Κεντρική Σελίδα των Αρχείων      Περιεχόμενα      Επόμενο Κεφάλαιο

ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

W. J. Sidis

Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV

Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

         144. Ειρηνευτικές Διαπραγματεύσεις.  Η απόπειρα συνάψεως ειρήνης μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας καταδείκνυε πόσο μικρή βοήθεια συνιστούσε στην πράξη μια συμμαχία για την διεξαγωγή μιας επαναστάσεως. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία είχαν συμφωνήσει να μη συνάψουν ξεχωριστή ειρήνη με την Μεγάλη Βρετανία, και μετέπειτα Γαλλία και Ισπανία είχαν κάμει συμφωνία να μη συνάψουν ειρήνη μέχρι να ανακαταληφθεί το Γιβραλτάρ, που κρατούσε η Αγγλία. Τούτο δημιουργούσε ένα σχήμα, κατά το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αφήνονταν εμφανώς να τραβήξουν τον πόλεμο επ' αόριστον και να διακινδυνεύουν επί μακρόν την άρτι αποκτηθείσα ανεξαρτησία τους, προκειμένου απλώς η Ισπανία να ανακτήσει το Γιβραλτάρ, την στιγμή που αυτή δεν ήταν καν άμεσα σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών.

        Οι γάλλοι διπλωμάτες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το αδιέξοδο για να επιβάλουν μια ειρηνευτική συνθήκη, που θα έδινε στην Ισπανία ολόκληρη την ακτή του Μισσισσιππή, και συνεχόμενα ανατολικά μέχρι περίπου την μέση της Οροσειράς των Αππαλαχίων, αφήνοντας την υπόλοιπη περιοχή δυτικά των ορέων ως Ινδιάνικη Επικράτεια, μισή υπό την προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών και μισή υπό βρεττανική προστασία. Αυτή η συμφωνία θα είχε ίσως φανεί ικανοποιητική όσον αφορά την αρχική κίνηση των ανδρών του λεπτού της Νέας Αγγλίας, που δεν νοιαζόταν για εδαφική επέκταση και κατακτήσεις. Κανένας αμερικανικός οικισμός δεν είχε γίνει τότε δυτικά της περιοχής που κατά την πρόταση αυτή υπέκειτο στην προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών. Με μια κίνηση η συμφωνία θα είχε τακτοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της βορειοδυτικής εδαφικής διαμάχης μεταξύ των Πολιτειών, ενώ θα είχε επίσης συστήσει ένα είδος διεθνούς εγγυήσεως για τα δικαιώματα των ερυθρών φυλών που ζούσαν ή είχαν αναγκασθεί να ζήσουν δυτικά των ορέων. Η βρεττανική κατοχή του Ντητρόιτ και της χερσοννήσου του κάτω Μίτσιγκαν θα είχε επίσης αναγνωρισθεί από την προτεινόμενη γενική ειρήνη. Θα είχαμε, στην πραγματικότητα, ένα πολύ ικανοποιητικό διακανονισμό εν σχέσει προς τις αρχικές προθέσεις της Αμερικανικής Επαναστάσεως. Δεν θα μπορούσε όμως κανείς να περιμένει πως οι "καταπατητές" αριστοκράτες της Βιρτζίνιας, έχοντας ήδη κυριεύσει μερικά οχυρά κοντά στον Μισσισσιππή, θα συναινούσαν να τα παραδώσουν στην Αγγλία, ή στην Ισπανία, ή ότι θα συμφωνούσαν με όρους που θα παρείχαν στους ερυθροδέρμους οποιαδήποτε δικαιώματα επί της γης που οι "καταπατητές" ήθελαν να αρπάξουν, ή που οι υπήκοοί τους ήθελαν για να εγκατασταθούν. Ο Νότος, και ιδίως η Βιρτζίνια, επέμενε να ελέγχει και να κατέχει όλη την επικράτεια μέχρι τον Ποταμό Μισσισσιππή.

         Επομένως, καθώς η ρύθμιση της ειρήνης δια της κανονικής διπλωματικής οδού έμοιαζε αδύνατη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την συνθήκη τους με την Γαλλία κατά της ξεχωριστής ειρήνης, προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις απ' ευθείας με την Αγγλία, με την θεωρία πως δεν είχαν επαναστατήσει κατά της βρεττανικής αρχής, μόνο και μόνο για να υποταχθούν στην Γαλλία. Οι γάλλοι διπλωμάτες διαμαρτυρήθησαν έντονα για την παραβίαση της συμμαχικής συνθήκης, αλλά η Αγγλία ήταν πολύ προθυμότερη να συμβιβασθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Γαλλία και την Ισπανία, που δεν επιδίωκαν παρά εδαφικά κέρδη για λογαριασμό τους, όπου ήταν δυνατόν, και καθώς η Γαλλία, εξασθενημένη μετά την ήττα της στον Μεγάλο Πόλεμο του Οχάιο, δεν ήταν σε θέση να στραφεί κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, ουσιαστικά δεν μπορούσε να γίνει τίποτε για να εμποδίσει τις διαπραγματεύσεις της ξεχωριστής ειρήνης.

         Συμφωνήθηκε λοιπόν ξεχωριστή ειρήνη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αγγλίας ενωρίς το 1783. Η συνθήκη αυτή, αντί να αναγνωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ανεξάρτητο έθνος, ακολούθησε την γνήσια ομοσπονδιακή γραμμή, αρχίζοντας με την δήλωση πως η Μεγάλη Βρεττανία αναγνώριζε τις δεκατρείς πολιτείες (που τις κατονόμαζε μία μία) ως ελεύθερα και ανεξάρτητα κράτη, υπό το κοινό όνομα Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Με αυτόν τον τρόπο η συνθήκη δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως αφαιρούσα από οποιαδήποτε από τις Πολιτείες την πλήρη και απόλυτη κυριαρχία που αυτές επαγγέλλοντο υπό την ομοσπονδιακή μορφή της Πρώτης Δημοκρατίας. Βεβαίως, με την συνθήκη αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκτούσαν διεθνή αναγνώριση, έχοντας προηγουμένως αναγνωρισθεί μόνον από την Γαλλία, Ισπανία και Ολλανδία, ως συμμάχους κατά τον πόλεμο. Τώρα, όμως, που η Μεγάλη Βρεττανία αναγνώριζε την ανεξαρτησία της πρώην υπηκόου της, οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν πλέον την θέση τους ως ανεγνωρισμένο έθνος, και μπορούσαν να ανοίξουν διπλωματικές σχέσεις με όλα τα ευρωπαϊκά έθνη εκτός της Ρωσσίας, η οποία δεν προχώρησε στην αναγνώριση των Ηνωμένεων Πολιτειών, παρά μόλις το 1805.

         Η συνθήκη προσδιόριζε την περιοχή που θα αναγνωριζόταν ως ανεξάρτητη υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες, με δυτικό σύνορο τον Ποταμό Μισσισσιππή, όπως είχε απαιτήσει η Βιρτζίνια. Οι Μεγάλες Λίμνες χρησίμευαν ως το βόρειο σύνορο προς δυσμάς, ακολουθώντας το κέντρο της διώρυγας των λιμνών κατά μήκος του Ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου προς τα κάτω μέχρι την διασταύρωσή του με τον 45ο παράλληλο. Το βόρειο σύνορο ανατολικά του Αγίου Λαυρεντίου περιγράφετο με όρους σαν εκείνους που χρησιμοποιούντο στην βασιλική διακήρυξη του 1763 η οποία προσδιόριζε τα σύνορα της Επαρχίας του Κεμπέκ, δίνοντας ως σύνορο των Ηνωμένων Πολιτειών τον Ποταμό του Τιμίου Σταυρού, μια γραμμή βορείως της πηγής του, κατόπιν το ύψωμα που χώριζε τους ποταμούς που εξέβαλλαν στον Αγιο Λαυρέντιο από εκείνους που εξέβαλλαν απ' ευθείας στον Ατλαντικό, και μετά τον 45ο παράλληλο στον Ποταμό του Αγίου Λαυρεντίου. Το μνημονευόμενο "ύψωμα" εννοείτο τότε πως ήταν το νότιο υδάτινο όριο της κοιλάδας του Ποταμού Αρεοστούκ, όπου είχε σημειωθεί ένα επαρχιακό όριο μεταξύ Μασσαχουσέττης και Κεμπέκ μετά τον Μεγάλο Πόλεμο του Οχάιο. Και κατά μήκος αυτού του "υψώματος," το οποίο στην πραγματικότητα διέφερε ελαφρώς από την αυστηρή κατά γράμμα ερμηνεία της συνθήκης, ετέθη ουσιαστικά το σύνορο μεταξύ Καναδά και Ηνωμένων Πολιτειών. Προς νότον η διαχωριστική γραμμή ήταν το προπολεμικό σύνορο μεταξύ των επαρχιών της Τζώρτζιας και της Ανατολικής Φλόριδας, ενώ το σύνορο μεταξύ της Δυτικής Φλόριδας και των Ηνωμένων Πολιτειών καθορίσθηκε στον 31ο παράλληλο, καθιστώντας την Δυτική Φλόριδα μια σκέτη στενή παράκτια λωρίδα. Αφού δεν είχε συναφθεί ακόμη ειρήνη με την Ισπανία, και ήταν ακόμη αβέβαιο εάν οι Φλόριδες θα ήσαν τελικά αγγλική ή ισπανική επικράτεια, υπήρχε ένα ζήτημα σχετικά με την αξία της αναγνωρίσεως από πλευράς Αγγλίας των συνόρων με την Φλόριδα, εφ' όσον η Ισπανία ισχυριζόταν πως η Δυτική Φλόριδα εκτεινόταν πολύ βορειότερα, μέχρι την εκβολή του Ποταμού Γιάζου. Μια μυστική ρήτρα στην συνθήκη συμφωνούσε με τα πιο εκτεταμένα όρια της Δυτικής Φλόριδας, εάν η επαρχία αυτή θα έμενε στην Αγγλία. Τον καιρό που εφαρμόσθηκε αυτή η συνθήκη, η Αγγλία είχε ήδη συναινέσει να παραχωρήσει τις Φλόριδες στην Ισπανία, αλλά η ειρηνευτική συνθήκη με την Ισπανία δεν είχε ακόμη υπογραφεί, ώστε η Ισπανία θεωρούσε την συνθήκη με τις Ηνωμένες Πολιτείες κάπως σαν απάτη, και διεκδικούσε μια λωρίδα εδάφους βορείως του 31ου παραλλήλου ως μέρος της Δυτικής Φλόριδας. Εδώ όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν το πλεονέκτημα μιας προγενέστερης συνθήκης, αλλά και της πραγματικής κατοχής.

