αυτά τα σημεία οι αποβιβασθείσες βρεττανικές δυνάμεις αναπτύχθησαν στην διάρκεια της νύκτας, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το δυτικό άκρο της Λονγκ Αϊλαντ νοτίως του Μεγάλου Ακρου Λιθαριού (μιας ψηλής οροσειράς που χωρίζει το νησί στα δύο κατά μήκος), και το πρωί είχαν φθάσει στο λιθάρι προς βορράν, και προς ανατολάς μέχρι την πόλη της Τζαμάικας. Ενα μέρος του Ηπειρωτικού Στρατού ήταν στρατοπεδευμένο στο Μπρούκλιν, βορείως του λιθαριού, και καθώς το τελευταίο ήταν ένα φυσικό οχυρό, τα περάσματα στην οροσειρά κοντά στο Μπρούκλιν φυλάσσονταν καλά. Ακολούθησε μάχη στα περάσματα του λιθαριού, αλλά οι Ηπειρωτικοί δεν είχαν φρουρά στο πέρασμα του δρόμου της Τζαμάικας (γνωστού σήμερα ως Ανατολική Νέα Υόρκη), πράγμα που καθιστούσε πανεύκολη τη διάβαση των βρεττανών βορείως του λιθαριού δι' αυτής της οδού, και γύρω από το ανατολικό πλευρό του Ηπειραωτικού Στρατού. Το πέρασμα στο σημερινό Νεκροταφείο Γκρήνγουντ κρατήθηκε από τις αμερικανικές δυνάμεις αρκετές ώρες ακόμη, τελικά όμως οι βρεττανοί κυριάρχησαν παντού, και τα Ηπειρωτικά στρατεύματα αναγκάσθησαν να υποχωρήσουν και να εγκαταλείψουν το Μπρούκλιν στους βρεττανούς. Μια τελευταία θέση κρατήθηκε από τους αμερικανούς στα Υψώματα του Μπρούκλιν, στην ακτή του Ανατολικού Ποταμού κοντά στο Μπρούκλιν, όμως μια νέα μάχη εκεί, δυο ημέρες αργότερα, εξανάγκασε τους αμερικανούς να υποχωρήσουν, περνώντας το ποτάμι, στην ίδια την Νέα Υόρκη, αφήνοντας ολόκληρη την Λονγκ Αϊλαντ υπό βρεττανική κατοχή.
Καθώς οι βρεττανοί προετοιμάζοντο εμφανώς να διασχίσουν τον Ανατολικό Ποταμό στο Μανχάτταν πάνω από την Νέα Υόρκη, κι αφού η υποταγή της πόλεως απέβη δύσκολη για τους Ηπειρωτικούς, την Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου, έγινε και νέα υποχώρηση στον Λόφο Μούρραιη, όπου οι αμερικανοί συγκεντρώθησαν στην τοποθεσία περίπου της σημερινής Ανατολικής 34ης οδού, αφήνοντας την πόλη της Νέας Υόρκης στην διάθεση του Λόρδου Χόουι και της στρατειάς του. Η πόλη καλωσόρισε τους βρεττανούς ως σωτήρες από τους Γιάνκηδες αντάρτες, αλλά δεν αποφεύχθησαν οι σχετικές ταραχές που κατέληξαν σε μεγάλη πυρακαϊά, η οποία κατέκαψε μεγάλο μέρος της πόλεως. Παρά την καταστροφήν αυτή, ο ενθουσιασμός των νεοϋρκέζων για την επιστροφή του βρεττανικού στρατού δεν αμαυρώθηκε καθόλου, και η πόλη παρέμεινε πιστή στην Αγγλία καθ' όλον τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Ολον τον καιρό που οι Ηνωμένες Πολιτείες οικοδομούντο ως έθνος, είχε παγιωθεί αρκετά σθεναρά μια μικρή βρεττανική κτήση, περιλαμβανομένης μιας ευρύτερης περιοχής περί την Νέαν Υόρκη και τα περίχωρά της, και ολόκληρη η χώρα των Ηνωμένων Πολιτειών μπόρεσε να οργανωθεί πλήρως χωρίς η Νέα Υόρκη και τα περίχωρά της να συναποτελούν τμήμα της. Κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η Νέα Υόρκη ήταν το βρεττανικό επιτελείο μέσα στην Αμερική.
Ακόμη και στον Λόφο Μούρραιη, οι Ηπειρωτικοί δεν κατάφεραν να κρατήσουν την θέση τους για πολύ. Επιχειρήθηκε το άνοιγμα της αμερικανικής γραμμής κατά μήκος όλης της νήσου στο σημείο αυτό, αλλά πριν αυτό μπορέσει να γίνει, τα βρεττανικά στρατεύματα στην πόλη άρχισαν την καταδίωξη, και βρέθηκαν σε καλή θέση ώστε να κυκλώσουν τους αμερικανούς από δυσμών. Οι αμερικανοί υποχώρησαν πάνω από το Λόφο Μούρραιη προς βορειοδυτική κατεύθυνση, τόσο για να αποφύγουν την καταδίωξη όσο και για να ανακόψουν μια βρεττανική επέλαση από το παληό φυλετικό μονοπάτι που οδηγούσε κατά μήκος του νησιού. Ενας προσωρινός καταυλισμός επετεύχθηκε στο Λονγκ Ακρ, μια εγκαταλελειμένη περιοχή πάνω στο μονοπάτι αυτό, μέρος του οποίου πολύ αργότερα μετατράπηκε σε αστική πλατεία με το όνομα Πλατεία Λονγκάκρ―γνωστή σήμερα ως Πλατεία των Τάιμς [Τάιμς Σκουαίαρ]. Μετά μια βιαστική σύσκεψη στην θέση που κατέχει σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα θεατρικά κρίρια της Νέας Υόρκης, το Θέατρο Παραμάουντ, αποφασίστηκε ότι το Λονγκ Ακρ ήταν ένα πολύ αδύνατο σημείο για να το υπερασπισθούν, και ακολούθησε μια ακόμη υποχώρηση στους ψηλούς λόφους στο κέντρο της Νήσου του Μανχάτταν (σημερινό Κεντρικό Πάρκο [Σέντραλ Παρκ]), όπου εγκαταστάθηκε ένα φρούριο στην κορυφή ενός λόφου δυτικά της μικρής λίμνης Χάρλεμ.
Στην διάρκεια όλων αυτών των υποχωρήσεων ο αμερικανικός στρατός έλαβε όντως μεγάλη βοήθεια από τους πολίτες, που αδημονούσαν περισσότερο να ιδούν τους γιάνκηδες να φεύγουν, παρά να τους βλέπουν να έρχονται. Πράγματι, έμοιαζε λες και υπήρχε συμφωνία να σταλούν πίσω στην Μασσαχουσέττη, απ' όπου ήλθαν. Το γεγονός ότι αυτή η βοήθεια σε πολλές περιπτώσεις πήρε την μορφή της καθυστερήσεως των βρεττανών στρατιωτών μέσω της περίσσιας φιλοξενίας των γυναικών, μοιάζει ενδεικτικό της απουσίας ανταγωνισμού έναντι των εμπλεκομένων βρεττανών
Εν τω μεταξύ, πρόσθετες βρεττανικές δυνάμεις είχαν σταλεί στην δυτική πλευρά του Ποταμού Χούντσον, και κατέλαβαν το τμήμα της Νέας Ιερσέης που είναι κοντά στην Νέα Υόρκη. Για να παρεμποδίσουν την εξάπλωσή τους προς νότον πίσω από τις Ηπειρωτικές γραμμές, ένα μέρος του Ηπειρωτικού Στρατού είχε τοποθετηθεί στις Περιφράξεις της Νέας Ιερσέης, ενώ, στο καθεαυτού Μανχάτταν, τα αμερικανικά στρατεύματα κατείχαν τα Υψώματα Χάρλεμ (αποκαλούμενα σήμερα Μορνινγκσάιντ), ενώ οι βρεττανοί κατείχαν τα χωριά Μπλουμινγκνταίηλ και Χάρλεμ, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν οι λόφοι επί των οποίων ο Ηπειρωτικός Στρατός είχε στήσει τα οχυρά του. Οι βρεττανοί επέτυχαν τελικά να σαρώσουν τα Υψώματα Χάρλεμ, αναγκάζοντας τους αμερικανούς σε νέα υποχώρηση προς βορράν στο άκρο σχεδόν της νήσου, ενώ αντίστοιχη υποχώρηση έγινε και από το ποτάμι, εξωθώντας τις αμερικανικές γραμμές για ένα διάστημα σε νέα οχυρά ονόματι Φρούριο Ουάσινγκτων στο Μανχάτταν και Φρούριο Λη στην Νέαν Ιερσέη, κοντά στην σημερινή θέση της Γέφυρας εις Μνήμην του Γεωργίου Ουάσινγκτων. Κι αυτά ακόμη αποδείχθησαν ευάλωτα, και οι αμερικανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν εντελώς την νήσο του Μανχάτταν, και επέστρεψαν στην αμερικανική κυρίως ήπειρο. Επί της τακτικής των πολιτών να βοηθούν τους αμερικανούς να φύγουν, λέγεται πως, όταν οι αμερικανοί στρατιώτες κατέβηκαν την πρώτη οροσειρά της στερεάς, οι γυναίκες έρριχναν πουπουλένια στρώματα στον δρόμο για να πνίξουν τον κρότο της απελάσεως, και από αυτή την περίσταση εκείνος ο δρόμος, σήμερα οδός του Μπρονξ, φέρει το όνομα Πουπουλένια Πάροδος.
Η σταδιακή υποχώρηση του Ηπειρωτικού Στρατού προχώρησε από την πόλη προς πάσαν κατεύθυνση, ώσπου στριμώχθηκαν στα σύνορα με το Κοννέκτικατ προς ανατολάς, στον Ποταμό Χούντσον προς βορρράν, και στον Ποταμό Ντελαγουαίρ προς δυσμάς. Την νύκτα των Χριστουγέννων του 1776, μια αιφνιδιαστική επάνοδος αμερικανικών στρατευμάτων από την Πεννσυλβανία δια του Ντελαγουαίρ κατέληξε την επαύριον σε μια προσωρινή ήττα των βρεττανών στο Τρέντον, και το δυτικό μέρος της Νέας Ιερσέης περιήλθε ξανά στην κατοχή των ανταρτών. Στην Ουέτσεστερ Κάουντι, την ενδοχώρα βορείως της Νέας Υόρκης, δεν κρίθηκε σκόπιμη η κατοχή της χώρας ούτε από τους βρεττανούς ούτε από τους αμερικανούς, κι έτσι παρέμεινε ουδέτερο έδαφος, υποκείμενο σε συνεχείς επιδρομές και από τις δύο πλευρές, και ουσιαστικά μέχρι τέλους του πολέμου τσιφλίκι δύο οργανωμένων αντίπαλων ληστοσυμμοριών που ήσαν γνωστοί ως οι Γδάρτες και οι Γελαδαραίοι.
138. "Μπουργκοϋνισμός." Οπως είδαμε, η Τικοντερόγα, που είχε κυριευθεί από τους Βερμοντέζους στις αρχές της επαναστάσεως, αποτέλεσε ένα κέντρο, γύρω από το οποίο μπόρεσε να συγκροτηθεί το επαναστατικό στοιχείο της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αυτό εν κατακλείδι σήμαινε την οργάνωση μιας ανεξάρτητης πολιτείας σε μια περιοχή που έφθανε από την Λίμνη Τσάμπλαιην μέχρι το πάνω μέρος της Κοιλάδας Χούντσον, με μητρόπολη το Αλμπανυ. Στο Αλμπανυ, τώρα, ακριβώς είχε καταφύγει η Συνέλευση της επαρχίας της Νέας Υόρκης, όταν ο Ηπειρωτικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την πόλη της Νέας Υόρκης―ως συνέπεια, το Αλμπανυ έγινε η πρωτεύουσα της πολιτείας της Νέας Υόρκης, και έκτοτε παρέμεινε έτσι, ενώ η Πόλη της Νέας Υόρκης έγινε η πρωτεύσουσα της βρεττανικής επικρατείας στις παληές αγγλικές αποικίες της Αμερικής.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως, το 1689, οι γάλλοι είχαν αναζητήσει μια διέξοδο στην θάλασσα από το Μοντρεάλ δια της Λίμνης Τσάμπλαιην και του Ποταμού Χούντσον, τα βρεττανικά στρατεύματα στον Καναδά, υπό τον Γεώργιο Μπουργκόυν, επιχείρησαν την ίδια διέξοδο το 1777, αναμένοντας με τούτο να επιτύχουν την σύνδεσή τους με τις βρεττανικές δυνάμεις υπό τον Χόουι στην Νέα Υόρκη, και να χωρίσουν την Νέαν Αγγλία από την υπόλοιπη επαναστατημένη χώρα. Η ανατολική πλευρά της Λίμνης Τσάμπλαιην, Βέρμοντ, παραήταν επαναστατημένη περιοχή για μιαν άμεση επίθεση των βρεττανών στα βουνά τους. Στην δυτική όμως πλευρά, ή Αντιροντάκ, οι βρεττανοί είχαν την βοήθεια της συμμάχου των Ομοσπονδίας των Ιρόκων. Ως αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτού, η Τικοντερόγα ανακαταλήφθηκε τον Ιούλιο από τους βρεττανούς, οι οποίοι προήλασαν θριαμβευτικά μέχρι το νότιο άκρο της Λίμνης Τσάμπλαιην, όπου, φθάνοντας στο τέρμα του υδάτινου αυτού εμποδίου, έπρεπε να εξαπλωθούν κάπως. Επιχειρήθηκε τότε μια είσοδος στο Βέρμοντ περί το νότιο άκρο της Λίμνης Τσάμπλαιην, με την ελπίδα πως αυτό θα δημιουργούσε ένα ευκολότερο τρόπο να εισέλθουν στην περιοχή εκείνη που είχε αψηφίσει την Αγγλία επί δεκαεννέα χρόνια με απόλυτη επιτυχία. Εν τούτοις, ο στρατός του Βέρμνοντ, τα "Παλληκάρια των Πράσινων Ορέων," βοηθούμενα από τους άνδρες του λεπτού του Νέου Χαμπσάιρ, τους συνάντησαν στο Μπέννινγκτον το Σάββατο, 16 Αυγούστου 1777, και κατάφεραν μια σοβαρή νίκη κατά των βρεττανώνν, που τους έφερε πίσω στην Κοιλάδα του Χούντσον. Ταυτόχρονα έφθαναν ήδη ενισχύσεις από τον Ηπειρωτικό Στρατό στην Νέα Ιερσέη. Τον Σεπτέμβριο, η υποχωρούσα στρατειά του Μπουργκόυν στάθμευε στην Σαρατόγα, όταν οι Ηπειρωτικοί ενώθησαν με τις καταδιωκτικές δυνάμεις από το Βέρμοντ και το Νέο Χαμπσάιρ, και επισυνέβησαν εκεί αρκετές αψιμαχίες.
Εν τω μεταξύ, τα βρεττανικά στρατεύματα στην Νέα Υόρκη, βρίσκοντας τον αμερικανικό στρατό εξασθενημένο στην Νέα Ιερσέη, εβάδισαν δια μέσου της Νέας Ιερσέης και μέσα στην Φιλαδέλφεια, αναμένοντας ότι η κατάληψη της πρωτεύουσας των επαναστατών θα τερμάτιζε τον πόλεμο. Εν προκειμένω όμως, η ομοσπονδιακή μορφή της κυβερνήσεως, που η Ευρώπη δεν είχε ποτέ γνωρίσει, και δεν μπορούσε να καταλάβει, αποδείχθηκε μια απροσδόκητη πηγή δυνάμεως, αφού οι πραγματικές πρωτεύουσες ήσαν στις πολιτείες, ενώ το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, όντας μια χαλαρά οργανωμένη ομοσπονδία χωρίς ιδιαίτερο λόγο παραμονής της σε ένα συγκεκριμένο σημείο, μετακινήθηκε απλώς από την Φιλαδέλφεια στο Λανκάστερ. Οι Κουάκεροι της Πεννσυλβανίας ήσαν ουδέτεροι, αλλά, εφ' όσον οι βρεττανοί είχαν το χρήμα, ενώ οι επαναστάτες δεν είχαν τίποτε, τα εφόδια πήγαν στους βρεττανούς, ενώ γινόταν ακόμη αρκετό λαθρεμπόριο δια μέσου του μετώπου στην Φιλαδέλφεια, και ο Ηπειρωτικός Στρατός χρειάσθηκε να περάσει ένα χειμώνα με ελάχιστη τροφή και ρουχισμό, στην Κοιλάδα Φορτζ, μεταξύ Φιλαδελφείας και Λανκάστερ.
Αλλά τα εθελοντικά στρατεύματα στον βορρά, με όποια βοήθεια ήσαν σε θέση να τους στέλνουν οι Ηπειρωτικοί, περνούσαν διαφορετικά. Εκλεισαν γρήγορα τον στρατό του Μπουργκόυν, και, μετά από λίγες αμφίρροπες μάχες, οι βερμοντέζοι και οι προσωρινοί σύμμαχοί τους νίκησαν τελικά τόσο οριστικά ώστε, την Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 1777, ο Στρατηγός Μπουργκόυν παρέδωσε τον στρατό του στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σχεδίαζαν να στείλουν τον στρατό του Μπουργκόυν πίσω στην Ευρώπη από το λιμάνι της Βοστώνης, αλλά οι αμερικάνοι εκείνο τον καιρό δυσκολεύονταν να κανονίσουν την μεταφορά οκτώ χιλιάδων ανδρών και των εφοδίων τους, κι έτσι αντί γι' αυτό εστάλησαν στην Βιρτζίνια, να περιμένουν κάποια ευκαιρία για την υπερατλαντική μεταφορά τους. Πολλοί από αυτούς ήσαν γερμανοί προερχόμενοι από τους στρατούς μικρών γερμανικών πριγκηπάτων, τα οποία τους είχαν εκμισθώσει επί τούτου στην Αγγλία. Αυτοί εξέφρασαν την προτίμησή τους να παραμείνουν στην Αμερική. Τους επετράπη να γίνουν πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, και έμειναν στην Αμερική, ενώ οι άγγλοι της στρατειάς του Μπουργκόυν επεστράφησαν στην Αγγλία με αναστολή.
Η αιφνίδια νίκη, την στιγμή που η επανάσταση έμοιαζε χαμένη προς πάσαν κατεύθυνση και καταδικασμένη στην ήττα, υπήρξε μεγάλη έκπληξη για τους ίδιους τους αμερικανούς, και ίσως δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν δεν ήταν η επέμβαση της μικρής ανεξάρτητης δημοκρατίας του Βέρμοντ, που οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούσαν εχθρό όσο και η Αγγλία, αφού αψηφούσε τις κυριαρχικές βλέψεις της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εν πάση περιπτώσει πάντως, χάρη σε αυτή την επέμβαση του Βέρμοντ ο πόλεμος μετεστράφη οριστικά, τουλάχιστον όσον αφορά τον βορρά, και κατέστησε στο εξής ανενεργή την απειλή των βορείων πολιτειών από τους βρεττανούς, εκτός της περιοχής της Νέας Υόρκης, που τον καιρό εκείνο ήταν πιο φιλοβρεττανική και από την ίδια την Αγγλία.
"Κι έτσι,
μπροστά στην
ήττα, στην
δύσκολη στιγμή, |
Η νίκη αυτή επί ενός τόσο δυνατού έθνους όπως η Μεγάλη Βρεττανία έφερε αμέσως την επανάσταση της Αμερικής στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής, και, για πρώτη φορά, η Ευρώπη άρχισε να δίνει προσοχή στην Αμερική ως πιθανό παράγοντα των διεθνών υποθέσεων. Το Λέξινγκτον και το Κόνκορντ υπήρξαν πολύ πιο αποφασιστικές νίκες. Ομως η πλήρης παράδοση ενός στρατού οκτώ χιλιάδων άρκεσε για να προσελκύσει την προσοχή της άλλης πλευράς του ωκεανού.
Από αυτήν την νίκη στην Σαρατόγα, έμεινε σε χρήση στην Αμερική επί κάποιο διάστημα μια νέα λέξη, το "μπουργκονίζειν," που εξέφραζε την αιφνίδια και απροσδόκητη μεταστροφή της ανέλπιδης ήττας σε θριαμβευτική νίκη.
139. Ξένη Βοήθεια. Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας αποδείχθηκε πόλος έλξεως για ορισμένες τάξεις ευρωπαίων κυνηγών της περιπέτειας, που αναζητούσαν κάποια νέα γωνιά του κόσμου για να πολεμήσουν. Η πρώτη περίπτωση ήταν ο Μαρκήσιος ντε Λαφαγέτ, που είχε ένα μικρό ιδιωτικό στρατό, και έψαχνε την ευκαιρία να τον εξασκήσει στον πόλεμο. Εφυγαν αθόρυβα από την Γαλλία στην Ισπανία, και απέπλευσαν μυστικά για την Αμερική, αποβιβαζόμενοι στην Τσάρλσταουν, στην Νότιο Καρολίνα, την άνοιξη του 1777. Οι πολωνοί αριστοκράτες Κοσιούσκο και Πουλάσκι, και ο πρώσσος Βαρώνος φον Στόυμπεν, κατέπλευσαν στην Αμερική αργότερα με τον ίδιο τρόπο, αν και η ομάδα του Λαφαγέτ υπήρξε ο μόνος αποτελεσματικός σύμμαχος που είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον Πόλεμο υπέρ της Ανεξαρτησίας. Ο Λαφαγέτ και οι γάλλοι του ήσαν μαζύ με τους Ηπειρωτικούς στην Κοιλάδα Φορτζ, και αργότερα, στα 1778, βοήθησαν στην εκδίωξη των βρεττανών από την ναυτική βάση στο Νιούπορτ, το μόνο μέρος της Νέας Αγγλίας που κρατούσαν ακόμη οι βρεττανοί.
Καθώς ο Μαρκήσιος ντε Λαφαγέτ ανήκε στην υψηλή γαλλική αριστοκρατία, και ήταν ευνοούμενος του βασιλέως, η Γαλλία ανεδέχθη την αναχώρησή του επισήμως με την διπλωματική αναγνώριση των Ηνωμένων πολιτειών ως ανεξαρτήτου έθνους―την πρώτη ξένη αναγνώριση που εδέχθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Βενιαμίν Φρανκλίνος εστάλη ως αμερικανός πρέσβυς στην Γαλλία, και έγινε άκρως δημοφιλής στο Παρίσι, σαν ένα είδος παριζιάνικης τελευταίας μόδας, όπως φαίνεται.