         Προεβλέπετο επίσης από την συνθήκη ότι θα δινόταν η ευκαιρία μεταναστεύσεως σε βρεττανική επικράτεια των πιστών στην Βρεττανία νομομοφρόνων. Οι πιο πολλοί από αυτούς ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι στην Νέα Υόρκη και την Τσάρλεστον, και κατά την εκκένωση της τελευταίας το 1872, οι εκεί ασυμβίβαστοι νομιμόφρονες που δεν μπορούσαν να δεχθούν την προσφορά αμνηστίας της Νοτίου Καρολίνας πήγαν είτε στην Νέα Υόρκη ή στην Νέα Σκωτία. Και, μέσα στις συνθήκες ημιανακωχής που κυριαρχούσαν στα περισσότερα μέτωπα κατά το 1782, πολλοί αμερικανοί νομιμόφρονες κατάφεραν να μεταβούν στον Καναδά και το Νέο Μπρούσνβικ, αν και στο τελευταίο αυτό μέρος εθεωρούντο αμερικανοί, και άρα εχθροί, και υπέφεραν περισσότερες διώξεις παρά αν είχαν μείνει στον τόπο τους. Πολλοί από αυτούς πήραν λοιπόν τον δρόμο πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, θεραπευμένοι από την πίστη τους στην Βρεττανική Αυτοκρατορία. Υπό την ειρηνευτική συνθήκη, ο Βασιλεύς Γεώργιος όρισε τέσσερα σημεία στα καναδικά σύνορα ως σημεία συγκεντρώσεως για αμερικανούς νομιμόφρονες που επιθυμούσαν να βρουν μια εστία υπό την βρεττανική σημαία, και οι περισσότεροι οδηγήθησαν μάλιστα στην περιοχή βορείως των Μεγάλων Λιμνών, όπου τους δόθηκε αρκετή γη (που ως συνήθως είχε αφαιρεθεί από τις ερυθρές φυλές που ζούσαν ήδη εκεί). Αυτή η μετανάστευση σχημάτισε αργότερα τον Ανω Καναδά, και είναι σήμερα η Επαρχία Οντάριο. Καθώς ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού του Καναδά προήλθε από αυτούς τους μοναρχικούς αμερικανούς (που εκεί ονομάσθησαν νομιμόφρονες της Ηνωμένης Αυτοκρατορίας, και έλαβαν τον τίτλο Ν.Η.Α [United Empire Loyalists - U.E.L.] από την ονομασία τους), ο Καναδάς κατέληξε να παραμείνει πιστός στην Βρεττανική Αυτοκρατορία, αντλώντας παρά ταύτα πολλούς από τους θεσμούς του αμέσως από τις Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον, παρά από την Αγγλία.

         Η ειρηνευτική συνθήκη υπογράφηκε ενωρίς το 1783, και διακηρύχθηκε από το Κονγκρέσσο των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και από τα διάφορα πολιτειακά νομοθετικά σώματα, το Σάββατο, 19 Απριλίου 1783, ογδόη επέτειο των μαχών του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ, που είχαν πυροδοτήσει τον πόλεμο.

         Ο πόλεμος συνεχίσθηκε με την Ιροκέζικη Ομοσπονδία, και με την συμμαχία Σώουνων - Λενάπων στην χώρα των Μεγάλων Λιμνών. Αλλά, το 1784, συνήφθησαν συνθήκες ειρήνης με αυτές τις φυλετικές ομάδες. Οι Σώουνοι και οι Λενάπες εξωθούντο με την ειρήνη είκοσι μίλια μέσα από τον Ποταμό Οχάιο, ενώ οι Ιρόκοι παραχώρησαν την άδεια στην πολιτεία της Νέας Υόρκης να εποικίσει την επικράτειά τους. Ο στρατηγός των Ιρόκων Θαγιεντανάτζεα, αγγλιστί γνωστός ως Μπραντ, ηγήθηκε της μεταναστεύσεως ενός μεγάλου μέρους του λαού του στον Καναδά, όπου η Ιροκέζικη Ομοσπονδία, διεκδικώντας ακόμη την ανεξαρτησία της ως έθνους, διεξάγει τώρα τα συμβούλιά της, και όπου ο πρώτος κοινός οικισμός νομιμοφρόνων και Ιρόκων ονομάσθηκε Μπράντφορντ, από τον στρατηγό αυτόν. Πολλοί από τους Ιρόκους παρέμειναν επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, διεκδικώντας όμως επίσης την αρχική εθνική ανεξαρτησία της Ιροκέζικης Ομοσπονδίας.

         145. Εκκένωση της Νέας Υόρκης.  Την Τρίτη, 25 Νοεμβρίου 1783, ο Βρεττανικός Στρατός απέπλευσε από την Νέα Υόρκη για την Νέα Σκωτία, παίρνοντας μαζύ τους περί τους 12.000 αμερικανούς μοναρχικούς που ήσαν τώρα συγκεντρωμένοι στην Νέα Υόρκη. Η συγκέντρωση αυτή νομιμοφρόνων σε μια μοναδική πόλη κατά την πολεμική περίοδο είχε καταστήσει την Νέα Υόρκη την πολυπληθέστερη πόλη στην Βόρειο Αμερική διαρκούντος του πολέμου, μόνον όμως μέχρι την εκκένωση, μετά από την οποία ξανάγινε η μικρή κωμόπολη που ήταν προπολεμικά. Την επαύριον, ο Ηπειρωτικός Στρατός εισήλθε στην πόλη από βορρά, όπου τον υποδέχθηκε και τον καλωσόρισε μια επιτροπή πολιτών διορισμένη από τον βρεττανικό στρατό για να διατηρεί την τάξη στην πόλη κατά την διάρκεια την μονοήμερης μεσοβασιλείας. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του λαού της πόλεως, ακόμη και εκείνοι που είχαν απομείνει εκεί μετά την ξαφνική μετανάστευση, ήσαν επίσης νομιμόφρονες και θεωρούσαν τους επαναστάτες εισβολείς στην πόλη τους, παρά ταύτα υποδέχθησαν καλά τον εισερχόμενο Ηπειρωτικό Στρατό, με τον ίδιο τρόπο που η πόλη είχε καλοδεχθεί την κάθε διαδοχική αλλαγή κυριαρχίας κατά τον δέκατον έβδομο αιώνα. Ησαν πάντοτε έτοιμοι να ζητωκραυγάσουν υπέρ του νικητή.

         Οι συμμορίες "Γδάρτες" και "Γελαδαραίοι" που λυμαίνοντο την Κομητεία Ουέσττσεστερ σε όλη την διάρκεια του πολέμου, ενόσω ήσαν ανάμεσα στις αντίθετες γραμμές, βρέθηκαν τώρα ανήμπορες να δράσουν στην περιφέρεια, και μετακινήθησαν προς την Πόλη της Νέας Υόρκης μαζύ με τον στρατό, δημιουργώντας μικρές "παραγκουπόλεις" στις παρυφές της πόλεως, κυρίως στην ανατολική ακτή της Κολλέκτ Ποντ, κατά μήκος του γνωστού ως "το Μπάουερυ" δρόμου, από όπου μπόρεσαν να συνεχίσουν τις ληστρικές τους δραστηριότητες εις βάρος του λαού της πόλεως.

         Στην Ταβέρνα της Γαλλίας, στην Νέα Υόρκη, ο Γεώργιος Ουάσινγκτων συνεκάλεσε την Εταιρεία των Κινγκινάτων, φαινομενικά για να αποχαιρετήσει τους αξιωματικούς του, στην πραγματικότητα όμως για να κανονίσει τα της συνοχής της οργανώσεως και της λειτουργίας της, καθώς τα μέλη της ήσαν σκορπισμένα ανά τις πολιτείες, ούτως ώστε να μπορούν να εργάζονται καλυμένοι μέσα στις διάφορες πολιτείες για την ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο για κάποια μορφή ελέγχου από τους Κινγκινάτους. Ο Ουάσινγκτων τότε έστειλε την παραίτησή του από διοικητής του στρατού, και ετοιμάσθηκε να επιστρέψει στα κτήματά του στην Βιρτζίνια, φαινομενικά αποσυρόμενος από την δημόσια ζωή, πραγματικά όμως ενεργής στην συνομωσία των Κινγκινάτων, αφού παρέμενε πρόεδρος αυτής της εταιρείας. Την επομένη της θριαμβευτικής εισόδου στην κατακτημένη πόλη της Νέας Υόρκης, ο Ηπειρωτικός Στρατός διέσχισε τον Ποταμό Χούντσον μέχρι την πόλη Πάουλους Χούκ της Νέας Ιερσέης, όπου ο Ουάσινγκτων απέλυσε τους άνδρες, αποχωρώντας για την Βιρτζίνια. Ο αποχαιρετισμός έλαβε χώραν στο κύριο σταυροδρόμι του Πάουλους Χουκ, την σημερινή διασταύρωση των οδών Γκραντ και Ουάσινγκτων στην Πόλη της Ιερσέης.

         Ετσι οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν μια πόλη γεμάτη νομιμόφρονες, με κόστος πολλών περιττών μπελάδων και κινδύνων. Αυτή η πόλη δεν είχε ποτέ αποτελέσει τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών στην διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου στην διαδικασία δομήσεως της Συνομοσπονδίας, και η απόκτηση της Νέας Υόρκης είχε στην πραγματικότητα περισσότερο την φύση της προσαρτήσεως νέας εδαφικής επικρατείας δια συνθήκης, παρά της ανακτήσεως καμμιάς χαμένης επικρατείας. Η αξία μιας τέτοιας αποκτήσεως για μια χώρα που πάσχιζε να οικοδομήσει και να συντηρήσει ένα νέο κυβερνητικό πείραμα δεν μπορούσε παρά να είναι αμφισβητήσιμη.

         Οπως συνηθίζεται με ορισμένους ανθρώπους που βρίσκονται ξαφνικά σε εχθρική επικράτεια, ο λαός της Πόλεως της Νέας Υόρκης έσπευσε αμέσως να αποδείξει στις νικήτριες Πολιτειακές αρχές ότι ατομικά ήσαν ανέκαθεν με το μέρος των επαναστατών. Διάφορες πράξεις ατόμων που είχαν βοηθήσει τον επαναστατικό στρατό να διαφύγει από την Νέα Υόρκη το 1776-7 προβάλλοντο γενικώς ως μαρτυρίες. Και, μολονότι σε άλλες πολιτείες οι πρώην μοναρχικοί που ήσαν πρόθυμοι να ορκισθούν υπακοή στην πολιτεία είχαν ήδη τύχει αμνηστεύσεως, πριν καν τον τερματισμό των εχθροπραξιών, κάποιες διώξεις μοναρχικών (στην πραγματικότητα από μέρους άλλων μοναρχικών που εκόπτοντο να καταδείξουν την μεταστροφή τους στο νέο λάβαρο) εξακολούθησαν για κάμποσο διάστημα στα μέρη των Πολιτειών της Νέας Υόρκης και της Νέας Ιερσέης που ήσαν κοντά στην Πόλη της Νέας Υόρκης.