Αυτή η αναγνώριση των Ηνωμένων Πολιτειών ερμηνεύθηκε στο Λονδίνο ως προσβολή κατά της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, και εξ αυτής προεκλήθη αμέσως θέμα μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. Καθώς η γαλλική κυβέρνηση είδε στην κατάσταση αυτή μιαν ευκαιρία να ανακαταλάβει τον Καναδά και την Ινδία, και να ακρωτηριάσει ποικιλοτρόπως επί πλέον την Αγγλία ως αντίζηλο, η Γαλλία δεν είχε αντίρρηση να αφήσει το ζήτημα να εξελιχθεί σε πόλεμο. Την κήρυξη πολέμου ακολούθησε μια συνθήκη συμμαχίας μεταξύ της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου τα δύο έθνη δεσμεύοντο να μη συνάψουν ξεχωριστήν ειρήνη―δέσμευση που παρα λίγο να αποβεί πλήρως καταστροφική αργότερα.
Η ξαφνική κήρυξη πολέμου από μια γειτονική χώρα προκάλεσε ένα κύμα εθνικιστικού ενθουσιασμού στην Αγγλία, της οποίας ο λαός είχε δείξει ώς τότε σχετικά μικρό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην μακρυνή Αμερική. Ενα νέο έθνος όμως έμελλε να έλθει με το μέρος της Γαλλίας και της Αμερικής: Η Ισπανία, βρίσκοντας την Αγγλία απασχολημένη με δύο εχθρούς, έκρινε πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ανακτήσει το Γιβραλτάρ καθώς και κάποιες από τις παληές κτήσεις της στο Δυτικό Ημισφαίριο, όπως την Φλόριδα, την Μπελίθε, και την Τζαμάικα. Ετσι η Ισπανία συνήψε συμμαχία με την Γαλλία, και κήρυξε πόλεμο κατά της Αγγλίας. Και Ισπανία και Γαλλία μαζύ άρχισαν την πολιορκία του Γιβραλτάρ.
Η Αγγλία τώρα, κυκλωμένη από εχθρούς, προχώρησε βάσει της παληάς της θεωρίας ότι "η Βρεττανία κυβερνά τα κύματα," ξεσπώντας κατά της ουδέτερης ναυσιπλοΐας στην Μάγχη και τον Ατλαντικό, ερευνώντας και συλλαβμάνοντας πολλά ουδέτερα πλοία. Ως αποτέλεσμα, οι διάφορες ουδέτερες χώρες της Ευρώπης, περιλαμβανομένων της Πρωσσίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας, και πολλών άλλων, σχημάτισαν μια συμμαχία καλούμενη Ενοπλη Ουδετερότης, για να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους ως ουδετέρων, και ιδίως να καθορίσουν τα δικαιώματα των ουδετέρων πλοίων στις ανοικτές θάλασσες. Μολονότι ένα μόνον έθνος της Ενόπλου Ουδετερότητος, και δη η Ολλανδία, ενεπλάκη πραγματικά στον πόλεμο, ολόκληρη η συμμαχία αποτελούσε απειλή για την Αγγλία, σε τέτοια έκταση που, το 1780 ήδη, πολύ λίγα αγγλικά πλοία είχαν απομείνει στον ωκεανό, ο εφοδιασμός της Αγγλίας είχε σημαντικά αποκοπεί, ενω στο ίδιο το Λονδίνο χρειάσθηκε να διατηρείται ένοπλη στρατιωτική δύναμη, προκειμένου να αποτρέψει μια πιθανή εξέγερση μέσα στην χώρα.
140. Αρθρα Συνομοσπονδίας. Εν τω μεταξύ, η επιτροπή του Ηπειρωτικού Κονγκρέσου που είχε ορισθεί τον καιρό της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας για να συντάξει ένα σχέδιο συντάγματος της νεο-ανεξάρτητης ομοσπονδίας, εργαζόταν για την σύνταξη ενός κειμένου που ονόμασε "Αρθρα Συνομοσπονδίας και Αενάου Ενώσεως."
Οι ίδιες οι Πολιτείες παρακινούντο επίσης να δείξουν την ανεξαρτησία τους συντάσσοντας δικά τους συντάγματα εις αντικατάσταση των χαρτών που αντιπροσώπευαν την δοτή από την Αγγλία εξουσία, προκειμένου να έχουν δική τους κυβέρνηση. Οπως είδαμε, η Ρόουντ Αϊλαντ και το Κοννέκτικατ, οι χάρτες των οποίων δεν έδιναν τον έλεγχο στην Αγγλία, και οι οποίες είχαν διακηρύξει την ανεξαρτησία τους πριν από το Κονγκρέσσο, συνέχισαν να λειτουργούν χωρίς καμμία αλλαγή στην μορφή διακυβερνήσεως, διατηρώντας τους παλαιούς χάρτες των. Το Κοννέκτικατ, μάλιστα, είχε μεταξύ των θεμελιωδών νόμων του ένα σύμφωνο που χρησίμευε ως ομοσπονδιακό σύνταγμα, καθώς συνιστούσε μια συνθήκη ομόσπονδης συνενώσεως πόλεων σε μια και μόνη επαρχιακή διοίκηση. Στην Μασσαχουσέττη, η οργάνωση των ανδρών του λεπτού, καταγόμενη από την περίοδο της πολιτικής ανυπακοής, διέφερε από τις άλλες πολιτείες, κατά το ότι δεν βασιζόταν στο προηγούμενο καθεστώς, και δεν είχε άλλα προηγούμενα να ακολουθήσει ή να απορρίψει παρά τα δικά της. Το Νέο Χαμπσάιρ διέφερε επίσης από τις άλλες πολιτείες, έχοντας λάβει μέρος στην επανάσταση πριν από την δικήρυξη της ανεξαρτησίας. Ομως, αντίθετα από την περίπτωση της της γείτονος Μασσαχουσέττης η εξέγερση προερχόταν σαφώς από μέρους του νομοθετικού σώματος, κατά των διορισμένων από την Αγγλία κυβερνήτη και δικαστών, ενώ, ακόμη και προτού κηρυχθεί η ανεξαρτησία, το Νέο Χαμπσάιρ προέβη στην αναδιοργάνωση της κυβερνήσεώς του βάσει ενός βρεττανικού σχήματος, με ένα εκλεγμένο εκτελεστικό σώμα εις αντικατάσταση του κυβερνήτη, τον οποίο επιθυμούσαν να ανατρέψουν.
Στο Νέο Χαμπσάιρ, λοιπόν, την χρονιά του 1776, το νομοθετικό συνεκάλεσε μια ειδική συνάντηση πόλεων, για να σχεδιάσουν ένα σύνταγμα για την καινούργια κυβέρνηση, συνάντηση διαμορφωμένη εν πολλοίς πάνω στο πρότυπο των Κομητειακών Συνελεύσεων της πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης. Οι επαναστάτες, ωστόσο, αποτελούσαν μέρος της παλαιάς κυβερνήσεως, οπότε ακολούθησαν ευρέως τον βρεττανικό τύπο κυβερνήσεως, περιοριζόμενο όμως από τα ατομικά δικαιώματα, με τρόπο παρόμοιο με εκείνο περί του οποίου μιλούσε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που είχε εκδοθεί περίπου τον ίδιο καιρό. Καθώς αναγνωρίζετο ότι η παλαιά πρωτεύουσα, Πόρτσμουθ, ήταν πολύ εύκολα προσιτή στις βρεττανικές αρχές, η αναδιοργανωμένη Πολιτεία επέλεξε την πόλη του Ράμφορντ, που είχε οικοδομηθεί στην θέση της παληάς πρωτεύουσας της ομοσπονδίας Πενακούκ, και που, μετά τις μάχες που εγκαινίασαν την επαναστατική δραστηριότητα στην Μασσαχουσέττη, ξαναβαπτίσθηκε Κόνκορντ, από την κωμόπολη της Μασσαχουσέττης που είχε φέρει τον πανικό στους βρεττανούς. Το σύνταγμα που σχεδίασε το Νέο Χαμπσάιρ ετόνιζε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, έχοντας ιδίως υπ' όψη τις βλέψεις των αγροτών επί του εδάφους έναντι των μεγαλογαιοκτημόνων, τους οποίους αντιπροσώπευε η διοίκηση. Καθώς το νομοσχέδιο είχε ξεκινήσει πριν κηρυχθεί η ανεξαρτησία, το νέο εκτελεστικό όργανο δεν ήταν ορισμένως ο Κυβερνήτης, δηλαδή ο εκπρόσωπος της Αγγλίας. Ο τίτλος του ηγέτη του καινούργιου εκτελεστικού οργάνου του Νέου Χαμπσάιρ πάρθηκε από εκείνον που χρησιμοποιούσε το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, του οποίου επί κεφαλής ήταν ο Πρόεδρός του. Εδώ, για πρώτη φορά, το όνομα Πρόεδρος χρησιμοποιήθηκε ανεξαρτήτως πραγματικών προεδρικών λειτουργιών, για να υποδηλώσει το κύριο εκτελεστικό όργανο μιας δημοκρατικής κυβερνήσεως.
Το σύνταγμα αυτό χρησίμευσε ως πρότυπο για άλλες πολιτείες. Οπως έχουμε ήδη μνημονεύσει, το Κοννέκτικατ και η Ρόουντ Αϊλαντ δεν έκαναν αλλαγές στους χάρτες των: στην Μασσαχουσέττη, το παλαιό κομμάτι της πολιτικής ανυπακοής στην κυβέρνηση της πολιτείας αποτελούσε σημαντική αντίθεση στο να ακολουθηθεί ο δρόμος του νέου Χαμπσάιρ, πράγμα που ίσχυε σε μικρότερη έκταση και για το Βέρμοντ. Οι Πολιτείες γενικώς, η μια μετά την άλλη, άρχισαν να υιοθετούν συντάγματα βασισμένα, όχι στα αναλλοίωτα δικαιώματα της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας, παρά στα δικαιώματα της περιουσίας, με ένα κεντρικό εκτελεστικό ηγέτη που διέφερε από ένα βασιληά ή βασιλικό κυβερνήτη μόνο κατά το ότι ήταν εκλεγμένος, την ψήφο μάλιστα στα χέρια όσων κατείχαν περιουσία (προσόν που ίσχυε ανέκαθεν στον Νότο, το οποίο όμως η Αγγλία είχε χρειασθεί να επιβάλει στις πουριτανικές αποικίες, και το οποίο αγνοούσε παντελώς το σύστημα της πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης).