         Ηδη πλέον, το μόνο σημείο μέσα στα όρια της συνθήκης των Ηνωμένων Πολιτειών που παρέμενε ακόμη υπό βρεττανική κατοχή ήταν η περιοχή των τριών άνω Μεγάλων Λιμνών, δύο χερσόννησοι διοικούμενες εν πολλοίς από τις βρεττανικές φρουρές που παρέμεναν ακόμη στο Ντητρόιτ και το Μιτσιλλιμακινάκ. Η Αγγλία διατήρησε αυτήν την περιοχή σε όλη την διάρκεια ζωής της Πρώτης Δημοκρατίας, προβάλλοντας ως δήθεν δικαιολογία την αδυναμία καταβολής από πλευράς των Πολιτειών της αποζημιώσεως για δραπέτες δούλους που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά τον πόλεμο και δεν επεστράφησαν.

         146. Μετεπαναστατικές Αποδημίες.  Με τον ερχομό της ειρήνης, συνέβησαν νέες μεταβολές στον πληθυσμό. Είδαμε πως η ειρηνευτική συνθήκη προέβλεπε περί της μεταναστεύσεως αμερικανών μοναρχικών σε βρεττανική επικράτεια, και αυτή η μετανάστευση σήμαινε την απώλεια άνω του ημίσεως πληθυσμού της Πόλεως της Νέας Υόρκης, πράγμα που οδήγησε σε μερική αναπλήρωση δια της μεταναστεύσεως των ληστοσυμμοριών του Ουεσττσέστερ μέσα στην πόλη. Επίσης, μερικοί από τους φιλεπαναστάτες που είχαν εγκαταλείψει αυτήν την πόλη στις αρχές του πολέμου επέστρεψαν τώρα για να απαιτήσουν τα σπίτια τους και άλλα περιουσιακά στοιχεία που είχαν κατασχεθεί από τον βρεττανικό στρατό. Στην πόλη της Νέας Υόρκης η κατάσχεση της περιουσίας των Τόρηδων διεξαγόταν σε μεγάλη κλίμακα. Επιχειρήθηκε μάλιστα στο νομοθετικό σώμα της Νέας Υόρκης να ψηφισθεί νόμος που να καθιστά δυνατή την καταδίκη για "Αποσιώπηση προδοσίας," εις βάρος οιουδήποτε είχε ζήσει μέσα στην περιοχή της βρεττανικής κατοχής κατά τον πόλεμο, ήταν όμως πρακτικά αδύνατον να καταδικάσουν χονδρικά μια ολόκληρη πόλη αμέσως μετά την ανάκτησή της. Ενας από τους βοηθούς του Ουάσινγκτων από την πόλη αυτή, μέλος των Κινγκινάτων, ονόματι Αλέξανδρος Χάμιλτων, κέρδισε αξιόλογη υποστήριξη στην Νέα Υόρκη και τον περίγυρό της εκπροσωπώντας επιτυχώς τις διεκδικήσεις από τους Τόρηδες περιουσιών στην Πόλη της Νέας Υόρκης έναντι των προπολεμικών "ανταρτών" κατόχων τους.

         Εκτιμάται ότι περί τις 100.000 μετανάστευσαν μετά την ειρηνευτική συνθήκη από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς βρεττανικές κτήσεις, μερικοί στις Μπαχάμες, αλλά οι περισσότεροι στον Καναδά. Ενώ είναι αλήθεια πως σε όλα σχεδόν τα μέρη της Αμερικής ο τύπος και οι εκκλησίες επεχείρησαν να ξεσηκώσουν τον όχλο κατά των Τόρηδων ως άτομα, όμως μόνο στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης επιχειρήθηκε η λήψη οιωνδήποτε επίσημων μέτρων εναντίον όσων έδειξαν προθυμία να ορκισθούν πίστη στο κράτος τους, ή παρουσιάσθησαν οποιαδήποτε δείγματα οχλοκρατικής δράσεως. Στην διάρκεια της υπόλοιπης περιόδου της Πρώτης Δημοκρατίας, πολλοί από τους Τόρηδες, κρίνοντάς το καλό, διείσδυσαν πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες και έγιναν πολίτες των αντίστοιχων πολιτειών τους. Καθώς οι Πολιτείες, η μία κατόπιν της άλλης, με επιμονή του Κονγκρέσσου για την τήρηση της συνθήκης του 1783, απέκρουσαν τους περί κατασχέσεως της περιουσίας των Τόρηδων, η επιστροφή των τέως αμερικανών νοιμοφρόνων διευκολύνθηκε, και τους επετράπη να γίνουν πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα που και έκαναν οι περισσότεροι από αυτούς. Ενδέχεται πάντως η επάνοδος των μοναρχικών στην ιδιότητα του πολίτη να ήταν πρόωρη, καθώς, εάν η πλήρης χορήγησή της είχε καθυστερήσει μέχρι να μπορέσει πρώτα η Πρώτη Δημοκρατία να οργανωθεί σταθερότερα, η ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας και η εγκαθίδρυση της Δεύτερης Δημοκρατίας θα είχε ίσως αποβεί δυσχερέστερη. Ενα αξιοσημείωτο πάντως αποτέλεσμα της ραγδαίας αυτής αφομοιώσεως των μοναρχικών, ήταν πως οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ουσιαστικά η μοναδική δημοκρατία στον κόσμο χωρίς οργανωμένη μοναρχική κίνηση.

         Ενώ οι Τόρηδες, και δη η πόλη της Νέας Υόρκης, αποτελούσαν πρόβημα για την νεαρά δημοκρατία, υπήρχαν και άλλες κινήσεις του πληθυσμού. Αν και είχε υπάρξει κάποια εξέγερση κατά της βρεττανικής αρχής στον Καναδά και την Βερμούδα διαρκούσης της Αμερικανικής Επαναστάσεως, οι εξεγέρσεις αυτές δεν είχαν επιτυχία, και οι περιοχές παρέμεναν βρεττανική επικράτεια. Οι βερμουδιανοί έχουν ισχυρισθεί κατά καιρούς ότι τα νησιά τους σκοπίμως αγνοήθησαν από την ειρηνευτική συνθήκη, είτε εξ αιτίας της αποστάσεώς τους από την αμερικανική στερεά, ή επειδή δεν αντιπροσωπεύοντο στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, πράγμα που έδειχνε ασφαλώς έλειψη διαθέσεως συνεργασίας με όποιες κυβερνήσεις δεν ήσαν στην ομοσπονδία. Μετά το πέρας του πολέμου, ήταν απλώς φυσικό πολλοί από τους επαναστάτες των Βερμούδων, και πολλοί γαλλο-καναδοί, που είτε είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση του 1775 ή είχαν υπάρξει φιλεπαναστάτες, να διασχίσουν τα σύνορα προς την Νέα Αγγλία, ιδιαίτερα στο Βέρμοντ, του οποίου τα σύνορα ήταν μόλις εβδομήντα μίλια από το Μοντρεάλ, και του οποίου η κυβέρνηση, όντας ακόμη ανεξάρτητη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πόλεμο με την Νέα Υόρκη και το Νέο Χαμπσάιρ, ήταν πολύ πιο έτοιμη να δεχθεί καναδούς μετανάστες.

         Η Πρώτη Δημοκρατία είχε πολύ λίγη μετανάστευση, εν τούτοις, από την άλλη ακτή του Ατλαντικού, αν και πολλοί στρατιώτες που είχαν έλθει στην Αμερική κατά τον πόλεμο, τόσο ως σύμμαχοι όσο και ως εχθροί της αμερικανικής ανεξαρτησίας, παρέμειναν, για να γίνουν πολίτες της νεοπαγούς δημοκρατίας. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ελάχιστα είχαν ακόμη μαθευτεί για τα γεγονότα σε μια τόσο μακρυνή γωνιά του πλανήτη, και λίγοι ήσαν εκείνοι που θα πήγαιναν σε τόσο απόσταση, όπως και να είναι, μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν μια νέα μορφή οργανώσεως, την οποία δεν εννοούσαν. Η Ιρλανδία όμως, όπου από μακρού σιγόκαιε σημαντική δυσαρέσκεια κατά της βρεττανικής διακυβερνήσεως, αποτελούσε άλλη υπόθεση, καθώς υπήρχε εκεί μια τάση να παρακολουθούν την κατάσταση στην Αμερική, πριν ξεκινήσει ο ανοικτός ξεσηκωμός. Αλλά, με την επιτυχή απόσχιση της Αμερικής από την Αγγλία, η επίδραση επί των ιρλανδών δεν στάθηκε τόσο η εξέγερση, όσο η μετανάστευση, και πολλοί από αυτούς πέρασαν στην Αμερική, για να τύχουν του ευεργετήματος μιας επαναστάσεως που είχε ήδη συντελεσθεί.

         Μια άλλη ασυνήθιστη κατάσταση ήταν εκείνη των γαλλικών στρατευμάτων που ήσαν στην Αμερική για να βοηθήσουν την επανάσταση. Αρχικά είχαν έλθει επειδή απλώς πληρώνονταν γι' αυτό από ένα τυχοδιώκτη αριστοκράτη, επέστρεψαν όμως στην Γαλλία απορώντας για τα όσα περίεργα είχαν αντικρύσει. Ως και ο αρχηγός τους, ο Λαφαγιέτ, σχολίαζε με κατάπληξη το γεγονός ότι δεν υπήρχε τίποτε στην Αμερική που να αντιστοιχεί με την αγροτική τάξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Και η "ελευθερία" και "ισότης," περί των οποίων άκουαν οι στρατιώτες εκείνοι σε όλον τον πόλεμο στην Αμερική, δεν μπορούσε παρά να τους εντυπωθεί κάπως, και ας μη μπορούσαν να καταλάβουν κάτι τόσο αντίθετο προς ο,τιδήποτε είχαν ποτέ πριν ακούσει. Ετσι επέστρεψαν όλοι στην Γαλλία με νεφελώδεις ιδέες περί ελευθερίας και ισότητος, έχοντας ιδεί με τα μάτια τους πως διάφορα πράγματα, που ήσαν διαφορετικά από ό,τι αυτοί είχαν συνηθίσει, μπορούσαν πάντως κάπως να λειτουργούν. Εν όψει αυτής της παρατηρήσεως, δεν είναι περίεργο πως, μετά την επιστροφή του γαλλικού στρατού από την Αμερική στην Γαλλία το 1784, κάποιες συγκεχυμένες συζητήσεις περί "ελευθερίας" και "ισότητος" άρχιζαν να κυκλοφορούν στην Γαλλία.