Η Βιρτζίνια είχε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα κατά την αναδιοργάνωση της πολιτειακής κυβερνήσεως. Εκεί, η Εκκλησία της Αγγλίας αναγνωρίζετο ως επίσημη εκκλησία, και δεν υπήρχε η παραμικρή ανοχή έναντι άλλων δογμάτων. Ομως η αναδιοργάνωση με την Εκκλησία της Αγγλίας ως καθιερωμένη εκκλησία θα συνεπαγόταν υποταγή στον Βασιλέα της Αγγλίας ως κεφαλή της εκκλησίας. Ταυτοχρόνως, όλες οι σπουδαίες προσωπικότητες ήσαν επισκοπικοί, ενώ δεν υπήρχε η παραμικρή εξέγερση κατά της εκκλησίας. Αποφασίστηκε τελικά να συμβιβασθούν, καθαιρώντας την Επισκοπική Εκκλησία, τουλάχιστον έως ότου η εκκλησία αυτή μπορέσει να αναδιοργανωθεί υπό αμερικανικόν έλεγχο. Ετσι η Βιρτζίνια αναγκάσθηκε να διακηρύξει την ανεξιθρησκία, αντίθετα σε κάθε προηγούμενο εκεί, και ακόμη αντίθετα στην προσωπική γνώμη εξεχόντων πολιτών όπως ο Γεώργιος Ουάσινγκτων, που θα είχαν προτιμήσει να διατηρήσουν την καθιερωμένη εκκλησία εάν αυτό ήταν δυνατόν. Το ίδιο πρόβλημα παρουσιάσθηκε σε μικρότερη έκταση στις Καρολίνες και την Τζώρτζια, όπου, καίτοι η Εκκλησία της Αγγλίας ήταν η επίσημη εκκλησία, στην πράξη είχε λιγότερους πιστούς, και όπου η ανεξιθρησκία είχε από πολλού αναγνωρισθεί.
Τα πολιτειακά συντάγματα, εν τούτοις, συνιστούσαν απόκλιση από την αρχική πρόθεση του γραπτού συντάγματος, το οποίο ήταν μια συνθήκη ομοσπονδίας, αν και στην περίπτωση του Νέου Χαμπσάιρ είχε ξεκινήσει σαν να ήταν συνθήκη ομοσπονδίας μεταξύ των δημοτικών συνελεύσεων, στην μακροχρόνια αντιπαλότητα των οποίων έναντι του βρεττανικού καθεστώτος βασίσθηκε η επανάσταση εκεί. Τα Αρθρα Συνομοσπονδίας ήσαν ουσιαστικά το είδος εκείνο του γραπτού συντάγματος, που ήσαν τα αρχικά συντάγματα μεταξύ των ερυθροδέρμων. Και σε αυτά, καθώς είχε τηρηθεί η αρχική πρόθεση, είχε διατηρηθεί το πρότυπο των ερυθροδέρμων, παρά το βρεττανικό σχήμα κυβερνήσεως που είχαν σχεδιάσει οι πολιτείες εκείνες, των οποίων η επανάσταση είχε διεξαχθεί δια νομοθετικών σωμάτων κληροδοτημένων από το παλαιό καθεστώς. Εν τούτοις, στην περίπτωση των Αρθρων, το γεγονός ότι η ομοσπονδία διαμορφώθηκε πριν από το σύνταγμά της, αντί ως αποτέλεσμα αυτού, είχε σημαντική επίδραση πάνω στην λειτουργία αυτού του συντάγματος.
Τα Αρθρα Συνομοσπονδίας άρχιζαν με την δήλωση: "Ο τίτλος αυτής της Συνομοσπονδίας θα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής," και συνέχιζε καθιερώνοντας μια μορφή κυβερνήσεως, κηρύσσοντας την φύση της συνομοσπονδίας ως ένα "σύνδεσμο φιλίας" μεταξύ των πολιτειών, και επιφυλάσσοντας στις πολιτείες την πλήρη κυριαρχία που ανήκε σε κάθε έθνος. Προεβλέπετο ότι ο Καναδάς θα μπορούσε να εισέλθει στην ομοσπονδία με αίτησή του ανά πάσα στιγμή, αλλά ότι η εισδοχή οιασδήποτε άλλης πολιτείας θα έπρεπε να περάσει από το Κονγκρέσσο. Το ίδιο το Κονγκρέσσο καθορίζετο ως συγκροτούμενο από εκλεγόμενους κατ' έτος αντιπροσώπους, απεσταλμένους από τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα, ανακλητούς ανά πάσα στιγμή. Ο αριθμός των αντιπροσώπων για κάθε πολιτεία θα ήταν από δύο έως επτά, αναλόγως της συνδρομής της πολιτείας προς το Κονγκρέσσο (η ομοσπονδία, υπό την Πρώτη Δημοκρατία δεν είχε φορολογικές εξουσίες). Εν τούτοις, ο καθορισμός της πραγματικής ψήφου της κάθε πολιτείας στο Κονγκρέσσο δεν επαφίετο στην χρηματική συνδρομή, αφού οι αποφάσεις ελαμβάνοντο με ψήφο κατά πολιτείες, όπου η αντιπροσωπεία της κάθε πολιτείας διέθετε μία ψήφο, ενώ για την έγκριση της όποιας αποφάσεως απαιτείτο η ψήφος εννέα πολιτειών (με πρόθεση, δηλαδή, την προϋπόθεση της συγκεντρώσεως των δύο τρίτων των ψήφων). Τροποποιήσεις στα Αρθρα Συνομοσπονδίας θα μπορούσαν να γίνονται με την επικύρωση όλων των πολιτειών, ενώ τα ίδια τα Αρθρα θα ίσχυαν από της επικυρώσεώς τους εκ μέρους όλων των πολιτειών.
Οσο για τις λειτουργίες της ομοσπονδίας, αυτές συνίσταντο, κατά τα Αρθρα, στον πόλεμο, την ειρήνη, τις διεθνείς συνθήκες, τις διπλωματικές σχέσεις, τα ταχυδρομικά γραφεία και ταχυδρομικούς δρόμους, την έκδοση νομίσματος, και λίγα ακόμη ειδικά θέματα. Επί πλέον, υπήρχε πρόβλεψη για την ευχέρεια του Κονγκρέσσου να παρέχει επιτροπές διαιτησίας σε περίπτωση διαφωνιών μεταξύ πολιτειών επί οιουδήποτε ζητήματος. Οι υφιστάμενες διπλωματικές σχέσεις (το 1777, όταν συνετάχθησαν τα Αρθρα) με την Γαλλία και την Ισπανία επικυρώνοντο δια των Αρθρων Συνομοσπονδίας. Δεν δημιουργείτο καμμία εκτελεστική ή δικαστική λειτουργία, και όλοι οι νόμοι των "εν Κονγκρέσσω συγκεντρωθεισών Ηνωμένων Πολιτειών" όφειλαν να θεωρούνται συνθήκες μεταξύ των πολιτειών, προς εφαρμογήν από μέρους των επί μέρους πολιτειών. Επιπροσθέτως, μέσα στα Αρθρα Συνομοσπονδίας ενεγράφησαν διάφορες συμφωνίες μεταξύ των πολιτειών σχετικά με τα αμοιβαία προνόμια των πολιτών, όπως ήταν μια συμφωνία που προέβλεπε ότι οι πολίτες κάθε πολιτείας θα έπρεπε να έχουν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα των πολιτών οιασδήποτε πολιτείας, και να τους επιτρέπεται η ελεύθερη είσοδος και έξοδος σε όλες τις πολιτείες.
Αν και αυτό το σύνταγμα είχε προταθεί από το Κονγκρέσσο το 1778, επικυρώθηκε από όλες τις πολιτείες μόλις το 1781, έτσι που, κατά την περίοδο της διεξαγωγής των μαχών στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, το Κονγκρέσσο των Ηνωμένων Πολιτειών λειτουργούσε χωρίς κανένα ορισμό των εξουσιών και της μορφής του, πέραν της κοινής συναινέσεως των πολιτειών. Στα τέσσερα χρόνια αυτής της περιόδου, το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο απέκτησε καινούργιες λειτουργίες μη αναφερόμενες στα Αρθρα, ούτε όμως και απαγορευόμενες από αυτά, και οι οποίες έχουν μερικές φορές αντιμετωπισθεί ως παράνομες καταχρήσεις, αν και αυτό που συνιστούσε την πραγματική εξουσία του Κονγκρέσσου ήταν η εξέλιξη της επαναστάσεως, και όχι τίποτε έγγραφα, οπότε οι καινούργιες αυτές λειτουργίες δεν ήσαν σε καμμία περίπτωση παράνομες. Αφού τα Αρθρα Συνομοσπονδίας εθεωρούντο εν πολλοίς ως γραπτή επιβεβαίωση της πραγματικής καταστάσεως πραγμάτων, έπεται ότι οι όποιες καινούργιες λειτουργίες αποκτούσε το Κονγκρέσσο εκκρεμούσης της επικυρώσεως εξακολουθούσαν και μετά την θέση εν ισχύι των Αρθρων. Ας μη ξεχνάμε ότι η Πρώτη Δημοκρατία δεν δημιουργήθηκε ουσιαστικά από τα Αρθρα, παρά από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, και τα Αρθρα ήσαν απλώς μια εκ των υστέρων επιβεβαίωση αυτού που είχε ήδη συντελεσθεί.
Μεταξύ άλλων πραγμάτων που έκανε το Κονγκρέσσο συμπλρώνοντας την οργάνωση της ομοσπονδίας, πέρα από την σύνταξη του συντάγματος, ήταν ο καθορισμός μιας σημαίας για την ομοσπονδία. Προς τούτο, οι αστερίες του οικοσήμου της οικογενείας Ουάσινγκτων αντικατέστησαν το βρεττανικό σύμβολο της "νόθου" σημαίας που είχε εισαγάγει ο Γεώργιος Ουάσινγκτων στο Καίμπριτζ, με ένα αποτέλεσμα που απέκλεισε σχεδόν εντελώς το αρχικό κόκκινο λάβαρο των ανδρών του λεπτού. Οι δεκατρείς κόκκινες και άσπρες λωρίδες της "επαναστατικής ριγωτής" σημαίας διατηρήθησαν με την απόφαση του Κονγκρέσσου του Σαββάτου, 14 Ιουνίου 1777, όμως το σχέδιο στην γωνία ήταν κυανό με δεκατρείς από τους αστερίες των Ουάσινγκτων τοποθετημένους σε κύκλο. Στην διάταξη αυτή βασίστηκε έκτοτε η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και επί πολλά χρόνια ο Βορράς και ο Νότος είχαν διαφορετικές ερμηνείες των λωρίδων, αφού στον Βορρά ήταν το αρχικό κόκκινο με έξι λευκές λωρίδες, ενώ στον Νότο ήταν λευκό με έξι κόκκινες λωρίδες. Αυτό το εσωτερισκό ρήγμα στην ομοσπονδία αντικατοπτριζόταν έτσι σε μια πραγματική διαφορά επάνω στην ομοσπονδιακή σημαία.
Η Πρώτη Δημοκρατία στην πραγματικότητα ουδέποτε έκοψε νόμισμα ή καθιέρωσε κάποιο χρηματικό κανόνα, παρά την σχετική εξουσιοδότηση από τα Αρθρα Συνομοσποδίας. Αλλά, πριν επικυρωθούν τα Αρθραμά―λιστα περί την εποχή που είχαν αρχικά προταθεί―το Κονγκρέσσο, όπως πολλές κυβερνήσεις χωρίς χρηματική ευχέρεια, εξέδωσε χαρτονόμισμα, όπως έκαναν και πολλές από τις πολιτείες. Αν και το αγγλικό χρήμα παρέμενε η βάση υπολογισμού στην Αμερική, τα περισσότερα αγγλικά νομίσματα στην Αμερική κατά τον πόλεμο ήσαν πολύ φθαρμένα, και, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ξένου εμπορίου της Αμερικής διεξαγόταν τότε με τις ισπανικές κτήσεις, το κύριο είδος χρήματος που κυκλοφορούσε ήταν ισπανικό. Οι πολιτείες εξακολουθούσαν ακόμη να εκδίδουν τα χαρτονομίσματά τους σε σελλίνια και λίρες. Ομως το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο εξέδιδε τα δικά του κυρίως μέ όρους του ισπανικού χρήματος, η μονάδα του οποίου ήταν το πέσο, γνωστό στους άγγλους ως το νόμισμα των οκτώ, το δουβλόνι, το πιάστρο, ή το δολλάριο. Ετσι κατέληξε το "ηπειρωτικό χρήμα" να εκδίδεται με όρους ισπανικών "δολλαρίων"―γεγονός που έμελλε αργότερα να καθορίσει την αμερικανική βάση του νομίσματος. Οι στρατιώτες πληρώνονταν εν πολλοίς σε "ηπειρωτικό," που, περί το τέλος του πολέμου, έχασε σχεδόν την αξία του για ένα διάστημα. Η έκφραση "δεν αξίξει ηπειρωτικό" ή "δεν μου καίγεται ηπειρωτικό" προέρχεται από την περίσταση αυτή.
Τα ίδια τα Αρθρα Συνομοσπονδίας βασίζοντο κατά πολύ στα πρότυπα Ιρόκων και Πενακούκων περί ομοσπονδιακού συντάγματος. Η ομοσπονδία, ως υφίστατο, ήταν μια προσωρινή συμμαχία εν καιρώ πολέμου―παρόμοια λοιπόν κατά την προέλευση με την Ομοσπονδία Πενακούκ―αλλά τα Αρθρα διακήρυσσαν την Ενωση αέναο, μόνιμη, δηλαδή, οργάνωση, χωρίς να θέτουν κανένα χρονικό όριο. Η διεπόμενη από αυτά τα Αρθρα Ενωση δεν κράτησε πολύ. Και το όλο πνεύμα των Αρθρων Συνομοσπονδίας είναι ενάντιο στην μεταγενέστερη ερμηνεία, που χρησιμοποίησε το "αένανον" της Ενώσεως ως δικαιολόγηση της χρήσεως βίας κατά των απείθαρχων πολιτειών. Επί Πρώτης Δημοκρατίας, η κάθε πολιτεία μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε ουσιαστικά χωρίς περιορισμούς, και να αλλάζει τον τύπο διακυβερνήσεώς της όπως την εξυπηρετούσε.
141. Ο Πόλεμος στην Δύση. Μετά την παράδοση του Μπουργκόυν, οι βρεττανοί αναγκάσθησαν να συγκεντρωθούν στην άμυνα της Νέας Υόρκης, δίνοντας έτσι την δυνατότητα στον Ηπειρωτικό Στρατό να προελάσει το επόμενο καλοκαίρι και να ανακαταλάβει την Φιλαδέλφεια. Και η μικρή βρεττανική επικράτεια γύρω από την Νέα Υόρκη υποχρεώθηκε σε μια μακρά και σταθερή πολιορκία. Αυτή η μικρή επικράτεια εκάλυπτε την Λονγκ Αϊλαντ και τις νήσους Μανχάτταν και Σταίητεν, και την Νέα Ιερσέη μέχρι τα Ουάτσουνγκ (ή Πορτοκαλλί) Ορη. Η ενδοχώρα του Ουεσττσέστερ δεχόταν επιδρομές και από τις δύο πλευρές, χωρίς όμως να τελεί υπό την κατοχή καμμιάς από αυτές, κυβερνώμενη από συμμορίες, όπως είδαμε, ενώ οι βρεττανοί περιορίζοντο στην διατήρηση μιας φρουράς στην Γέφυρα του Βασιλέως, η οποία συνέδεε το Μανχάτταν με την ενδοχώρα.
Μετά την παράδοση του Μπουργκόυν στην Σαρατόγα, οι νικηφόροι επαναστάτες της Πολιτείας της Νέας Υόρκης έστρεψαν την προσοχή τους ευρέως στην κατάκτηση του Βέρμοντ, το οποίο είχε κερδίσει την νίκη στην πραγματικότητα. Σε αυτό τους όμως το σχέδιο δεν είχαν ποτέ επιτυχία, αν και ο "Πόλεμος των Πρασίνων Ορέων" συνεχίσθηκε επό μακρόν μετά την λήξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Η Ομοσπονδία των Ιρόκων, που ήταν ακόμη ο ισχυρότερος πολιτικός παράγων στην ήπειρο, και που είχε βοηθήσει τον Μπουργκόυν στην προέλασή του από τον Καναδά δια μέσου της επικρατείας της, ήρθε τώρα σε άμεση επαφή με τους Ηπειρωτικούς. Καθώς η πρώτη επαναστατική διαδήλωση στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έγινε υπέρ της δημιουργίας λευκών καταυλισμών μέσα σε ιροκέζικη επικράτεια, ο Ηπειρωτικός Στρατός, και ιδίως η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ξεκίνησε ένα ενεργή πόλεμο εναντίον των Ιρόκων. Εποικοι εστάλησαν από την Πεννσυλβανία να εισβάλουν και να εγκατασταθούν στην Κοιλάδα Γουαϊόμινγκ, το ορεινό πέρασμα που σχημάτιζε την νότια είσοδο στην ιροκέζικη επικράτεια, ενώ άλλες ομάδες εποίκων από την άνω κοιλάδα Χούντσον εισέβαλαν στην κυρίως ιροκέζικη επικράτεια. Οι ιροκέζικες στρατειές, ενοχλημένες φυσικά από την καθολική αυτήν εισβολή στην επικράτεια της Ομοσπονδίας, επετέθησαν και εξολόθρευσαν αυτούς τους καταυλισμούς το θέρος του 1778. Το επόμενο έτος, ο Στρατηγός Σάλλιβαν του Νέου Χαμπσάιρ, οδηγώντας ένα μεγάλο μέρος του Ηπειρωτικού Στρατού, έφερε τον πόλεμο μέσα σε ιροκέζικο έδαφος, όπου οι Ηπειρωτικοί κατέφεραν ήττες στα ιροκέζικα στρατεύματα των οποίων ηγείτο ο Θαγεντανάτζεα (ενίοτε καλούμενος Στρατηγός Μπραντ). Η Ιροκέζικη Ομοσπονδία, ως πολιτική δύναμη, είχε τώρα ουσιαστικά χάσει κάθε σημασία, και με τον στρατό της παραδομένο, συνήφθη μια εκεχειρία που έδινε στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης τον έλεγχο επί της επικρατείας της Ομοσπονδίας. Η Ομοσπονδία, εν τούτοις, συνέχισε έκτοτε να λειτουργεί, και διεκδικεί ακόμη την εθνική ανεξαρτησία, που αναγνωρίσθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες μόλις το 1917, όταν η Πολιτεία της Νέας Υόρκης διεκδίκησε και ανέλαβε τον πλήρη έλεχγο επί της όποιας ιροκέζικης γης είχε απομείνει μέσα στα όριά της.
Ακόμη δυτικότερα ήσαν οι Σώουνοι, και τα κατάλοιπα της Ομοσπονδίας των Λενάπων, οι οποίοι στην αρχή έκλιναν σε κάποια φιλία προς τους επαναστάτες, και έκαναν κάποια σχετικά ανοίγματα προς τις αρχές της Πεννσυλβανίας, που διατηρούσε πολλά προκεχωρημένα φυλάκια, όπως το Φρούριο Πιττ (Πίττσμπουργκ) και γειτονικά φρούρια. Εν τούτοις, το ρεύμα των εποίκων που εισέρρεαν σε εκείνη την περιοχή, και στην νότια πλευρά του Ποταμού Οχάιο (την πρώην αποικία της Τρανσυλαβανίας, υπαγόμενη τώρα στην Βιρτζίνια), αντιμετώπιζε όλες τις ερυθρές φυλές κυρίως ως εμπόδια στην εγκατάστασή τους στην περιοχή αυτήν, λες και η γη ανήκε στους εποίκους και όχι στους ερυθροδέρμους. Κατά συνέπεια, παρά την προθυμία των ερυθροδέρμων να ανεχθούν τους εποικισμούς, οι συγκρούσεις ήσαν αναπόφευκτες, ιδιαίτερα όταν οι έποικοι άρχισαν να διεκδικούν μεγάλα κομμάτια γης υπό την ατομική τους ιδιοκτησία. Τελικά, οι έποικοι κοντά στα φρούρια της Πεννσυλβανίας, οι οποίοι από καιρό αδημονούσαν να αποσκιρτήσουν από την Πεννσυλβανία εξ αιτίας της προθυμίας της πολιτείας να συμμαχήσει με τους Σώουνους και τους Λενάπες, εξεβίασαν την κατάσταση φονεύοντας δύο απεσταλμένους του Εθνους των Σώουνων, οι οποίοι είχαν έλθει να διαπραγματευθούν μια συμμαχία. Ακολούθησε μια βιαστική απόπειρα αναβιώσεως της παληάς Ομοσπονδίας Οττάβα στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, και συνήφθησαν συμμαχίες με τις ορεινές φυλές των Τσερόκων (που, καθώς συνεδέοντο στενά με τους Ιρόκους, παρατάχθησαν φυσικά στην ίδια πλευρά), και με τα έθνη των Μασόκων στον Νότο, καθώς και με το βρεττανικό δυτικό επιτελείο στο Ντητρόιτ. Η ομοσπονδία των Λενάπων, της οποίας η θυγατρική, οι Υιοί του Τάμμανυ, είχε σταθεί το κινητήριο πνεύμα πίσω από την επανάσταση των μέσων πολιτειών, εξέδωσε την δική της Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, με πρότυπο εκείνη που είχαν εκδώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η συμπαράταξη αυτή των φυλών κήρυξε αμέσως τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και μόνον οι δυτικοί έποικοι και οι "καταπατητές" του Νότου είχαν την διάθεση εκτεταμένης διεξαγωγής του πολέμου από πλευράς των λευκών.
Το 1776, λίγο μετά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, είδαμε πως η Βιρτζίνια, που διεκδικούσε για τους αριστοκράτες της την ιδιοκτησία εδαφών εκεί, ανέλαβε τις αποικίες της Τρανσυλβανίας και της Βανδαλίας. Την πράξη αυτή ακολούθησε η παρόμοια κατάληψη των οικισμών της Βατάουγα από μέρους της Καρολίνας. Η Νότιος Καρολίνα και η Τζώρτζια διεκδικούσαν, αν και δεν επεχείρησαν να εποικίσουν, λωρίδες γης στην δυτική περιοχή. Το 1779, η Βιρτζίνια, ευρισκόμενη, μέσω της νεοαποκτηθείσας περιοχής της Τρανσυλβανίας, στο μέτωπο του νέου πολέμου κατά των ερυθρών εθνών της ενδοχώρας, εξαπέστειλε μια στρατειά υπό τον Γεώργιο Ρογήρο Κλαρκ να κατακτήσει τα έθνη των Ιλλίνων δυτικά του Μισσισσιππή, και τα βρεττανικά οχυρά των Βίνσεν, Κασκάσκιας, και Καχόκιας, στην περιοχή εκείνη. Η στρατειά αυτή ξεκίνησε και αιχμαλώτισε αυτά τα οχυρά και τους πέριξ οικισμούς, και ανέλαβε προσωρινά τον έλεχγο μιας μικρής περιοχής που εκτείνετο προς βορράν και ανατολάς του σημείου συγκλίσεως των Ποταμών Μισσισσιππή και Οχάιο. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι η ίδια η Βιρτζίνια δεχόταν την εισβολή των βρεττανών, και ήταν αναγκασμένη να καλέσει βοήθεια από τον Βορρά για να αμυνθεί στο έδαφός της, ενόσω ο δικός της στρατός βρισκόταν χίλια μίλια δυτικότερα αναζητώντας νέα εδάφη προς κατάκτηση. Στην πραγματικότητα, ο Γεώργιος Ουάσινγκτων και οι εξέχοντες βιρτζινιώτες εκήρυσσαν το άρτι κατακτημένο βασίλειο στην δύση ως το καταφύγιο στο οποίο θα μπορούσε να μετακινηθεί εν σώματι η Βιρτζίνια, όταν οι βρεττανοί θα έφθαναν να κατακτήσουν την παράκτια χώρα.