        147. Ο Πόλεμος των Πράσινων Ορέων.  Το Βέρμοντ, που είχε γίνει ανεξάρτητο πολύ πριν την υπόλοιπη Αμερική, και το οποίο δεν είχε ποτέ αναγνωρισθεί από το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, επειδή εθεωρείτο μέρος της πολιτείας της Νέας Υόρκης, περιλαμβανόταν κατά την συνθήκη στα όρια των ηνωμένων Πολιτειών, αλλά είχε δική του κυβέρνηση, ανεξάρτητη ντε φάκτο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ηταν μια ουσιαστικά ανεξάρτητη δημοκρατία, και στην πραγματικότητα υπήρξε τέτοια από του 1758. Η Μεγάλη Βρεττανία όμως είχε οριστικά παραχωρήσει τις διεκδικήσεις της επί του Βέρμοντ στις Ηνωμένες Πολιτείες με την ειρηνευτική συνθήκη του 1783, έτσι που η Πρώτη Δημοκρατία, και ιδιαίτερα η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, βρισκόταν αντιμέτωπη με το ίδιο πρόβλημα καθυποτάξεως του Βέρμοντ που είχε η Μεγάλη Βρεττανία. Σε όλη την περίοδο υπάρξεως της Πρώτης Δημοκρατίας των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό δεν πραγματώθηκε ποτέ, και το Βέρμοντ παρέμεινε ανεξάρτητη δημοκρατία μέχρι το 1790.

        Το 1777, το Βέρμοντ είχε ανεπιτυχώς υποβάλλει στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο αίτημα εντάξεώς του στην ομοσπονδία, και είχε υιοθετήσει ένα σύνταγμα παρόμοιο με εκείνα που είχαν υιοθετήσει οι άλλες πολιτείες. Στην περίπτωση των άλλων πολιτειών, η υιοθέτηση συντάγματος που καθόριζε και περιόριζε τις εξουσίες της κυβερνήσεως μπορούσε να ερμηνεύεται ότι οριοθετούσε την θέση της Πολιτείας μέσα στην ομοσπονδία είτε ότι αντικαθιστούσε τον χάρτη, ο οποίος αντιπροσώπευε προεπαναστατικά τον αγγλικό έλεγχο. Αλλά το Βέρμοντ εκπροσωπούσε την πρώτη περίπτωση όπου μια όλως ανεξάρτητη και συγκεντρωτική δημοκρατία υιοθετούσε ένα σύνταγμα που περιόριζε τα δικαιώματα και τις εξουσίες της κυβερνήσεως, χωρίς να έχει προηγουμένως κανένα χάρτη εξωτερικού ελέγχου. Οι συνταγματικοί περιορισμοί των εξουσιών της κυβερνήσεως στο Βέρμοντ αντιπροσώπευαν πλήρως τον περιορισμό που εκρίνετο αναγκαίος για την διασφάλιση του ελέγχου της κυβερνήσεως του λαού και την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου.

        Στην διάρκεια του πολέμου, το Βέρμοντ είχε συνεργασθεί με τον Ηπειρωτικό Στρατό, αν και ο δικός του στρατός, ο καλούμενος Παλληκάρια των Πράσινων Ορέων, δεν τελούσε υπό τις διαταγές του Ουάσινγκτων, και γι' αυτόν προφανώς τον λόγο λειτουργούσε πιο αποδοτικά από τον Ηπειρωτικό Στρατό. Σπουδαίες επαναστατικές κατακτήσεις όπως η κατάκτηση της Τικοντερόγας στις αρχές της επαναστάσεως, η Μάχη του Μπέννινγκτον που αναχαίτισε την βρεττανική εισβολή στην περιοχή της Λίμνης Τσάμπλαιην, και η τελική παράδοση της στρατειάς του Μπουργκόυν, που απήλλαξε τον Βορρά από τα βρεττανικά στρατεύματα, ήσαν νίκες του βερμοντέζικου στρατού μάλλον, παρά του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορεί να λεχθεί με σιγουριά ότι χωρίς την βοήθεια του Βέρμοντ ίσως να μη είχαν υπάρξει Ηνωμένες Πολιτείες, αν και η εξέγερση θα είχε κατά πάσαν πιθανότητα επιτύχει σε πολλά μέρη της Νέας Αγγλίας, ιδίως στην Μασσαχουσέττη, το Νέο Χαμπσάιρ, και το Μαίην.

        Ας θυμηθούμε πως, μετά τον Μεγάλο Πόλεμο του Οχάιο, το Βέρμοντ είχε προσαρτηθεί από την μεγάλη Βρεττανία στην Επαρχία της Νέας Υόρκης, στην οποία οι βερμοντέζοι δεν ήθελαν να υποταχθούν, αφού αυτό θα συνεπαγόταν την απάλειψη των δημοτικών συνελεύσεων, που ο νεοεγγλέζος θεωρούσε τόσο ουσιαστικές προϋποθέσεις ελευθερίας. Καθώς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο δεν ήταν εξ υπαρχής επαναστατικό σώμα, και αναγνώριζε μόνον όσα νομοθετικά σώματα είχαν προπολεμικά κάποια δικαιώματα στην βρεττανική αναγνώριση, έπεται ότι η Πρώτη Δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών θα αντιμετώπιζε το Βέρμοντ ως μέρος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με την βρεττανική διαίρεση της περιφερείας. Μετά από όλη την βοήθεια που είχε δώσει το Βέρμοντ στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ανεξαρτησία τους από την Αγγλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν να κατακτήσουν το Βέρμοντ, επειδή το Βέρμοντ δεν είχε βρεττανικό χάρτη!

        Θα μπορούσε να λεχθεί, εν τούτοις, πως η προσπάθεια αυτή δεν γινόταν τόσο από την ομοσπονδία, όσο από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Είδαμε πως τα δικαστήρια του Αλμπανυ, πριν από την έναρξη της επαναστάσεως, κήρυξαν παράνομη την κατοχή της χώρας τους από τους βερμοντέζους, επειδή τα προνόμιά τους προέρχονταν από το Νέο Χαμπσάιρ, του οποίου δεν αναγνώριζαν τις διεκδικήσεις επί του εδάφους της Νέας Υόρκης. Τώρα, μετά το πέρας του πολέμου, η ανεξάρτητη πολιτεία της Νέας Υόρκης προσπάθησε να επιβάλει αυτήν την απόφαση που είχε λάβει ένα βρεττανικό δικαστήριο στο Αλμπανυ. Εν τούτοις, η κατάληψη της ορεινής περιοχής που κατοικούσαν οι βερμοντέζοι απέβη πρακτικώς αδύνατη, και η Νέα Υόρκη υποχρεώθηκε να ικανοποιηθεί με τις συνεχείς επιδρομές και παρενοχλήσεις στα δυτικά σύνορα του Βέρμοντ.

        Οι βλέψεις της Νέας Υόρκης εκτείνονταν προς ανατολάς του Ποταμού Κοννέκτικατ, το Βέρμοντ όμως δεν διέθετε ακόμη σαφή όρια προς οιανδήποτε κατεύθυνση εκτός από το καναδικό σύνορο προς βορράν, όπου, επί πλέον του ορίου της συνθήκης, η ύπαρξη της νομιμόφρονος πόλεως του Αγίου Αρμάνδου αναχαίτιζε κάθε επεκτατική απόπειρα βορείως του 45ου παραλλήλου. Μια διερεύνηση του αρχαίου βρεττανικού χάρτου του Νέου Χαμπσάιρ αποκάλυψε ότι τα όριά του τοποθετούντο εξήντα μίλια από τον ωκεανό στο εσωτερικό, και συνεπώς το Βέρμοντ διεκδικούσε σύνορα μέσα στα πλαίσια των εξήντα μιλίων από τον Ατλαντικό. Ενας αριθμός πόλεων στην ανατολική όχθη του Ποταμού Κοννέκτικατ, όπως το Ανόβερο, που έως τότε εθεωρείτο αδιαμφισβήτητα ανήκον στο Νέο Χαμπσάιρ, εξαιρούμενο από τις εδαφικές βλέψεις της Νέας Υόρκης, καλωσόρισαν τώρα τις απόπειρες του Βέρμοντ να τις προσαρτήσει, εν μέρει επειδή οι φορολογία ήταν χαμηλότερη στο Βέρμοντ παρά στο Νέο Χαμπσάιρ, και εν μέρει επειδή η δυσαρέσκεια από την διείσδυση των Κινγκινάτων στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έκανε τις πόλεις αυτές να καλοβλέπουν μια ευκαιρία να εγκαταλείψουν την Ενωση. Οι πόλεις στην κοιλάδα του Ποταμού Κοννέκτικατ, και στις δυο πλευρές του ποταμού, θεωρώντας τα συμφέροντά τους κάπως διαφοροποιημένα από εκείνα της καθεαυτού περιοχής των Πράσινων Ορέων, συγκρότησαν γρήγορα μιαν ανεξάρτητη δική τους κυβέρνηση, που την ονόμασαν Πολιτεία του Νέου Κοννέκτικατ. Αυτή ήταν η περιοχή που είχε υπάρξει το τελευταίο οχυρό της Ομοσπονδίας Πενακούκ κατά τον Μεγάλο Πόλεμο του Οχάιο, στο κεφαλάρι του Κουιννιτούκετ, του παληού ποταμού της ελευθερίας για τους λαούς των Πενακούκων, και έμοιαζε σχεδόν λες και ο Κουιννιτούκετ πολεμούσε ακόμη για την ελευθερία κάποιου, αν και δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο ποιανού.

        Μέσα στην κατάσταση αυτή, η Κοινοπολιτεία της Μασσαχουσέττης, που θεωρούσε εαυτήν ως παλινόρθωση του παληού πουριτανικού καθεστώτος, και είχε κατα συνέπειαν κληρονομήσει όλες τις εδαφικές του βλέψεις, υποστήριζε ότι, όπως επί Κρόμβελλ, είχαν προβάλει διεκδικήσεις προς βορράν μέχρι την Λίμνη Ουιννιπεσαύκη, την οποίαν αργότερα, επί αποκαταστάσεως της βασιλείας, είχαν αναγκασθεί να παραχωρήσουν στο Νέο Χαμπσάιρ, επόμενο ήταν να μη έχουν εκλείψει εξ αυτού οι διεκδικήσεις της Μασσαχουσέττης προς δυσμάς του Νέου Χαμπσάιρ, οπότε η Μασσαχουσέττη εδικαιούτο κοντά το μισό Βέρμοντ. Αποτέλεσμα ήταν μια σημαντική σύγκρουση διεκδικήσεων στο Βέρμοντ, με κανονικό μάλιστα πόλεμο μεταξύ αυτού και της Νέας Υόρκης. Η δημιουργία της καινούργιας δημοκρατίας του Νέου Κοννέκτικατ, αφαιρώντας το ένα τρίτο περίπου του εδάφους που το Νέο Χαμπσάιρ θεωρούσε απηλλαγμένο εξωτερικών διεκδικήσεων, κατέληξε στην αναβίωση της τέως διεκδικήσεώς του επί ολοκλήρου του Βέρμοντ -διεκδικήσεως που οι βερμοντέζοι θα ήσαν προθυμότεροι να αναγνωρίσουν παρά εκείνες της Νέας Υόρκης, καθώς έτσι δεν θα εκδιώκοντο από την περιοχή. Κατά συνέπεια ήσαν έτοιμοι να διαπραγματευθούν την ειρήνη με το Νέο Χαμπσάιρ, έτσι ώστε το Βέρμοντ παραίτησε τις βλέψεις του προς ανατολάς του Ποταμού Κοννέκτικατ εις αντάλλαγμα της παραιτήσεως του Νέου Χαμπσάιρ από τις διεκδικήσεις του προς δυσμάς του ποταμιού. Η αναβίωση αυτών των διεκδικήσεων της Μασσαχουσέττης που κάποτε είχαν προσωρινά διαγράψει ολοσχερώς το Νέο Χαμπσάιρ από τον χάρτη, οδήγησαν το Νέο Χαμπσάιρ να προχωρήσει σε κάποια ρύθμιση, η ερμηνεία όμως των όρων δεν έτυχε ποτέ πλήρους συναινέσεως, καθώς το Βέρμοντ ισχυριζόταν ότι είχε απλώς προβεί σε παραχωρήσεις πέρα από την απέναντι όχθη του ποταμού, ενώ το Νέο Χαμπσάιρ διεκδικούσε το μέσο του ποταμού ως σύνορο. Η συνοριακή αυτή διαφωνία, καθώς δεν αφορούσε παρά μόνον ύδατα, παρέμενε ενεργής για πολύν καιρό, και δεν διευθετήθηκε παρά στα 1932, όταν εκδόθηκε μια ομοσπονδιακή απόφαση υπέρ του Νέου Χαμπσάιρ.