Η Βιρτζίνια κήρυξε τώρα την προσάρτηση ολόκληρης της επικράτειας δυτικά μέχρι τον Μισσισσιππή, και βόρεια μέχρι τις Μεγάλες Λίμνες, αν και στην ουσία δεν κατείχε παρά ένα μικρό κλάσμα της περιοχής, και παρ' ότι ο πόλεμος κατά των ερυθρών συμμάχων δεν ήταν, εν τω συνόλω του, επιτυχής. Ο ισχυρισμός αυτός βασιζόταν σε ένα παληό χάρτη που είχε εκδώσει η Αγγλία το 1609, και που, ως προς την δυτική επικράτεια, είχε ακυρωθεί από μεταγενέστερες συνθήκες με την Γαλλία, πέραν του ότι είχαν εκδοθεί μια εποχή που οι ευρωπαίοι μονάρχες έδιναν με μεγάλη άνεση τίτλους για εδάφη που δεν κατείχαν. Επί πλέον, η επίμαχη περιοχή περιελάμβανε το επιτελείο των βρεττανικών δυνάμεων στο Ντητρόιτ, το οποίο δεν περιήλθε στην κατοχή των Ηνωμένων Πολιτειών παρά πολύ μετά το πέρας της Πρώτης Δημοκρατίας. Η Βιρτζίνια επιχείρησε να οργανώσει μια προσωρινή πολιτική κυβέρνηση για την "πέραν των ορέων επικράτειά" της, συνιστώντας την "Κομητεία Κεντάκυ" καλύπτοντας την αρχική αποικία της Τρανσυλβανίας, νοτίως του Ποταμού Οχάιο, ενώ ολόκληρη η περιοχή από τον Ποταμό Οχάιο μέχρι τις Μεγάλες Λίμνες, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δεν ήταν στην ουσιαστική κατοχή της Βιρτζίνιας, οργανώθηκε ως "Κομητεία Ιλλίνων [Ιλλινόις]."
Περίπου τον ίδιο καιρό ήλθε η απόκτηση ενός είδους επικυριαρχίας της Νέας Υόρκης επί του εδάφους των Ιλλίνων, και, καθώς οι Ιρόκοι διεκδικούσαν τους Λενάπες ως τμήμα της αυτοκρατορίας των, παρ' ότι οι Λενάπες αρνούντο να το αναγνωρίσουν, σήμαινε πως η Πολιτεία της Νέας Υόρκης ενέγραφε υποθήκη επί εδάφους κατά μήκος της νότιας ακτής της Λίμνης Ηρης προς δυσμάς μέχρι τον Ποταμό Κουγιαχόγα, ερχόμενη σε σύγκρουση με την απόπειρα της Βιρτζίνας να προσαρτήσει μέρος της ίδιας περιοχής επί τη βάσει μιας προσωρινής νίκης εκατοντάδες μίλια δυτικότερα. Επιπροσθέτως, η Μασσαχουσέττη και το Κοννέκτικατ, των οποίων οι αρχικοί χάρτες εξετείνοντο απεριόριστα προς δυσμάς, και οι οποίες είχαν παραχωρήσει στην Νέα Υόρκη τους τίτλους των μόνον από την κοιλάδα Χούντσον μέχρι τον Ποταμό Ντελαγουαίρ, διεκδικούσαν λωρίδες γης μέσα στην διεκδικούμενη από την Βιρτζίνια "Κομητεία των Ιλλίνων."
Ο πόλεμος στην δύση ήταν λοιπόν καθαρά θέμα επιθέσεως από μέρους των επαναστατών―από μέρους των εποίκων εναντίον των ερυθρών φυλών, και από μέρους των Πολιτειακών αρχών κατά μήκος της ακτής εναντίον των εποίκων. Η Βιρτζίνια, οι δύο Καρολίνες, και η Τζώρτζια, είχαν όλες ξεκάθαρα σημαδέψει τις δυτικές τους διεκδικήσεις. Η Βιρτζίνια διεκδικούσε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που ο Ουάσινγκτων είχε επιχειρήσει να αποσπάσει από τους γάλλους το 1755 στον βορρά. Η Νέα Υόρκη, το Κοννέκτικατ, και η Μασσαχουσέττη είχαν τις δυτικές τους βλέψεις, αν και οι δύο τελευταίες πολιτείες δεν επιχειρούσαν πραγματική στρατιωτική κατάκτηση στην δύση. Η μόνη νότια πολιτεία ήταν η Μαίρυλαντ, οργανωμένη πάνω στην ίδια φεουδαρχική και δουλοκτητική βάση όπως οι άλλες νότιες πολιτείες, και απαιτώντας επομένως το ίδιο είδος απεριόριστης επεκτάσεως προκειμένου να διατηρήσει στην εξουσία την αριστοκρατία της. Δυστυχώς όμως, ο παλαιός εγγλέζικος χάρτης της Μαίρυλαντ δεν προέβλεπε καμμία δυτική δικδίκηση όπως οι άλλοι, ενώ οι υπόλοιπες βόρειες πολιτείες δεν πολυενδιαφέρονταν να επεκτείνουν την επικράτειά τους προς δυσμάς. Οπότε, η Μαίρυλαντ, σε μια προσπάθεια να σκαρώσει κι αυτή κάποια διεκδίκηση μέσα στις πλούσιες δυτικές περιοχές, προειδοποίησε ότι δεν θα επικύρωνε τα Αρθρα Συνομοσπονδίας, παρεκτός αν οι οι πολιτείες που διεκδικούσαν την περιοχή βορειοδυτικά του ποταμού Οχάιο (την "Κομητεία Ιλλίνων" της Βιρτζίνιας) θα άφηναν τις διεκδικήσεις τους στα χέρια του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου. Ετσι η Βιρτζίνια, δεχόμενη ήδη την εισβολή βρεττανικών δυνάμεων, και φοβούμενη μη χάσει την άκρως αναγκαία εξωτερική βοήθεια, εάν δεν γινόταν κατορθωτό να υλοποιηθούν τα Αρθρα Συνομοσπονδίας, υποχώρησε προ της ανάγκης, συναινώντας να παραχωρήσει την τεράστια "κομητεία" στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την πράξη αυτή ακολούθησε η παροχή διαβεβαιώσεων από την Νέα Υόρκη και την Μασσαχουσέττη και το Κοννέκτικατ ότι θα προέβαιναν σε παρόμοιες πράξεις, με αποτέλεσμα την επικύρωση από την Μαίρυλαντ των Αρθρων Συνομοσπονδίας, τα οπιία ετέθησαν αμέσως σε ισχύ, φορτώνοντας όμως έτσι το Κονγκρέσσο με μια νέα λειτουργία, η οποία δεν μνημονευόταν στα Αρθρα, την διακυβέρνηση δηλαδή μιας νέας περιοχής που στην πραγματικότητα βρισκόταν στα χέρια των ερυθρών φυλών.
Ο πόλεμος ενάντια στους Σώουνους και τους Λενάπες και τους συμμάχους των συνεχιζόταν στο μεταξύ αμφίρροπος, και οι λευκοί έποικοι που κατέπλεαν τον Ποταμό Οχάιο για να κυριεύσουν το Κεντάκυ είχαν πολλές συγκρούσεις με εχθρούς που επιτίθεντο από την "Ινδιάνικη όχθη," όπως ονόμαζαν τώρα την βόρεια όχθη του ποταμού. Το 1782, οι Σώουνοι αποκρούσθησαν κάπου είκοσι μίλια από το άνω τμήμα του Ποταμού Οχάιο, και αμέσως άρχισαν να εισρέουν έποικοι από την ακτή. Οι πρώτες οργανωμένες απόπειρες πωλήσεως γης στους εποίκους δεν προήλθαν, εν τούτοις, από τον Νότο, παρά από την Νέα Αγγλία. Και η "Εταιρεία Οχάιο" (που ονομάσθηκε από την ομάδα των αριστοκρατών οι οποίοι είχαν αρχικά εισβάλει στην κοιλάδα Οχάιο στα 1755) συγκροτήθηκε στην Βοστώνη, στην σημερινή τοποθεσία του Χρηματιστηρίου Αξιών της Βοστώνης, και από την Βοστώνη έστειλε την πρώτη εποικιστική ομάδα στην νέα Βορειοδυτική Επικράτεια (εξαιρουμένων των παλαιών φρουρίων εις Βίνσεν και μερικά άλλα σημεία). Αυτή η πρώτη κοινότητα νεοφερμένων του Ποταμού Οχάιο ονομάσθηκε Μαριέττα. Αλλοι οικισμοί, κυρίως από νεοεγγλέζους, ιδρύθησαν κατά μήκος της βόρειας όχθης του Ποταμού Οχάιο, όπως η Τσιλλικόθη και η Λοσάντιβιλ (της οποίας το όνομα σημαίνει την πόλη απέναντι από την εκβολή του Ποταμού Λίκινγκ, και συντίθεται από το γράμμα Λ, από το Λίκινγκ, την λατινική λέξη "ος," στόμα, εκβολή, την ελληνική πρόθεση αντί, και την γαλλική λέξη "βιλ," πόλις.)
142. Η "Κοινοπολιτεία." Οπως είδαμε, διαρκούντος του πολέμου, τα διάφορα πολιτειακά νομοθετικά σώματα ακολούθησαν το παράδειγμα του Νέου Χαμπσάιρ κατά την σύνταξη συνταγμάτων που αναδιοργάνωναν τις πολιτειακές κυβερνήσεις σύμφωνα με το παληό εν πολλοίς πρότυπο, καθώς τα νομοθετικά που ηγήθησαν της εξεγέρσεως είχαν σε μεγάλη έκταση κληρονομιά από το προηγούμενο καθεστώς και υποχρεωμένα επομένως, μακροπρόθεσμα, να επιστρέψουν σε εκείνη την ίδια μορφή. Στην Μασσαχουσέττη, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά κατά το ότι το πλαίσιο της Πολιτείας ήταν καινούργιο, αν και το Επαρχιακό Κονγκρέσσο εν πρώτοις είχε οργανωθεί υπό το εχθρικό καθεστώς, και ύστερα "πέρασε" στους επαναστάτες. Ετσι αυτό, αντίθετα από τις άλλες πολιτείες, ανεδείχθη σε ζήτημα μεταξύ του νομοθετικού σώματος, και των ανθρώπων εκείνων του λαού που ήσαν οι αρχικοί πρωτεργάτες της επαναστάσεως. Με άλλα λόγια, το νομοθετικό σώμα της Μασσαχουσέττης, ευρισκόμενο σε άμεση αντίθεση προς τον υφιστάμενο πολιτειακό κυβερνητικό μηχανισμό, επιχειρούσε να τον ανατρέψει, και να υποκαταστήσει τον δικό του, απέναντι στην αντίθεση του επαναστατικού μηχανισμού της Κομητειακής Συνελεύσεως, που ανήκε στο καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής. Η υιοθέτηση συντάγματος στην Μασσαχουσέττη υπήρξε λοιπόν ένα ζήτημα μεταξύ των παλαιών καταλοίπων μέσα στην κυβέρνηση, που αντιπροσώπευαν το νομοθετικό και οι έμποροι με τον κύκλο του λαθρεμπορίου των, από την μια, και της οργανώσεως της δημοτικής συνελεύσεως και της κομητειακής συνελεύσεως, από την άλλη, που αντιπροσώπευε τους αγρότες και τους εργάτες στα παληά μυστικά εργοστάσια, που τώρα είχαν ευρέως φανερωθεί δημόσια, αφού η περιοχή της Μασσαχουσέττης δεν τελούσε πια υπό βρεττανική κατοχή.
Το νομοθετικό σώμα ήταν φυσικά η κυβερνητική πλευρά της Μασσαχουσέττης που αναγνώριζε το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, άρα και ο Ηπειρωτικός Στρατός, ενώ οι άνδρες του λεπτού υποστήριζαν και αντιπροσώπευαν το άλλο τμήμα της διοικήσεως της Μασσαχουσέττης, το οποίο είτε είχε καθυποτάξει η σιδηρά πειθαρχία του Ουάσινγκτων, ή είχε σκορπίσει μέσα στον κόσμο και δεν διέθετε πλέον την αποτελεσματική οργάνωση του 1774 και 1775. Ετσι, το νομοθετικό σώμα ήταν επόμενο να μη συναντήσει μεγάλη άμεση αντίσταση στην ευθεία απόπειρά του να οργανώσει την κυβέρνηση της Μασσαχουσέττης κατά τα γούστα του. Το νομοθετικό σώμα της Μασσαχουσέττης συνεκάλεσε, λοιπόν, στο Καίμπριτζ το 1779 μια συνάντηση που αντιπροσώπευε τους μεγάλους γαιοκτήμονες της πολιτείας, και υιοθέτησε ένα νέο σύνταγμα βασισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εκείνο του Νέου Χαμπσάιρ, που αναγνώριζε όλως ιδιαιτέρως τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, και καταργούσε πλήρως τις παληές Κομητειακές Συνελεύσεις και όλο τον υπόλοιπο διοικητικό μηχανισμό που είχε οργανώσει το παληό κίνημα της πολιτικής ανυπακοής. Δημιούργησε επίσης το αξίωμα του Κυβερνήτη, μοναδικής εκτελεστικής κεφαλής της κυβερνήσεως στη θέση των τέως βρεττανών κυβερνητών, και παρέσχε σε αυτήν την συγκεντρωτική διοίκηση πολλές από τις λειτουργίες που ανήκαν τότε στις δημοτικές και Κομητιεακές Συνελεύσεις. Αυτό το νέο καθεστώς, συνιστώντας ουσιαστικά μιαν αντεπανάσταση κατά της "Πολιτείας του Κόλπου της Μασσαχουσέττης" όπως την είχε καθιερώσει η εξέγερση του Μιντλέσεξ, υιοθέτησε, αντί της "Πολιτείας," τον τίτλο της "Κοινοπολιτείας της Μασσαχουσέττης." Αντί της κόκκινης σημαίας με το πεύκο των πολιτικά ανυπάκουων καθιερώθηκε μια λευκή, που αποτέλεσε την βάση για την σημερινή σημαία της Κοινοπολιτείας. Το νέο αυτό καθεστώς, καθώς έλεγχε την πολιτοφυλακή, δεν δυσκολεύθηκε να καταλάβει την Μασσαχουσέττη από της ιδρύσεώς του το 1780.
Το πρώτο σημείο της επιθέσεως από μέρους των ιδιοκτητών ήταν τα εργοστάσια, που ανήκαν στους εργάτες των. Καθώς πολλοί από τους εμπόρους που συμμετείχαν στους "Υιούς της Ελευθερίας" είχαν δανείσει χρήματα για το ξεκίνημα των εργοστασίων στις ημέρες που προηγήθησαν της εξεγέρσεως, τους ήταν εύκολο να διεκδικήσουν υποθήκες επί των εργοστασίων γι' αυτόν τον λόγο, και ένα ένα τα εργοστάσια έπεσαν στα χέρια των ιδιωτών ενώ οι εργάτες τους εξαναγκάσθησαν είτε να αποχωρήσουν είτε να εργασθούν με όποιους όρους υπαγόρευαν οι νέοι ιδιοκτήτες, επιβάλλοντας έτσι μια νέα δουλεία επί των εργατών της Μασσαχουσέττης, που είχαν ξεκινήσει την επανάσταση για την ελευθερία. Το κρυφό εργοστάσιο τροφίμων στους Κάτω Μύλους του Ντορτσέστερ, για παράδειγμα, μετετράπη σε ιδιωτικό εργοστάσιο σοκολατοποιίας που φέρει ακόμη την επιγραφή "Ιδρυθείσα το 1780." Η ίδια διαδικασία συνέβη με τα περισσότερα από τα άλλα "κρυφά" εργοστάσια, αν και το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο κατάφερε να διατηρήσει τις βιοτεχνίες εφοδίων στο Σπρίνγκφηλντ και την Γουώτερταουν. Ο "Εργοστασιακός Οίκος" στην Βοστώνη κατασχέθηκε απλώς και σφραγίσθηκε από τους νέους ιδιοκτήτες, στους οποίους η έκδοση χαρτονομίσματος φάνηκε περισσότερο ελκυστική από την παραγωγή πραγματικών αγαθών. Απέκτησαν εξουσιοδότηση προς τούτο από την "Κοινοπολιτεία" λίγο μετά το τέλος του πολέμου, το 1784, ως η Τράπεζα της Μασσαχουσέττης, μια από τις πρώτες τράπεζες στην Αμερική.
Φυσικά, ήταν αναμενόμενο πως ούτε οι εργάτες ούτε οι αγρότες (οι οποίοι είχαν πληγεί εξ ίσου από την νέα κατασχετική πολιτική της Κοινοπολιτείας) [θα υπέκυπταν εύκολα], και, σε πολλά μέρη της Μασσαχουσέττης, όπου το παληό καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής είχε καταφέρει να επιβιώσει κρυφά αντί να συντριβεί ολοσχερώς, υπήρξαν πολλές απόπειρες αναβιώσεως της πολιτικής ανυπακοής. Οι Οκαμακαμεσσέτοι αντιμετώπισαν την Κοινοπολιτεία ως αναβίωση του παλαιού βρεττανικού βασιλικού καθεστώτος, και εθεώρησαν εαυτούς εμπόλεμους με την Κοινοπολιτεία όπως εμπόλεμοι ήσαν με την βρεττανική διοίκηση. Σποραδικές εξεγέρσεις εργατών και αγροτών κατά της Κοινοπολιτείας έλαβαν χώρα ως αποτέλεσμα της υποστηρίξεως από μέρους της μιας σειράς κατασχέσεων εις βάρος κτημάτων και εργοστασίων, και φούντωσαν σε ανοικτή επανάσταση για ένα μικρό διάστημα το 1782 στο Χάτφηλντ. Ομως η ενισχυτική οργάνωση που η πολιτική ανυπακοή είχε συγκροτήσει το 1775 δεν υφίστατο πλέον, και τίποτε δεν μπορούσε ουσιαστικά να γίνει, μέχρι να μπορέσει να αναδιοργανωθεί κάποια κίνηση υποστηρίξεως του επαναστατικού κινήματος μεταξύ των αγροτών και των εργατών της Μασσαχουσέττης.
Ενα παράπλευρο αποτέλεσμα της Κοινοπολιτείας, ωστόσο, υπήρξε η πλήρης κατάργηση της δουλείας στην Μασσαχουσέττη. Αυτό δεν ήταν πρόθεση των αντεπαναστατών που ίδρυσαν την Κοινοπολιτεία. Το σύνταγμα, όπως υιοθετήθηκε, επαναλάμβανε απλώς την επίσημη δήλωση της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας πως "όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι ίσοι." Ομως η πίεση του πολεμικού αισθήματος ήταν τέτοια στην πολιτεία, που, όταν παγιώθηκε η Κοινοπολιτεία, η διατύπωση αυτή ερμηνεύθηκε ως ολοσχερής αποκήρυξη της δουλείας―η πρώτη πλήρης και οριστική κατάργηση της δουλείας στην Αμερική, ή, μάλιστα, σε ολόκληρο τον λευκό κόσμο. Είναι αλήθεια πως η δουλεία δεν αναγνωρίσθηκε ποτέ από το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής, και τούτο ήταν πιθανώς που εμπόδισε την Κοινοπολιτεία να ξανακαθιρώσει την δουλεία. Η μόνη διαφορά ήταν πως το κίνημα της πολιτικής ανυπακοής δεν χρειαζόταν να προσδιορίσει γραπτώς κανένα τέτοιον κανόνα, ενώ η Κοινοπολιτεία, έχοντας οργανωθεί επάνω σε γραφειοκρατική βάση όπως τα παληά βρεττανικά καθεστώτα, έπρεπε να το διατυπώσει ως σαφή κανόνα δικαίου. Επ' αυτού, οι άλλες πολιτείες της Νέας Αγγλίας, και το Βέρμοντ και η Πεννσυλβανία, ακολούθησαν γρήγορα το παράδειγμα της Μασσαχουσέττης, ώστε, περί το τέλος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, οι μόνες δύο πολιτείες βορείως της γραμμής Μαίησον και Ντίξον που αναγνώριζαν ακόμη την δουλεία ήσαν η Νέα Υόρκη και η Νέα Ιερσέη.
143. Ο Πόλεμος στον Νότο. Το 1779, ο Σερ Ερρίκος Κλίντον, ο νέος βρεττανός στρατιωτικός κυβερνήτης στην Νέα Υόρκη, έστειλε ένα εκστρατευτικό σώμα υπό τους Τάρλετον και Κορνουάλλις για να εισβάλλουν στην ακτή της Βιρτζίνιας. Καθώς η επανάσταση στην Βιρτζίνια επικρατούσε κυρίως στην ενδοχώρα, η κατάληψη της παράκτιας περιοχής της πολιτείας ήταν εύκολη, ιδιαίτερα αφού ο στρατός της Βιρτζίνιας βρισκόταν τότε κοντά χίλια μίλια μακρυά κυριεύοντας οχυρά στην χώρα των Ιλλίνων. Οι βρεττανοί γρήγορα εξαπλώθησαν σε ολόκληρη την ακτή νοτίως του Κόλπου Τσεζαπήκε. Στο Τσάρλεστον, Νότια Καρολίνα, μια μικρή ομάδα ανταρτών κατέφυγε στα κυπαρίσσια του βάλτου κοντά στην πόλη, και κατάφερε να κρατήσει ένα διαρκή αλλά και άγονο κλεφτοπόλεμο.