        Η νεοπαγής πολιτεία του Νέου Κοννέκτικατ διαμελίσθηκε έτσι μεταξύ Βέρμοντ και Νέου Χαμπσάιρ, και η επιβολή της συμφωνίας απέβη εύκολη, αφού η πρωτοβουλία σχηματισμού της νέας πολιτείας ήταν περισσότερο από την πλευρά του ποταμού που ανήκε στο Νέο χαμπσάιρ, και, στερούμενο της υποστηρίξεως του Βέρμοντ από εκείνη την πλευρά του ποταμού, το όλο σχέδιο έπεσε στο κενό. Με τον ίδιο τρόπο όπως η απειλούμενη επέμβαση της Μασσαχουσέττης εξανάγκασε το Νέο Χαμπσάιρ να συμβιβασθεί με το Βέρμοντ, η αναβίωση των βλέψεων του Νέου Χαμπσάιρ ανάγκασε αντιστρόφως την Μασσαχουσέττη να παραιτήσει τις δικές της επί του νοτίου Βέρμοντ, και από το 1785 πλέον το μόνο απροσδιόριστο ακόμη σύνορο του Βέρμοντ ήταν το δυτικό, μεταξύ Βέρμοντ και Νέας Υόρκης, όπου οι πολιτιεακές αρχές της Νέας Υόρκης πάσχιζαν ακόμη να εξώσουν τους βερμοντέζους βάσει της ετυμηγορίας που είχαν επιτύχει πριν από την επανάσταση, το 1774, και όπου, ως αποτέλεσμα, επικρατούσε ακόμη εμπόλεμη κατάσταση.

Απειλεί η Πολιτεία του Κόλπου η παληά; Το Κονγκρέσσο θυμώνει;
Με τα όπλα στα σύνορα το Χαμπσάιρ ξανά;
Της Αγγλίας τα σκυλιά στην λίμνη ουρλιάζουν;
Δεν πά' νάρθουν -χαλάλι τους, αν τους βαστά!
                                                                                         - Γουίττιερ

         Η ανεξαρτησία του Βέρμοντ παρείχε ένα καλό παράδειγμα για τις δύο νότιες υπερόρειες περιοχές που είχαν υπάρξει παλαιότερα οι μη αναγνωρισμένες αποικίες της Τρανσυλβανίας και της Βατάουγκα, και οι οποίες, μετά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, είχαν υποστεί την εισβολή και την κατάκτηση της Βιρτζίνιας και της Βορείου Καρολίνας, αντιστοίχως. Η πρώην αποικία της Βατάουγκα ήταν η πρώτη που επαναστάτησε, το 1784, όταν, ακολουθώντας τις προσφορές των διαφόρων πολιτειών αναφορικά με την χώρα βορείως του Οχάιο, η Βόρειος Καρολίνα, κουρασμένη προφανώς να υπερασπίζεται τους βαταουγκανούς εποίκους στις διάφορες συνεχείς αψιμαχίες τους με τις φυλές των ερυθροδέρμων, έθεσε την περιοχή στην διάθεση του Κονγκρέσσου για δύο χρόνια. Οι βαταουγκανοί δεν είχαν καμμία όρεξη να υποταχθούν στην εξουσία ενός ξένου σώματος, στο οποίο οι ίδιοι δεν αντιπροσωπεύοντο, και έτσι, εκπρόσωποι διαφόρων οικισμών της περιοχής που περιλαμβανόταν στην προτεινόμενη παραχώρηση, συνάχθησαν στο Τζόνμπορο και αποφάσισαν, κατά γνήσιο τρόπο Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας, πως ήσαν μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πολιτεία, ενώ οι ίδιοι εκπρόσωποι αυτοπροσδιορίσθησαν ως νομοθετική εξουσία της ανεξάρτητης Πολιτείας Φρανκλίνου. Κατόπιν αυτού, υπήρχαν δύο κόμματα στην περιοχή αυτή, ένα που εξέλεγε αντιπροσώπους στο νομοθετικό σώμα της Πολιτείας του Φρανκλίνου, ενώ η άλλη ομάδα εξέλεγε αντιπροσώπους στο νομοθετικό σώμα της Βόρειας Καρολίνας, και, όταν υπήρχε θέμα επιβολής αλληλοσυγκρουόμενων πολιτειακών νόμων, η κατάσταση ήταν κυριολεκτικά εμφυλιοπολεμική. Τέλος, στα 1786, όταν η Βόρεια Καρολίνα απέσυρε την προσφορά παραχωρήσεως της περιοχής στην διάθεση της Ομοσπονδίας, το κόμμα της Βόρειας Καρολίνας κέρδισε βαθμιαία την υποστήριξη, και το κόμμα του ανεξαρτήτου Φρανκλίνου εξασθένησε, ώσπου η Βόρεια Καρολίνα μπόρεσε ξανά να καταλάβει την περιοχή δια των όπλων, και ο Ιωάννης Σαίηβιερ, ο κυβερνήτης του Φρανκλίνου, που ήταν προηγουμένως κυβερνήτης της Βατάουγκα, αναγκάσθηκε να διαφύγει για ένα διάστημα, αν και αργότερα επέστρεψε.

        Μια παρόμοια εξέγερση συνέβη τον ίδιο καιρό περίπου στην πρώην αποικία της Τρανσυλβανίας, όπου το νομοθετικό σώμα που σχηματίσθηκε έδωσε το όνομα Κοινοπολιτεία του Κεντάκυ στην νέα ανεξάρτητη πολιτεία τους. Αυτός ο τίτλος δεν κέρδισε και πολλή υποστήριξη στην περιοχή του όπως η "Πολιτεία του Φρανκλίνου" νοτιότερα, τα κατάφερε όμως να κρατήσει περισσότερο. Ολες οι στρατιωτικές απόπειρες της Βιρτζίνιας να καταστείλει την εξέγερση στην "Κομητεία Κεντάκυ," όπως την αποκαλούσε, στάθηκαν άτυχες, και το Κεντάκυ, όπως το Βέρμοντ, παρέμεινε μια ντε φάκτο ανεξάρτητη δημοκρατία, αν και το προηγούμενο του Βέρμοντ έδειχνε πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Πρώτης Δημοκρατίας δεν ήταν δυνατόν να παράσχει στο Κεντάκυ την οποιαδήποτε αναγνώριση.

         148. Η Βορειοδυτική Επικράτεια.  Είδαμε πως η διένεξη για την χώρα μεταξύ του Ποταμού Οχάιο και των Μεγάλων Λιμνών, την ίδια περιοχή για την οποία είχε γίνει ο Μεγάλος Πόλεμος του Οχάιο, για την κατοχή της οποίας η Βιρτζίνια είχε μπει στον πόλεμο εναντίον της Αγγλίας, παρά λίγο να τερματίσει την διαρκή οργάνωση της ομοσπονδίας που ονομάσθηκε Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η Βιρτζίνια διεκδικούσε ολόκληρη την επικράτεια δυτικά του Μισσισσιππή και βορείως των Μεγάλων Λιμνών, διεκδίκηση που θα είχε δώσει στην Βιρτζίνια το ένα τρίτο όλης της χώρας που περιελάμβαναν τα συμφωνημένα σύνορα των Ηνωμένεων Πολιτειών, ενώ η Βιρτζίνια είχε επί πλέον στην κατοχή της αρκετά φρούρια και προκεχωρημένα φυλάκια στην περιοχή, που η Κοινοπολιτεία αρεσκόταν να ονομάζει "Κομητεία Ιλλινόις." Η Νέα Υόρκη διεκδικούσε όλη την επικράτεια που η Ιροκέζικη Ομοσπονδία είχε ποτέ διεκδικήσει ως τμήμα της δικής της αυτοκρατορίας, εκτεινόμενη προς νότον μέχρι τον Ποταμό Οχάιο, και προς δυσμάς μέχρι τον Κουγιαχόγκα, καθώς κατά την εκεχειρία του 1779, και μεταγενέστερα κατά την ειρηνευτική συνθήκη του 1784, οι Ιρόκοι είχαν παραδώσει τίτλο εδαφικής κυριαρχίας στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, και σε καμμία άλλη πολιτεία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Μασσαχουσέττη και το Κοννέκτικατ ισχυρίζοντο, η κάθε μία για λογαριασμό της, ότι τους ανήκε μια συνεχής λωρίδα γης της οποίας η δυτική άκρη οριοθετείτο μόνον από τα συμβατικά όρια των Ηνωμένων Πολιτειών, και συγκεκριμένα στον Ποταμό Μισσισσιππή. Και, καθώς η Κοιλάδα Χούντσον, που ήταν η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, περνούσε κατ' ευθείαν μέσα από αυτές τις λωρίδες, η Μεγάλη Βρεττανία χρειάσθηκε να επέμβει προεπαναστατικά για να δώσει στην Νέα Υόρκη μια λωρίδα μεταξύ του Ποταμού Ντελαγουαίρ και ενός καθορισμένου συνόρου ανατολικά του Χούντσον. Ούτε όμως η Μασσαχουσέττη ούτε το Κοννέκτικατ θεώρησαν πως αυτό ακύρωνε τις βλέψεις τους δυτικά του Ποταμού Ντελαγουαίρ. Η κατάσταση αυτή κατέληξε στον διαξιφισμό των διεκδικήσεων τεσσάρων πολιτειών για μια εδαφική περιοχή, η οποία κάποτε στο παρελθόν είχε υπάρξει αφορμή ενός παγκοσμίου πολέμου.

        Η μικρή Μαίρυλαντ, που δεν είχε καμμία διεκδίκηση επί της επικρατείας αυτής υπό τον βρεττανικό χάρτη της, που όμως έλεγχε την πρόσβαση της Βιρτζίνιας μέσω των ορέων προς την περιοχή "Ιλλινόις," όπως την αποκαλούσε η Βιρτζίνια, επέβαλε μιαν αναμέτρηση αναστέλλοντας τα Αρθρα Συνομοσπονδίας, μέχρις ότου οι διάφορες πολιτείες που διεκδικούσαν εδάφη στα Βορειοδυτικά παραχωρούσαν τις διεκδικήσεις τους στο Κονγκρέσσο. Αρχικά η Βιρτζίνια χάλασε τον κόσμο επ' αυτού, και απείλησε να διαμελίσει την Μαίρυλαντ μεταξύ της ιδίας και της Πεννσυλβανίας. Ακολούθησε όμως η βρεττανική εισβολή στην Βιρτζίνια, και η Βιρτζίνια, που ο στρατός της ήταν απασχολημένος με την εξασφάλιση των βορειοδυτικών διεκδικήσεων αυτής της πολιτείας, κάλεσε όλη την συνομοσπονδία σε βοήθεια - και τότε η Μαίρυλαντ βρέθηκε σε θέση να απειλήσει την Βιρτζίνια, που χρειαζόταν τώρα απεγνωσμένα την βοήθεια της Μαίρυλαντ. Ετσι η Βιρτζίνια υποσχέθηκε "να φερθεί καλά," και να δώσει την "Κομητεία Ιλλινόις" στις Ηνωμένες Πολιτείες εν Κονγκρέσσω, ενώ οι άλλες τρεις εμπλεκόμενες πολιτείες έδωσαν παρόμοιες υποσχέσεις, οπότε η Μαίρυλαντ επικύρωσε τα Αρθρα Συνομοσπονδίας, και η Πρώτη Δημοκρατία μπόρεσε να οργανωθεί σε διαρκή βάση. Αυτήν την φορά το Κονγκρέσσο, αν και δεν είχε ακόμη παραλάβει πραγματική γη - παρά μόνον υποσχέσεις - ενέκρινε μιαν απόφαση (το 1780) πως όλη η γη, την οποία θα ελάμβανε το Κονγκρέσσο, θα χρησιμοποιείτο μόνο για δημόσιους σκοπούς, και θα διαμορφωνόταν σε πολιτείες πάνω στην ίδια βάση όπως οι αρχικές δεκατρείς πολιτείες.

        Εν τούτοις, η διένεξη δεν αφορούσε μόνο τις διεκδικήσεις της Βιρτζίνιας. Η Μασσαχουσέττη και το Κοννέκτικατ διεκδικούσαν λωρίδες εδάφους με έκταση από τον Ποταμό Ντελαγουαίρ δυτικά έως τον ποταμό Μισσισσιππή, και υπήρχαν κάπου τριακόσια μίλια ανάμεσα στα δυτικά σύνορα Ντελαγουαίρ και Πεννσυλβανίας, με τα οποία η Βιρτζίνια δεν είχε καμμία σχέση. Οι διεκδικήσεις του Κοννέκτικατ συγκρούοντο με την Πεννσυλβανία. Ενώ οι βλέψεις της Μασσαχουσέττης περνούσαν μέσα από έδαφος που η Ιροκέζικη Ομοσπονδία το 1784 είχε παραδώσει στην Νέα Υόρκη. Αμέσως μετά την εκστρατεία εναντίον των Ιρόκων το 1784, το Κοννέκτικατ έστειλε εποικιστές στην Κοιλάδα Γουαϊόμινγκ, που ήταν μέσα στην επίμαχη περιοχή, και η Πεννσυλβανία ζήτησε την ομοσπονδιακή διαιτησία επί της διενέξεως. Η διαιτησία αυτή στάθηκε πράγματι μια δοκιμασία για την ικανότητα της Πρώτης Δημοκρατίας να διατηρήσει την υπακοή των πολιτειών. Και την πέρασε θαυμάσια. Οι ομοσπονδιακοί διαιτητές αποφάνθησαν υπέρ της Πεννσυλβανίας το 1782, και αν και υπό την Πρώτη Δημοκρατία οι ομοσπονδιακή αρχή δεν είχε την εξουσία να εξαναγκάζει σε υπακοή τις πολιτείες, το Κοννέκτικατ συμμορφώθηκε, και παραιτήθηκε από τις βλέψεις του εντός των συνόρων της Πεννσυλβανίας. Οι έποικοι από το Κοννέκτικατ, εν τούτοις, παρέμειναν, όντας πρόθυμοι να γίνουν πολίτες της Πεννσυλβανίας. Τον χειμώνα του 1784, πάντως, μετά μια καταστροφική πλημμύρα του Ποταμού Σουσκουεχάννα που κατέστρεψε πολλά από τα σπίτια και τα κτήματα των εποίκων στην Κοιλάδα Γουαϊόμινγκ, οι εκκλήσεις για αντιπλημμυρική βοήθεια που φυσικά επακολούθησαν, φάνηκαν κάπως να αφυπνίζουν τον πολεμικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο πολιτειών για την περιοχή εκείνη, και οι πεννσυλβανοί βάλθηκαν να θυμούνται πως οι έποικοι της Κοιλάδας Γουαϊόμινγκ ήσαν εισβολείς, έτσι που, αντί να παράσχει βοήθεια για τα θύματα της πλημμύρας, ο κυβερνήτης έστειλε τμήματα πολιτοφυλακής για να διώξουν τους γιάνκηδες από την κοιλάδα. Αυτό συνοδεύθηκε με πολλή περιττή βία, για να καταλήξει σε αυτοάμυνα από μέρους των εποίκων, στην οποία η πολιτοφυλακή απάντησε με γενική σφαγή, κυνηγώντας όσους γλύτωσαν από αυτήν μέχρι μέσα στα δάση, και λέγοντάς τους να πάνε πίσω στο Κοννέκτικατ. Εν τούτοις, εφ' όσον μέρος του συντάγματος της Πεννσυλβανίας επί Πρώτης Δημοκρατίας απαιτούσε την συνέλευση ενός επισήμου σώματος ανά επταετία, προκειμένου να αποφανθεί εάν είχε παραβιασθεί το σύμταγμα, και να λάβει επανορθωτικά μέτρα, η συνεδρίαση του σώματος αυτού την άνοιξη του 1785 επεσήμανε αμέσως τους στρατιωτικούς διωγμούς και τις σφαγές της Κοιλάδος Γουαϊόμινγκ ως εξώφθαλμη παραβίαση, και προκάλεσε την τιμωρία μερικών αξιωματικών της πολιτοφυλακής που ήσαν υπέυθυνοι για τις ωμότητες αυτές, ενώ οι επιζώντες από τους εκδιωχθέντες εποίκους αποζημιώθησαν με την παραχώρηση επί πλέον γης στην Κοιλάδα Γουαϊόμινγκ. Από αυτήν την πηγή προέκυψαν πολλοί από τους τόσο πυκνούς σημερινούς οικισμούς στην Κοιλάδα, περιλαμβανομένων πόλεων όπως το Σκράντον και το Ουίλκις-Μπάρρ.

        Οι δυτικές εδαφικές διεκδικήσεις της Μασσαχουσέττης ήσαν καθαρώς θεωρητικές κατά τον πόλεμο, εφ' όσον τα διεκδικούμενα εδάφη ανατολικά της Λίμνης Οντάριο εκρατούντο από τους Ιρόκους, και εκείνα από τον Ποταμό Ντητρόιτ μέχρι τον Μισσισσιππή τελούσαν υπό βρεττανική κατοχή, όπως και παρέμειναν παρά την ειρηνευτική συνθήκη σε ολόκληρη την περίοδο της Πρώτης Δημοκρατίας. Ομως, μετά την ειρήνευση με τους Ιρόκους το 1784, η Νέα Υόρκη βρέθηκε ξαφνικά κάτοχος του ανατολικού τμήματος της λωρίδας εκείνης ακριβώς που διεκδικούσε η Μασσαχουσέττη. Και πάλι η Πρώτη Δημοκρατία απέδειξε την ικανότητά της να επιλύσει την διαφορά, πράγμα που έγινε όπως φαίνεται με την ίδια αποστροφή προς την δημιουργία ασυνεχούς επικρατείας που είχε χαρακτηρίσει την ρύθμιση μεταξύ Πεννσυλβανίας και Κοννέκτικατ. Στην περίπτωση αυτή, δεν ήταν τόσο σαφής η υπόθεση υπέρ της Νέας Υόρκης, όπως ήταν για την Πεννσυλβανία την άλλη φορά, επειδή το έδαφος δεν περιλαμβανόταν μέσα στα αρχικά όρια της Νέας Υόρκης, και η αντιπαράθεση των τίτλων αφορούσε τίτλο που είχε ληφθεί από τα έθνη των ερυθροδέρμων, τον οποίον παρουσίασε η Νέα Υόρκη, και τίτλο προερχόμενο από βρεττανικό χάρτη, που παρέθεσε η Μασσαχουσέττη. Η προταθείσα τελικά ρύθμιση από την ομοσπονδιακή διαιτησία το 1785 περιελάμβανε μια παράδοξη αναγνώριση των διεκδικήσεων αμφοτέρων των πολιτειών. Καθώς η Ιροκέζικη Ομοσπονδία ήταν ο υφιστάμενος κάτοχος της γης, και η Νέα Υόρκη ο διορισμένος διάδοχός τους, η διεκδίκηση της γης από την Νέα Υόρκη ώφειλε να τύχει αναγνωρίσεως. Ομως, αφού οι προεπαναστατικοί τίτλοι ιδιοκτησίας της γης προέρχονταν από τον βασιλέα, και η Μασσαχουσέττη είχε κάποια δικαιώματα διαδοχής του εκεί, ώφειλε να συνομολογηθεί ότι η διανομή και πώληση δημοσίου εδάφους θα παρέμενε υπό τον έλεγχό της. Η Πεννσυλβανία τότε προέβαλε την ένσταση ότι τα προτεινόμενα σύνορα της Νέας Υόρκης θα παρενέβαλλαν μια στενή λωρίδα εδάφους μεταξύ της Πεννσυλβανίας και της Λίμνης Ηρης, αποκόπτοντας έτσι την Πεννσυλβανία από οποιαδήποτε πρόσβαση στις λίμνες. Η κατάληξη ήταν να αποδεχθεί η Μασσαχουσέττη το πόρισμα της διαιτησίας, με τον όρον ότι τόσο αυτή όσο και η Νέα Υόρκη θα πωλούσαν στην Πεννσυλβανία ένα τρίγωνο γης που θα έδινε στην Πεννσυλβανία ένα λιμναίο λιμάνι. Επ' αυτής της βάσεως, η Νέα Υόρκη αποδέχθηκε επίσης την απόφαση των διαιτητών, και πήρε στην κατοχή της την χώρα των Ιρόκων, με την Μασσαχουσέττη υπεύθυνη των εδαφικών τίτλων, ενώ στην Πεννσυλβανία προσαρτήθηκε έδαφος για ένα λιμάνι στην Λίμνη Ηρη. Στο πόρισμα της διαιτησίας καθορίζετο επίσης ότι η Μασσαχουσέττη θα επιτρεπόταν να διαθέτει έδαφος σε οικιστές, το οποίο είχε αποκτηθεί γι' αυτόν τον σκοπό από την Ιροκέζικη Ομοσπονδία, όρος που τηρήθηκε συνεχώς κατά την Πρώτη Δημοκρατία, αλλά που παρελκύετο μονίμως κατά την Δεύτερη Δημοκρατία. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαιτησίας της Πρώτης Δημοκρατίας, η εν λόγω περιοχή, αν και ακέραιο τμήμα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, εποικίσθηκε κατά πολύ από νεοεγγλέζους, οι οποίοι, υπό την καθοδήγηση όσων Ιρόκων δεν πήγαν στον Καναδά μετά τον πόλεμο, ανέπτυξαν την τροποποιημένη μορφή των παραδόσεων ελευθερίας της Νέας Αγγλίας και των Ιρόκων, που οικοδόμησαν αυτήν την "πάνω πολιτεία," η οποία στάθηκε επί μακρόν η μόνιμη αντιπάθεια της δικτατορικής Πόλεως της Νέας Υόρκης.

        Οσο για την περιοχή δυτικά της οροσειράς των Αππαλαχίων, αυτή ενεφάνιζε κάποια δυσκολία -- τα φυσικά μέσα επικοινωνίας της με τον έξω κόσμο δεν βρίσκονταν μέσα στην ατλαντική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά κατά μήκος του Μισσισσιππή στον Κόλπο του Μεξικού. Και, προς αυτήν την κατεύθυνση, η Δυτική Φλόριδα και η περιοχή της Νέας Ορλεάνης συνιστούσαν εμπόδιο. Το εμπόριο αυτής της δυτικής περιοχής εκινείτο κυρίως μέσω της Νέας Ορλεάνης, που ήταν τότε ισπανικό λιμάνι. Και όταν, το 1785, ως αποτέλεσμα της διενέξεως περί των συνόρων της Δυτικής Φλόριδας, η Ισπανία έκλεισε τον κάτω Μισσισσιππή για τα αμερικανικά σκάφη, οι εξεγερμένες πολιτείες του Φρανκλίνου και του Κεντάκυ απείλησαν να στείλουν τους στρατούς των να πάρουν την Νέα Ορλεάνη και την Δυτική Φλόριδα. Η κίνηση της δυτικής περιοχής, και δη της νοτιοδυτικής, προς την Νέα Ορλεάνη ως φυσική τους διέξοδο, ήταν σημαντική, και, στην προσπάθεια να αναπτύξουν την Βορειοδυτική Επικράτεια, θεωρήθηκε αναγκαίο να εξασφαλισθεί κάποια αντίστοιχη διέξοδος στον βορρά - προς τον Ατλαντικό - καθώς μόνον αυτό θα μπορούσε να διατηρήσει την δύση συνδεδεμένη με την ομοσπονδία.

        Η ίδια η Βορειοδυτική Επικράτεια ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της αδυναμίας των Ηνωμένων Πολιτειών να συγκρατήσουν τους μετακινουμένους προς την δύση εποίκους από την συνεχή καταπάτηση εδαφών που ανήκαν στις φυλές. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας είχε αποσυντεθεί δυτικά των ορέων σε πόλεμο ανάμεσα σε αυτούς τους εποίκους και τις διάφορες δυτικές φυλές, και ήταν πολύ ευκολώτερο για την κυβέρνηση να συνάπτει συνθήκες ειρήνης παρά να τις επιβάλλει, έτσι που δυτικά της οροσειράς των Αππαλαχίων η εμπόλεμος κατάσταση ήταν ουσιαστικά μόνιμη. Κεντάκυ και Φρανκλίνος αποτελούσαν παραδείγματα περιοχών, που εν πολλοίς είχαν επαναστατήσει κατά των μητρικών τους πολιτειών, επειδή αυτές δεν υποστήριζαν όλες αυτές τις εχθροπραξίες. Στην Βορειοδυτική Επικράτεια κατοικούσαν πολλοί πειρατές, που συνέβαλλαν στην κατάσταση αυτή πραγματοποιώντας εφόδους κατά λευκών οικισμών μεταμφιεσμένοι σε ερυθροδέρμους και ενοχοποιώντας τις φυλές για την διάπραξη φρικαλεοτήτων, που οι ίδιες οι φυλές δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν διαπράξει.

        Το 1784 η Βιρτζίνια εξεπλήρωσε τελικά την υπόσχεσή της περί παραχωρήσεως της "Κομητείας Ιλλινόις" στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή ήταν μια ευρεία περιφέρεια που περιελάμβανε ολόκληρη την περιοχή από το δυτικό σύνορο της Πεννσυλβανίας ώς τον Ποταμό Μισσισσιππή, και από τις Μεγάλες Λίμνες μέχρι τον Ποταμό Οχάιο - περί τα εξακόσια μίλια από ανατολών προς δυσμάς, και από διακόσια ώς πεντακόσια μίλια από βορρά προς νότον. Ενώ η Βιρτζίνια ονόμαζε την περιοχή από τους Ιλλίνες, οι έποικοι από το Κεντάκυ την εγνώριζαν γενικά ως "Ινδιάνικη Ακτή," όνομα που συχνά γινόταν χάριν συντομίας Ινδιάνα. Το Κονγκρέσσο πάλι την ονόμαζε Επικράτεια Βορειοδυτικά του Ποταμού Οχάιο, και χάριν συντομίας συνήθως Βορειοδυτική Επικράτεια, ή πάλι Επικράτεια Οχάιο μερικές φορές, οπότε η περιοχή ονομαζόταν τώρα ποικιλοτρόπως, Βορειοδυτική Επικράτεια, Οχάιο, Ινδιάνα, ή Ιλλινόις, και όλα αυτά τα ονόματα υποδήλωναν τότε την ίδια μεγάλη εδαφική έκταση.

        Καθώς προέκυπτε το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο το Κονγκρέσσο θα διοικούσε αυτήν την μεγάλη περιφέρεια - γιατί τα Αρθρα Συνομοσπονδίας, το σύνταγμα της Πρώτης Δημοκρατίας, δεν ππροέβλεπαν το πώς το Κονγκρέσσο θα μπορούσε να κυβερνήσει οιαδήποτε επικράτεια, παρεκτός μέσω πολιτειακών κυβερνήσεων - η προσωρινή λύση ήταν η εγκαθίδρυση στρατιωτικής κυβερνήσεως, και ο Στρατηγός Σαιντ Κλαιρ αποσπάσθηκε στην Μαριέττα, στον Ποταμό Οχάιο, ως κυβερνήτης. Στο μεταξύ, ο Θωμάς Τζέφφερσον, ο φιλελεύθερος βιρτζινιώτης που είχε συμβάλει τα μέγιστα για να πεισθεί η Βιρτζίνια να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της στην περιοχή, παρουσίασε στο Κονγκρέσο ένα σχέδιο κυβερνήσεως για την Βορειοδυτική Επικράτεια, που συνίστατο στην διαίρεσή της σε δέκα πολιτείες, που θα ονομάζοντο Συλβανία, Μιτσιγκανία, Χερσόννησος, Ασσενισπία, Μετροποταμία, Ιλλινόις, Σαρατόγα, Ουάσινγκτων, Πολυποταμία, και Πελισπία. Οι πολιτείες αυτές θα αυτοδιοικούντο, όπως οι αρχικές πολιτείες της ομοσπονδίας, αλλά με κάποια συγκεκριμένη εποπτεία του Κονγκρέσσου, ενώ αργότερα θα εγένοντο δεκτές στην ομοσπονδία με τους ίδιους όρους όπως οι αρχικές πολιτείες. Εισήχθη επίσης ένα σχέδιο για την χειραφέτηση των δούλων, που θα ολοκληρωνόταν μέχρι το 1800. Το σχέδιο συνάντησε την αντίθεση των Κινγκινάτων, αφού ο Γεώργιος Ουάσινγκτων διεκδικούσε την γη αυτή ως προσωπική του περιουσία, και δεν ήθελε να ακούσει το παραμικρό περί δημοκρατίας εκεί πέρα. Ο Ουάσινγκτων τελικά κατάφερε, μέσω των οπαδών των Κινγκινάτων μέσα στο Κονγκρέσσο, να διορίσει τον Τζέφφερσον πρέσβυ στην Γαλλία, και, καθώς εκείνος απομακρύνθηκε, το σχέδιο για μια δημοκρατική οργανωτική μορφή στην Βορειοδυτική Επικράτεια εγκαταλείφθηκε.

        Καίτοι η Βιρτζίνια και η Νέα Υόρκη παραιτήθησαν γρήγορα από τις διεκδικήσεις τους, το Κοννέκτικατ και η Μασσαχουσέττη περίμεναν ακόμη. Το 1783, μετά την κήρυξη της ειρήνης, το Κοννέκτικατ εξέδωσε κι άλλη διακήρυξη δηλώνοντας πως η περιοχή μεταξύ του 41ου και 42ου παραλλήλου, από το δυτικό όριο της Πεννσυλβανίας ώς τον Ποταμό Μισσισσιππή, ήταν μέρος του Κοννέκτικατ, και ώφειλε να μη εποικισθεί από κανένα χωρίς την ειδική άδεια της Πολιτείας του Κοννέκτικατ. Και, προκειμένου να εκδίδει τέτοιες άδειες εποικίσεως, και να διαπραγματεύεται με τις ερυθρές φυλές στην διεκδικούμενη κατ' αυτόν τον τρόπο περιοχή, η Πολιτεία τρου Κοννέκτικατ τοποθέτησε στην εκβολή του Ποταμού Κουγιαχόγα ένα ειδικόν πράκτορα ονόματι Μωϋσή Κλήβελαντ, ο οποίος είχε διατελέσει αξιωματικός στον Ηπειρωτικό Στρατό. Ο εμπορικός σταθμός που εγκαθιδρύθηκε έτσι κοντά στον Ποταμό Κοννέκτικατ, επί Δεύτερης Δημοκρατίας, έγινε μια πόλη που ονομάσθηκε Κλήβελαντ από τον ιδρυτή της, αν και η ορθογραφία απλοποιήθηκε σε Κλίβελαντ. Το 1786, το Κοννέκτικατ, αν και τήρησε όλες τις υποσχέσεις του να παραχωρήσει τις διεκδικήσεις του στο Κονγκρέσσο, δεν παρέλειψε να κάνει κάποια γιάνκικα παζαρέματα, παρακρατώντας 120 μίλια της επίμαχης λωρίδας, περιλαμβανομένου ενός τμήματος παραλίμνιας όχθης από την γραμμή της Πεννσυλβανίας μέχρι πέρα από τον παληό γαλλικό οικισμό του Σανντάσκυ (αρχικά Σαντούσκης), η οποία θα παρεχωρείτο τελικά υπό ειδικούς όρους, και συγκεκριμένα ότι τα έσοδα από την πώληση δημόσιας γης θα πήγαιναν σε ένα σχολικό ίδρυμα για την Βορειοδυτική Επικράτεια, ότι δεν θα επιτρεπόταν εκεί η δουλεία, και ότι θα οικοδομείτο και θα συντηρείτο στην περιοχή ένα πανεπιστήμιο. Αυτή η παρακρατημένη περιοχή, αν και τελικά μεταβιβάσθηκε στην κατοχή των Ηνωμένων Πολιτειών το 1800 (ακόμη ως "Δυτική Επιφύλαξη του Κοννέκτικατ") και ενσωματώθηκε αργότερα στην Πολιτεία του Οχάιο, θεωρείται ακόμη από το Κοννέκτικατ ως δική του επικράτεια, κατεχόμενη απλώς από το Οχάιο υπό όρους, ενώ πόλεις όπως οι Κλίβελαντ, Ακρον, Λοραίν, Γιάνγκσταουν, και Σαντάσκυ, θεωρούνται από το Κοννέκτικατ δικές του πόλεις. Η διεκδικούμενη ακόμη από το Κοννέκτικατ περιοχή είναι γνωστή στους κατοίκους της ως Επιφύλαξη του Κοννέκτικατ ή Δυτική Επιφύλαξη, και ο όρος περί πανεπιστημίου τηρείται δια της συντηρήσεως ενός "Πανεπιστημίου Δυτικής επιφυλάξεως" στο Κλίβελαντ.

        Την ίδια περίπου εποχή, η Μασσαχουσέττη, αν και οι διεκδικήσεις της σκιάζοντο ακόμη από την βρεττανική κατοχή που συνεχίσθηκε σε όλη την περίοδο της Πρώτης Δημοκρατίας, παρεχώρησε τις διεκδικήσεις της στο Κονγκρέσσο υπό παραπλήσιους με εκείνους του Κοννεκτικατ όρους, επιφυλάσσοντας μια μικρή περιφέρεια γύρω από την πόλη του Ντητρόιτ (κατεχόμενη τότε από μια βρεττανική φρουρά) για σκοπούς παρόμοιους με εκείνους που όριζε η "Επιφύλαξη του Κοννέκτικατ." Ο όρος του πανεπιστημίου εν προκειμένω ικανοποιήθηκε αργότερα, με την εγκαθίδρυση από μέρους της Πολιτείας του Μίτσιγκαν (μετά την διαμόρφωσή της από ένα τμήμα της διεκδικήσεως της Μασσαχουσέττης) ενός κρατικού εκπαιδευτικού ιδρύματος ονόματι "Επιστημιάς," γνωστού σήμερα ως το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, στο Ανν Αρμπορ, τριάντα οκτώ μίλια περίπου δυτικά του Ντητρόιτ.

        Το 1786, λοιπόν, το Κονγκρέσσο διέθετε καθαρό τίτλο για ολόκληρη της Βορειοδυτική Επικράτεια, εκτός των δύο "επιφυλάξεων" που καθιέρωναν οι πολιτείες της Νέας Αγγλίας ως διεκδικήτριες, και εκτός της κατοχής του βορειοδυτικού τμήματος της επικρατείας από τα βρεττανικά στρατεύματα. Η Βιρτζίνια εκράτησε επίσης μια "επιφύλαξη" προς διανομήν σε παλαίμαχους του Ηπειρωτικού Στρατού που θα επιθυμούσαν να εγκατασταθούν εκεί. Το πρόβλημα οργανώσεως κάποιας μορφής πολιτικής κυβερνήσεως για την επικράτεια από μέρους του Κονγκρέσσου κατέστη περισσότερο επείγον παρά ποτέ. Τον Μαίο του 1787, η δυσκολία αυτή αντιμετωπίσθηκε τελικά από μια απόφαση του Κονγκρέσσου με τίτλο "Ρύθμισις της Επικρατείας Βορειοδυτικώς του Ποταμού Οχάιο." Η απόφαση αυτή, εν όψει των όρων στις Επιφυλάξεις Κοννέκτικατ και Μασσαχουσέττης, καταργούσε οριστικά την δουλεία μέσα στην περιοχή. Εγγυάτο επίσης την ελευθερία της θρησκευτικής πίστεως σε ολόκληρη την επικράτεια, με την ίδια εν πολλοίς μορφή που αυτό είχε γίνει ενάμισυ αιώνα νωρίτερα στην Ρόουντ Αϊλαντ. Η επικράτεια θα διοικείτο, όχι δημοκρατικά με αρκετές πολιτείες, όπως είχε σχεδιάσει ο Τζέφφερσον, παρά ενιαίως υπό ένα κυβερνήτη που θα διόριζε το Κονγκρέσσο, με ένα εκλεγμένο νομοθετικό σώμα με συμβουλευτικό ρόλο, ενώ το ίδιο το Κονγκρέσσο θα αποτελούσε την ανώτατη αρχή. Η επικράτεια θα διαιρείτο αργότερα σε όχι λιγώτερες των τριών ή περισσότερες των πέντε πολιτείες, όχι εν όσω τελούσε υπό ομοσπονδιακό έλεγχο, αλλά μόλις αυτές θα ήσαν έτοιμες να γίνουν δεκτές στην ένωση με τους ίδιους όρους όπως οι υπόλοιπες πολιτείες, τους οποίους η ρύθμιση καθόριζε όταν η κάθε περιφερειακή υποδιαίρεση θα έφθανε σε πληθυσμό τις 70.000. η χάραξη των γραμμών που διαχώριζαν τις μελλοντικές πολιτείες έγινε στην Ρύθμιση πρώτα επί τη βάσει τριών πολιτειών σε βόρειες και νότιες λωρίδες, με την πρώτη συνοριακή γραμμή κατ' ευθείαν βορείως από την βόρεια καμπή του Ποταμού Οχάιο, την επόμενη στον Ποταμό Ουάμπας και μια γραμμή κατ' ευθείαν βορείως από ένα συγκεκριμένο σημείο αυτού του ποταμού. Προεβλέπετο ακόμη ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα επί πλέον σύνορο σε μια γραμμή από ανατολών προς δυσμάς μέσω της νότια καμπής (του νοτιώτατου σημείου) της Λίμνης Μίτσιγκαν, με τις τρεις πολιτείες τοποθετούμενες νοτίως της γραμμής αυτής, και την Λίμνη Μίτσιγκαν ως σύνορο μεταξύ των πολιτειών που θα διαμορφώνοντο βορείως αυτής της γραμμής. Η διαίρεση αυτή πλησιάζει πολύ τις πολιτειακές γραμμές που καθιερώθησαν έκτοτε στην πρώην Βορειοδυτική Επικράτεια, αν και υπήρξε κάποια μικρή μεταβολή σε μερικά από τα σύνορα.

        Το πρόβλημα επαφής της Βορειοδυτικής Επικρατείας με τις πολιτείες, που είχε οξυνθεί από την στιγμή που η Ισπανία είχε κλείσει το στόμιο του Μισσισσιππή για το αμερικανικό εμπόριο, κατέληξε σε δύο αντίπαλα σχήματα διαύλου. Η Βιρτζίνια επιθυμούσε τον ονομαζόμενο δίαυλο Τσεζαπήκε και Οχάιο, που συνέδεε τον Ποταμό Οχάιο με τον Πότομακ λίγα μίλια κάτω από τους Μεγάλους Καταρράκτες. Προς τούτο ήταν αναγκαία η διέλευση μέσω εδάφους της Μαίρυλαντ, και η Μαίρυλαντ ήταν εκείνη που είχε προμηθεύσει το έναυσμα, το οποίο οδήγησε αναγκαστικά την επικράτεια υπό τον ομοσπονδιακό έλεγχο. Ηταν αμφίβολο εάν θα μπορούσε να πεισθεί η Μαίρυλαντ να παραδώσει κάποια τοποθεσία για τερματικό ποτάμιο λιμάνι στον Πότομακ. Αυτό ήταν το προσφιλές σχέδιο του Γεωργίου Ουάσινγκτων, γιατί με αυτόν τον τρόπο η πατρίδα του, στην πλευρά του Πότομακ στην Βιρτζίνια, θα αποκτούσε άμεση σύνδεση με τις χώρες του Οχάιο που επί πολλά χρόνια πάσχιζε να αρπάξει, ενώ η προοπτική ενός καινούργιου επινείου στον Πότομακ, τόσο κοντά στο σπίτι του, θα εξασφάλιζε ένα σπουδαίο μετερίζι είτε για τον Ουάσινγκτων προσωπικά, είτε για την Εταιρία των Κινγκινάτων προκειμένου να καταλάβουν τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την άλλη πλευρά, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης προπαθούσε να δημιουργήσει μια διέξοδο μέσω της περιοχής που είχε άρτι αποκτήσει από του Ιρόκους, η οποία συνέδεε την λίμνη Ηρη με τον Ποταμό Μοχώκ. Αυτός ο "Δίαυλος Ηρη" θα σήμαινε μιαν άνθηση για την γη στην πρώην αμφισβητούμενη ιροκέζικη περιοχή που προσπαθούσε να πουλήσει η Μασσαχουσέττη, οπότε το σχέδιο είχε σημαντική υποστήριξη από την Μασσαχουσέττη. Κατέκτησε την υποστήριξη του Κοννέκτικατ, γιατί σήμαινε εποικισμό στα Βορειοδυτικά μέσω των Μεγάλων Λιμνών αντί του Ποταμού Οχάιο, και έτσι θα μπορούσε να οικοδομηθεί η Δυτική Επιφύλαξη. Προ πάντων δε, το σχέδιο συνάντησε την επιδοκιμασία της Κοιλάδας Χούντσον, επειδή σήμαινε πως η ναυσιπλοΐα από τα Βορειοδυτικά θα έφθανε στον ωκεανό δια του Χούντσον, καθιστώντας την Νέα Υόρκη τον κύριο λιμένα του έθνους, αντί της μικρής κωμοπόλεως που είχε καταντήσει από τον καιρό που εκκενώθηκε από τους Τόρηδες. Αλλά το μυστικό τάγμα των Κινγκινάτων, συνωμοτώντας για μια δικτατορία στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Γεώργιο Ουάσινγκτων, εργαζόταν υπέρ του σχεδίου για τον δίαυλο Τσαζαπήκε, που τον έβλεπε τον ως μια πιθανή σφήνα διεισδύσεως για την ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας.

 

Κεντρική Σελίδα    Περιεχόμενα    Επόμενο