Ο Ηπειρωτικός Στρατόςγρήγορα έστειλε στρατεύματα να βοηθήσουν τον Νότο, και οι άνδρες του λεπτού της Νέας Αγγλίας γρήγορα ετέθησαν επί το έργο προσπαθώντας να κρατήσουν την Βιρτζίνια για τους επαναστάτες, ενόσω ο στρατός της απουσίαζε κατακτώντας νέα δυτικά εδάφη. Παρά ταύτα, με τις καυχησιές του Στρατηγού Γκρην ότι θα "μπουργκόυνιζε τον Κορνουάλλις," οι βρεττανοί κατάφεραν όχι μόνο να κυριεύσουν όλη την παράκτια περιοχή του Νότου, παρά και να καταλάβουν όλη την Νότιο Καρολίνα, έτσι που η πολιτειακή κυβέρνηση χρειάσθηκε να μεταφερθεί προσωρινά, στην Βόρειο Καρολίνα προκειμένου να μπορέσει να λειτουργήσει στοιχειωδώς.
"Πού πάει η
Παληά Αρχοντιά;
Λησμόνησε τη
μέρα Λησμονά
που η Γη του
Κόλπου, στο
κάλεσμα πιστή - Γουίττιερ |
Το 1780, εν τούτοις, οι βρεττανοί επιχείρησαν να στρατολογήσουν πολίτες των Καρολίνων, και αμέσως φούντωσε μια νέα εξέγερση. Εκείνο τον καιρό, όπως περιγράφηκε, η Αγγλία φοβόταν πολύ τυχόν ταραχές στο εσωτερικό της, ενώ ένα μεγάλο μέρος του στρατού είχε μεταφερθεί στην Ινδία και στο Γιβραλτάρ για να φυλάξει τις περιοχές αυτές από εχθρικές επιθέσεις, και η άμυνα αυτή ήταν πολύ σημαντική ώστε να επιτρέψει στην Αγγλία την αποστολή δυνάμεων στην Αμερική. Η νέα εξέγερση σάρωσε αμέσως τις Καρολίνες και την Τζώρτζια, και απώθησε τους βρεττανούς πίσω στα λιμάνια της Τσάρλεστον και της Σαβάννας, όπου συγκεντρώνονταν οι διάφοροι νομιμόφρονες του Νότου. Γύρω από τα δυο λιμάνια επικρατούσε μια κατάσταση περίπου ανακωχής, και στο τέλος του 1780, ακόμη και προτού να πάψουν οι μάχες στην Βιρτζίνια και περί την Νέα Υόρκη, οι Καρολίνες πρόσφεραν αμνηστία σε όποιους από τους νομιμόφρονες πολίτες τους επιθυμούσαν να ορκισθούν πίστη στην πολιτεία και να επιστρέψουν. Πολλοί επωφελήθησαν αυτής της προσφοράς, που έφερε πολλούς πολίτες στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίοι αλλιώς θα είχαν παραμείνει εχθρικοί. Το ίδο πράγμα είχε συβμεί προηγουμένως, στην Νέα Αγγλία, μετά την εκκένωση της Βοστώνης.
Εν τω μεταξύ, οι εχθροπραξίες συνεχίζοντο στην Βιρτζίνια, όπου υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση Ηπειρωτικών και γαλλικών δυνάμεων. Το 1781, η συγκέντρωση των γαλλικών στρατειών στην Βιρτζίνια είχε ως αποτέλεσμα μια ναυτική ήττα των γάλλων στις Δυτικές Ινδίες. Τον ίδιο καιρό περίπου όμως, οι συνδυασμένοι αμερικανοί και γάλλοι στρίμωξαν τους βρεττανούς στην Γυόρκταουν της Βιρτζίνιας, όχι μακριά από τα ερείπια της Τζέημσταουν, του αρχικού οικισμού της Βιρτζίνιας. Την Παρασκευή, 19 Οκτωβρίου 1781, ο Κορνουάλλις αναγκάσθηκε επί τέλους να παραδώσει τον στρατό του στις Ηνωμένες Πολιτείες, τερματίζοντας τις εχθροπραξίες γύρω από την Νέα Υόρκη. Οι βρεττανοί στην Τσάρλεστον και Σαβάννα βαθμιαία αποσύρθησαν στην Νέα Υόρκη, και μοναχά εκεί και στην Δύση υπήρχε κάποια συνέχεια του πολέμου. Η Βιρτζίνια, στο μεταξύ, είχε χάσει πολλές από τις δυτικές κατακτήσεις της, αναγκασμένη να αμυνθεί στον τόπο της.
Μια απόπειρα διαπραγματεύσεως ανακωχής στο μέτωπο της Νέας Υόρκης το 1780 είχε καταλήξει στο να κατηγορηθεί ο Στρατηγός Αρνολντ, με πρωτοβουλία του οποίου διεξήγοντο οι διαπραγματεύσεις, για κατασκοπεία, και να εξαναγκασθεί να δεχθεί άσυλο στην Νέα Υόρκη. Τον Αύγουστο του 1781, ο Πρίγκηψ της Ουαλίας ήλθε στην Νέα Υόρκη ως βρεττανός αξιωματικός, και επευφημήθηκε ζωηρά από τον λαό της πόλεως στο Μπρόντγουαιη. Αργότερα, το 1782, ο ίδιος οργάνωσε μια έφοδο στην Περιοχή Τάμεση του Κοννέκτικατ, κυριεύοντας επ' ολίγον τις πόλεις του Νέου Λονδίνου και του Γκρότον. Οι βρεττανοί όμως τελικά εξωθήθησαν πίσω στην Λονγκ Αϊλαντ. Εν τω μεταξύ, κατά μήκος του Ποταμού Χούντσον, οι μάχες ουσιαστικά έπαψαν το 1782, και ολόκληρος ο Ηπειρωτικός Στρατός συγκεντρώθηκε ψηλά ατο ποτάμι, στο Νιούμπωργκ, κάπου εξήντα μίλα από την Νέα Υόρκη.
Μετά την παράδοση της κύριας βρεττανικής στρατειάς στην Γυόρκταουν, ο Γεώργιος Ουάσινγκτων, στην πατρίδα του τώρα, προέβη στην οργάνωση της αριστοκρατίας για μελλοντική κατάκτηση της Αμερικής, συγκεντρώνοντας τους αξιωματικούς του στρατού σε μυστική οργάνωση υπό την προεδρία του ιδίου, και με ανδρογραμμικά κληρονομική ιδιότητα μέλους, με τον ίδιο τρόπο όπως οι ευρωπαϊκοί τίτλοι ευγενείας, στον πρεσβύτερο υιό, με σκοπό την ανάληψη του ελέγχου στα πολιτικά πράγματα της Αμερικής και σε όλες τις πολιτείες, και εν κατακλείδι την ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας και την καθιέρωση κάποιας μορφής ολιγαρχίας με τον Ουάσινγκτων ως δικτάτορα. Η μυστική στοά πήρε το όνομά της από τον αρχαίο ρωμαίο δικτάτορα Κινγκινάτο, κι έτσι αυτοαποκλήθηκε η Κοινωνία των Κινγκινάτι [Σινσινάτι]. Με αυτόν τον τρόπο ο Γεώργιος Ουάσινγκτων κατάφερε να σπείρει τους σπόρους της συνομωσίας κατά του ίδιου εκείνου Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου, το οποίο υποτίθεται ότι υπηρετούσε την εποχή εκείνη. Το έμβλημά τους ήταν εκείνο των αξιωματούχων της αρχαίας Ρώμης, η δέσμες ράβδων [λατινικά fascies, εξ ού και φασισμός].
Ομως, μετά την διακοπή των ενεργών εχθροπραξιών, άρχισαν να εκδηλώνονται και άλλες τάσεις πέραν των αριστοκρατικών σχεδίων του Ουάσινγκτων. Εχουμε δει προηγουμένως πως στην Νέα Αγγλία ξεκίνησε μια σοβαρή απόπειρα αναβιώσεως της αρχικής επαναστάσεως των ανδρών του λεπτού, που ο Ουάσινγκτων και το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο είχαν καταφέρει να αποπροσανατολίσουν ώς τώρα από τον αρχικό σκοπό της. Παράλληλα, ο Ηπειρωτικός Στρατός άρχισε να επαναστατεί κατά της πλήρους απουσίας οποιασδήποτε διαθέσεως πληρωμής για τη θητεία τους, μετά την πειθαρχία και την τυφλή υπακοή που απαιτούσαν ο Ουάσινγκτων και οι αξιωματικοί του. Η πρώτη τέτοια απόπειρα έλαβε χώρα μεταξύ μερικών στρατευμάτων της Πεννσυλβανίας στην Μόρρισταουν της Νέας Ιερσέης την άνοιξη του 1781, πριν ακόμα τερματισθούν πραγματικά οι μάχες. Το γεγονός όμως πως οι βρεττανοί, νομίζοντας πως είχαν γίνει νομιμόφρονες, επιχείρησαν να τους στρατολογήσουν, τους ξανάστειλε πίσω στις γραμμές των Ηπειρωτικών. Εν τούτοις, το 1782, τον καιρό που τα πράγματα ήσαν σχεδόν σε κατάσταση ανακωχής, κάτι τέτοιο δεν έπαιζε ρόλο, αφού οι ηπειρωτικοί στρατιώτες δεν έννοιωθαν πια πως η ιδέα της αμερικανικής ανεξαρτησίας απαιτούσε να παραμείνουν πιστοί στους αξιωματικούς των. Ο Στρατηγός Γκαίητς, λοιπόν, υιοθέτησε την υπόθεση των απεργών στο επιτελείο του Νιούμπωργκ, όπου οι περισσότεροι από τους στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί τώρα, και βοήθησε στην σύνταξη κειμένων που καλούσαν τον στρατό να απαιτήσει πληρωμή από τον Ουάσινγκτων. Η κυκλοφορία των κειμένων αυτών, όμως, έγινε πολύ ανοικτά, και ο Ουάσινγκτων μπόρεσε να αποκεφαλίσει την κίνηση συγκαλώντας τον στρατό προτού να τελειοποιηθούν τα σχέδια, και συγκρατώντας τους αξιωματικούς με παχυλές υποσχέσεις, αλλά και απειλώντας τους με μια πιθανή βρεττανική επίθεση εάν επέμεναν να θέλουν να πληρωθούν.
Εν τω μεταξύ, ως αποτέλεσμα της παραδόσεως μιας τόσο μεγάλης μερίδας του βρεττανικού στρατού, όπως και της στενής πολιορκίας που διεξήγετο κατά της ίδιας της Αγγλίας στην Μάγχη από την Γαλλία και την Ολλανδία, ξέσπασε μια διοικητική κρίση, παρά την επιτυχία των βρεττανικών όπλων σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως την Ινδία, το Γιβραλτάρ, και τις Δυτικές Ινδίες, ακόμα και την βρεττανική κατάληψη της μεγάλης ηπείρου της Αυστραλίας που κατείχε η Ολλανδία. Το αποτέλεσμα ήταν πως η Αγγλία άρχισε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις το 1782 με όλες τις εχθρικές χώρες, παραδεχόμενη έτσι κατ' αρχήν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών.