Κεντρική Σελίδα των Αρχείων      Περιεχόμενα      Επόμενο Κεφάλαιο

ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

W. J. Sidis

Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

         149. Σύγκρουση Οικονομικών Συστημάτων.  Η Αμερικανική Επανάσταση και ο πόλεμος για την ανεξαρτησία δεν υπήρξαν προϊόν οιασδήποτε τάξεως της κοινωνίας, ή κάποιου στοιχείου που αγωνιζόταν για οποιονδήποτε σκοπό, παρά μάλλον ένας συνδυασμός πολλών αλληλοσυγκρουόμενων στοιχείων και ομάδων, αγωνιζόμενων για σκοπούς όχι μόνον πολύ διαφορετικούς εν πολλοίς μεταξύ τους, παρά συχνά ευθέως αντίθετους. Η Πρώτη Δημοκρατία δεν μπορούσε λοιπόν παρά να αποτελεί αντανάκλαση αυτής της καταστάσεως―μη αντιπροσωπεύοντας κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, παρά όντας μια ομοσπονδία, που έδινε σε όλα τα στοιχεία της επαναστάσεως, από εργάτες μέχρι αριστοκράτες, την ευκαιρία να τα βρουν μεταξύ τους. Υπό την Πρώτη Δημοκρατία η κάθε πολιτεία μπορούσε να πάρει το μέρος των εργατών και των αγροτών εξ ολοκλήρου, ή ευθέως το μέρος των αριστοκρατών, ή θα μπορούσε να έχει εσωτερική επανάσταση, χωρίς την επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέτοια ήταν η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτή δημιουργήθηκε από την Αμερικανική Επανάσταση. Φυσικά, δεν θα περίμενε κανείς τα στοιχεία που πολέμησαν στον πόλεμο για την αμερικανική ανεξαρτησία, και που δεν είχαν τίποτε κοινό παρά ένα κοινόν εχθρό στον πόλεμο, να μείνουν ικανοποιημένα με μια τέτοια συμβιβαστική κυβέρνηση μετά την λήξη του. Επομένως, η Πρώτη Δημοκρατία κατ' ανάγκην θα εξακολουθούσε να υπάρχει, μόνον όσο θα ήταν σε θέση να διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες αυτές τάξεις.

        Είδαμε στην πορεία της ιστορίας αυτής πως η όλη εξέλιξη του αποικισμού των ευρωπαίων οικιστών στην Αμερική φανέρωσε τις συγκρούσεις που προέρχονταν από την επαφή δύο πολύ διαφόρων συστημάτων κοινωνικής οργανώσεως. Από την μια πλευρά, υπήρχε στην Αμερική, προ της λευκής εισβολής, η εξαιρετικά ανεπτυγμένη οργάνωση των αυτοχθόνων αμερικανικών λαών, που, στην περίπτωση των εθνών της Νέας Αγγλίας, ήταν κατ' ουσίαν ο τύπος της κοινωνίας που περιγράφεται στο προοίμιο της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας (και που δεν έχει προφανώς καμμία σχέση με ο,τιδήποτε δημιουργήθηκε από τους λευκούς σε οποιαδήποτε περίοδο), μια εντελώς δημοκρατκή, ομοσπονδιακή οργάνωση, που αναγνωρίζει τα δικαιώματα και την ισότητα όλων των ανθρώπων, και χωρίς θεσμούς ιδιοκτησίας. Προχωρώντας προς νότον, ο χαρακτήρας άλλαζε βαθμιαία, μέχρι την μερικώς ολιγαρχική αλλά πάντοτε ευρέως δημοκρατική και ανιδιοκτησιακή οργάνωση της μεσοατλαντικής ακτής, και μέχρι τα δεσποτικά και δουλοκτητικά έθνη των Μασόκων στον Νότο. Από την άλλη πλευρά, οι εισβολείς έφεραν από την Ευρώπη μιαν εντελώς ξένη μορφή οργανώσεως. Επρόκειτο για το καλούμενο φεουδαρχικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όλη η γη ανήκε σε μια ομάδα ιδιοκτητών ιεραρχικά δομημένη, που ο καθένας τους ήταν δούλος του παραπάνω, με ανώτατο τον βασιλέα (στις καθολικές χώρες, ο Πάπας υπερτερούσε σε εξουσία και αυτού του βασιλέως), και με κατώτερους από όλους τους δουλοπαροίκους ή αγρότες που δούλευαν την γη, και των οποίων η δουλειά συντηρούσε όλη την σειρά των αφεντικών. Το κάθε μέλος του συστήματος μέσα στην ιεραρχική κλίμακα αποτελούσε μέρος της "εγγείου ιδιοκτησίας" του αφέντη του, που αγοραζόταν και πουλιόταν ως μέρος της γης. Η δραστηριότητα στις πόλεις, όπου λάβαινε χώρα ένα μέρος της παραγωγής και της διανομής διαφόρων εμπορευμάτων, ήταν οργανωμένη πάνω σε παρόμοια βάση, παραχωρούμενη γενικώς με χάρτη από τον βασιλέα ή κανένα μικρότερο ευγενή σε ομάδες των εκεί υποκειμένων τους, που ονομάζονταν αστοί [burghers] ή μπουρζουάδες [bourgeois], και που κατασκεύαζαν εμπορεύματα, που τα πωλούσαν έναντι χρημάτων, μέρος των οποίων πήγαινε στους ευγενείς. Και μεταξύ αυτών, ακόμη, υπήρχαν διάφοροι βαθμοί, δούλοι οι μεν των δε. Το όλο σύστημα, λοιπόν, ήταν μια καθολική δουλεία.

         Θα ήταν, βέβαια, αναμενόμενο, να μη εναρμονίζονται τα οικονομικά συστήματα της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ ήσαν και τα δύο τόσο καλά οργανωμένα, ώστε κανένα δεν μπορούσε να υπερισχύσει πλήρως, όταν ήλθαν σε επαφή, όπως έγινε τον δέκατο έβδομον αιώνα. Οι άποικοι από την Αγγλία και την Γαλλία επεχείρησαν να μεταφυτεύσουν το φεουδαρχικό τους σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργανώσεως σε μια χώρα, όπου είχε ήδη αναπτυχθεί ένας όλως διάφορος τύπος οργανώσεως. Το ουσιαστικό αποτέλεσμα υπήρξε η ανάπτυξη ενός είδους μίγματος των δύο, ποικίλης ποιότητας και έως τώρα πολλών και διαφόρων βαθμών συνθέσεως, μίγματος, πάντως, χωρίς μεγάλη ομοιότητα με οποιοδήποτε από τα δύο αρχικά συστατικά του.

         Στον Νότο, όπου οι λευκοί έποικοι βρήκαν ήδη να ισχύει ένα σύστημα δουλείας και δεσποτισμού, υπήρξε σχετικά μικρή δυσκολία στην απόπειρα εισαγωγής του φεουδαρχικού συστήματος, καθώς αυτό εύκολα προσαρμόσθηκε στους θεσμούς της δουλείας, εισάγοντας όμως κυρίως τους πραγματικούς δούλους από την Αφρική, όπου επίσης ήταν πολύ ανεπτυγμένη η δουλεία. Και μια αριστοκρατία, βασισμένη στην δουλοκτησία, και καταγόμενη από την αγγλική αριστοκρατία, κατέστη η κρατούσα δύναμη στον Νότο. Οι δούλοι που μεγάλωναν στις "φυτείες" της Βιρτζίνιας επωλούντο για να συντηρούν την αυξανόμενη αριστοκρατία, ενώ οι "μισθωμένοι υπηρέτες" (λευκοί που είχαν πουληθεί για δουλεία ορισμένου χρόνου), οι οποίοι ήσαν, στην διάρκεια της αποικιακής περιόδου, σημαντικό τμήμα του δουλοκτητικού συστήματος, έπρεπε να έχουν νέα εδάφη για να αποκατασταθούν (υπό την εξουσία των των αριστοκρατών φυσικά). Ετσι η διατήρηση αυτού του καταλοίπου του φεουδαρχικού συστήματος κατέληξε σε μια νέα μορφή του θεσμού της δουλείας, που διέφερε από την καθεαυτού φεουδαρχία, όπως και από την δουλεία στην αφρικανική ή μασοκική μορφή της, απαιτώντας την διαρκή εδαφική επέκταση, ιδιαίτερα στην Βιρτζίνια, που έμπαινε σε συνεχείς προστριβές με τους γείτονές της για να κορέσει τις διαρκώς διευρυνόμενες εδαφικές της ανάγκες. Το πώς θα έσκαζε η φούσκα όταν θα έφθανε στα όριά της, παρέμενε ακόμη άγνωστο. Και αυτή η συμετοχή του Νότου στην Αμερικανική Επανάσταση αποτελούσε, συνεπώς, μέρος αυτής της επεκτατικής διαδικασίας, ένα αγώνα, δηλαδή, για νέα εδάφη και για περισσότερη εξουσία για τους αριστοκράτες.

         Στον Βορρά επικρατούσε μια διαφορετική κατάσταση. Εκεί υπήρχαν δύο ειδών οικισμοί, εκείνοι των προσφύγων (όπως το Πλύμουθ, η Μασσαχουσέττη, η Ρόουντ Αϊλαντ, και το Κοννέκτικατ) και εκείνοι που είχαν ιδρυθεί από λόρδους κατά το πρότυπο της Βιρτζίνιας, όπου είχε πράγματι επιχειρηθεί η μεταφύτευση της φεουδαρχίας (όπως το Μαίην, το Νέο Χαμπσάιρ, και η Νέα Υόρκη). Σε καμμία περίπτωση δεν κατέστη δυνατόν είτε να καθιερωθεί ένα πλήρως φεουδαρχικό σύστημα στην Αμερική είτε να παγιωθεί η δουλεία ή η μισθωμένη υπηρεσία στον Βορρά, όπου τα συστήματα που ήδη κυριαρχούσαν μεταξύ των αρχικών λαών εκείνου του μέρους της ηπείρου ήσαν πλήρως ασυμβίβαστα με τέτοιους θεσμούς. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ των Προσκυνητών άρχιζε να εμφανίζεται ένα εντελώς νέο οργανωτικό σύστημα από την πρώτη τους κι όλας εγκατάσταση, βασισμένο εν πολλοίς σε θεσμούς Πενακούκ, στο οποίο όμως είχαν ενσωματωθεί πολλές ιδέες μεταφερμένες από την Ευρώπη, όπως το χρήμα και η ιδωτική περιουσία, που πήραν όμως κι αυτές νέες μορφές μέσα στο νέο οργανωτικό σύστημα.

         Το αποτέλεσμα ήταν πως οι αποικίες της Νέας Αγγλίας άρχισαν από μιας αρχής να αναπτύσσονται πάνω σεεντελώς καινούργιες γραμμές, από οικονομικής απόψεως. Το χρήμα και η ιδιοκτησία είχαν, όντως, εισαχθεί από την Ευρώπη. Μαζύ τους όμως, επιχειρήθηκε να εισαχθεί η ατομική ελευθερία και πρωτοβουλία που υπήρχαν στους ερυθροδέρμους, αν και χωρίς εκείνη την σφιχτοδεμένη φυλετική παραγωγική οργάνωση, που θα είχε μπορέσει πραγματικά να καταστήσει κάτι τέτοιο καθολικά δυνατόν. Ως αποτέλεσμα, την παραγωγή και την διανομή ανέλαβαν όχι η ενεργούσα μέσω των ατόμων κοινότητα, όπως γινόταν στις φυλές, ούτε οι συμπαγείς φεουδαλικές ομάδες, τις οποίες στάθηκε αδύνατον να καθιερώσουν, παρά άτομα που αυτενεργούσαν για δικό τους λογαριασμό, και σε ευθεία αντίθεση έναντι άλλων ομοίων ατόμων, ώστε, αντί της ατομικής συνεργασίας που είχαν οι φυλές των ερυθροδέρμων, υποκαταστάθηκε ένας ατομικός πόλεμος, οφειλόμενος στην ανάληψη από μέρους των λευκών μέρους των ερυθρών θεσμών, χωρίς όμως να συνοδεύονται από τις αναγκαίες συνθήκες, για να μπορέσουν να τους κάνουν να λειτουργήσουν κανονικά όπως έπρεπε. Αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, με την εισαγωγή του χρήματος και της ατομικής ιδιοκτησίας, κανένα άτομο δεν μπορούσε να αναλάβει οποιεσδήποτε οικονομικές λειτουργίες χωρίς να ξεκινά αναγκαστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, κατέστη αναγκαίοα, όπου απαιτείτο να εργασθούν μαζύ περισσότερα από ένα άτομο, να εισάγουν αμειβόμενους υπαλλήλους, που πληρώνονταν ένα ορισμένο ποσόν για να παράγουν μεγαλύτερη αξία αγαθών ή άλλων υπηρεσιών. Αυτό, όπως θα ιδούμε αργότερα, απαιτούσε μιαν επέκταση που διέφερε από εκείνη του θεσμού της δουλείας στον Νότο, όντας επέκταση εμπορική, και όχι εδαφική. Αυτό το οικονομικό σύστημα, εξαρτώμενο για την λειτουργία του από την χρήση χρηματικού κεφαλαίου, και διενεργούμενο κυρίως από τους κατόχους τέτοιου κεφαλαίου, έγινε εξ αυτού γνωστό ως κεφαλαιοκρατικό [καπιταλιστικό] σύστημα. Η πουριτανική παλιννόστηση στην Αγγλία περί το 1640, και η συνεπακόλουθη πουριτανική εξέγερση στην Αγγλία, εισήγε τους σπόρους της οργανώσεως αυτού του συστήματος στην Αγγλία, και από εκεί το σύστημα διαδόθηκε στην Ευρώπη, αν και στον καιρό της Αμερικανικής Επαναστάσεως δεν είχε καταφέρει πουθενά μέσα στον καλούμενο "Παλαιό Κόσμο" να λάβει την σημασία που είχε στην Αμερική, απ' όπου προερχόταν.

         Τον καιρό της Αμερικανικής Επαναστάσεως, αυτά τα δύο συστήματα, καπιταλσμός στον Βορρά και δουλεία στον Νότο, ήσαν ενεργή στην εξέγερση από αντίθετες αιτίες, και, για λόγους που είχαν να κάνουν με την φύση της υβριδικής καταγωγής τους, και αμφότερα τα συστήματα προσπαθούσαν να λειτουργήσουν κάτω από ένα περίεργο συνδυασμό νομοθετικών δημοκρατικών μορφών, που είχαν παρθεί από τους ερυθροδέρμους της Αμερικής, και ψευδο-φεουδαρχικών νομικιστικών μορφών, που είχαν αρχικά επιβληθεί από την Αγγλία, ενώ καμμία από τις δύο κατηγορίες δεν ταίριαζε ουσιαστικά ούτε στο Νότιο ούτε στο Βόρειο σύστημα. Το δυο αυτά συστήματα, εν τούτοις, παρά τις φυλετικές δημοκρατικές μορφές διακυβερνήσεως μέσα στις οποίες λειτουργούσαν, ήσαν αμφότερα ριζικά αντίθετα και προς αυτές ακόμη τις μορφές, και πάσχιζαν να τους αντισταθούν και να τις αντικαταστήσουν με κάποιο είδος ολιγαρχίας ή αριστοκρατίας. Κατά την έκταση αυτή, επί Πρώτης Δημοκρατίας, και οι δύο αυτές δυνάμεις συνεργάζονταν για την ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας υπέρ κάποιου ολιγαρχικότερου τύπου κυβερνήσεως, που θα ήταν περισσότερο πρόσφορος. Της αντι-κυβερνητικής αυτής εκστρατείας ηγείτο η μυστική συνομωσία της Εταιρίας των Κινγκινάτων, υπό την ηγεσία του Προέδρου της, Γεωργίου Ουάσινγκτων, που υποκρινόταν ότι είχε αποσυρθεί από την δημόσια ζωή.

         Τα δύο συστήματα που περιγράφησαν πιο πάνω, εν τούτοις, δεν ήσαν τα μόνα που είχαν εμφανισθεί και λειτουργούσαν, ή προσπαθούσαν να λειτουργήσουν, τον καιρό της Αμερικανικής Επαναστάσεως. Είδαμε πως και τα δυο αυτά υβριδικά συστήματα, το καπιταλιστικό στον Βορρά, και το σύστημα της δουλείας στον Νότο, στερούντο της αυτορρυθμίσεως που διέθεταν αρχικά τα συστήματα από τα οποία προέρχοντο, οπότε είχαν και τα δύο κάποιαν ανεξέλεγκτη τάση απεριόριστης επεκτάσεως, κάτι σαν οικονομική ελεφαντίαση, που σε κανένα τους δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί, χωρίς την ολοσχερή καταστροφή του ίδιου του συστήματος. Εμφανίζονταν όμως, από την άλλη, συστήματα που εμπεριείχαν τα εξισορροπιστικά στοιχεία των αρχικών συστημάτων, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική. Κυρίαρχο μεταξύ αυτών ήταν το σύστημα των κρυφών εργοστασίων που είχε προκύψει συνεπεία του Μεγάλου Πολέμου του Οχάιο στην Μασσαχουσέττη και την Ρόουντ Αϊλαντ, καθώς και στις γειτονικές περιοχές. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια απόπειρα κατά το δυνατόν προσαρμογής της δημοκρτικής οργανώσεως των ερυθροδέρμων στις ανάγκες των νέων λαών που είχαν εισβάλει στην χώρα. Και αυτό ακριβώς το σύστημα υπήρξε, όπως είδαμε, αρχικά το "πρώτο κινούν" για το ξεκίνημα της Επαναστάσεως, αν και τα δυο αριστοκρατικά συστήματα είχαν καταφέρει από νωρίς να σπρώξουν το εργατικό εργοστασιακό σύστημα στο περιθώριο. Ακόμη, σε μεγάλη έκταση το ίδιο αυτό σύστημα σημάδεψε με δημοκρατική μορφή και δημοκρατικές αρχές την κυβέρνηση της Πρώτης Δημοκρατίας―γεγονός που καθιστούσε ακόμη πιο επείγουσα για τα δύο αριστοκρατικά κοινωνικά σχέδια, αν ήθελαν να επιβιώσουν και να αποκτήσουν τον τεράστιο αναπτυξιακό χώρο που χρειάζονταν, το να ξεφορτωθούν όσο πιο μακριά γινόταν τα δημοκρατικά δεσμά που τους επέβαλλε τώρα το νέο σύστημα των εργατών. Το σύστημα αυτό των εργατών, πάντως, παρέμενε εν πολλοίς πιστό στην Νέα Αγγλία, και η αντεπανάσταση του 1780 στην Μασσαχουσέττη, καθιερώνοντας την "Κοινοπολιτεία," αποχαιρέτησε κάθε δυνατότητα καταστολής της "νεόπλουτης" δημοκρατικής οργανώσεως.

        Υπήρξε επίσης μια απόπειρα, μέσα στον δέκατον όγδοο αιώνα, αποκαταστάσεως του φεουδαρχικού "συντεχνιακού συστήματος" παραγωγής στο τμήμα της Μασσαχουσέττης που αποτελούσε την πρώην Αποικία Πλύμουθ, και οργανώσεως της παραγωγής και διανομής από μέρους εργατών ενεργούντων ατομικά και για λογαριασμό τους, υπό αμοιβαίο όμως αυστηρό κανονισμό με κοινές συμφωνίες, δεσμευτικές για την κάθε συντεχνία. Εξέχουσα μεταξύ αυτών των προσπαθειών υπήρξε η οργάνωση της υποδηματοποιΐας στην πόλη Μπρόκτον. Το σχέδιο αυτό, εν τούτοις, στερούμενο της εκ των άνω ρυθμιστικής εξουσίας που καθιστούσε δυνατή την επιβίωση μέσα στο αρχικό περιβάλλον απ' όπου προήλθε, δεν πρόκοψε στην Αμερική, και δεν απέβη ποτέ ιδιαίτερα σημαντικό.

         Η Πρώτη Δημοκρατία υπήρξε, λοιπόν, ένα πεδίο ανοικτής συγκρούσεως μεταξύ αυτών των διαφόρων οικονομικών συστημάτων που επιχειρούσαν να αποκτήσουν έλεγχο επί της Αμερικής, κυρίαρχα μεταξύ των οποίων ήσαν το καπιταλιστικό και το δουλοκτητικό σύστημα, από αριστοκρατικής πλευράς, και το εργατικό-εργοστασιακό και το συντεχνιακό σύστημα, από δημοκρατικής πλευράς. Η Πρώτη Δημοκρατία θα μπορούσε να παραμείνει ως είχε, όσο κανένα από τα συστήματα δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τον πλήρη έλεγχο της χώρας. Θα ήταν όμως αναγκαστικά αμφίβολο, για πόσο διάστημα θα μπορούσε να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία εξουσίας.

         150. Το Νόμισμα κατά την Πρώτη Δημοκρατία.  Αν και το Σύνταγμα της Πρώτης Δημοκρατίας έδινε στο Κονγκρέσσο την εξουσία να εκδίδει χρήμα, η κοπή νομίσματος δεν άρχισε στην πραγματικότητα ποτέ κατά την διάρκεια της σύντομης ζωής της Πρώτης Δημοκρατίας, και στην Αμερική, κατά την περίοδον αυτή, κυκλοφορούσε ένα συνονθύλευμα ξένων νομισμάτων, κατ' εξοχήν αγγλικών. Ουσιαστικά όλα τα νομίσματα που χρησιμοποιούντο στην χώρα αυτή στην διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας ήσαν πολύ εφθαρμένα, αφού ο κάθε χρήστης έπαιρνε την προμήθειά του με την μορφή μερικών ξεσμάτων μετάλλου που έγδερνε από το νόμισμα, και κάποια φορά, μάλιστα, το Κονγκρέσσο είχε διατάξει να γίνεται το ίδιο με νομίσματα που εκδίδοντο για να χρησιμοποιηθούν για την μισθοδοσία των στρατιωτών. Εφ' όσον το εμπόριο κατά τον πόλεμο γινόταν κατά κύριο λόγο με τις ισπανικές αποικίες, τα μόνα νέα νομίσματα που έρχονταν ήσαν τα ισπανικά, ενώ το αγγλικό χρήμα, που είχε παραμείνει στην Αμερική μέσα στην διάρκεια του πολέμου, εφθάρη τόσο πολύ που το αγγλικό νόμισμα κατέληξε σημαντικά υποτιμημένο. Αν και το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, που ήταν η ηγετική αρχή της Πρώτης Δημοκρατίας, δεν έκοψε ουσιαστικά δικό του νόμισμα, εξέδιδε ωστόσο χαρτονόμισμα, κοινώς γνωστό ως Ηπειρωτικά, για πληρωμή του στρατού, και, εξ αιτίας της δυσκολίας αυτοχρηματοδοτήσεως που είχε το Κονγκρέσο (επί πρώτης Δημοκρατίας εξαρτάτο από την συνεισφορά των Πολιτειών), αυτά τα "Ηπειρωτικά" κατήντησαν σχεδόν άνευ αξίας, κάποτε μάλιστα έπεσαν στο ένα χιλιοστό της αξίας τους. Στην διάρκεια του πολέμου, πολλές από τις πολιτείες εξέδωσαν επίσης δικό τους χαρτονόμισμα. Μεταξύ αυτών ήσαν η Μασσαχουσέττη (η "Πολιτεία," όχι η Κοινοπολιτεία) και η Πεννσυλβανία. Καίτοι το αγγλικό νόμισμα παρέμενε το λογιστικό χρήμα, εκείνο που κυκλοφορούσε στην πραγματικότητα, ήταν το ισπανικό. Το πέσο, αξίας προπολεμικά λίγο παραπάνω από τέσσερα σελλίνια, και σημειούμενο σε πολλά μέρη της Αμερικής μεταπολεμικά (εξ αιτίας της υποτιμήσεως του αγγλικού νομίσματος) σε τιμές από πέντε μέχρι δέκα σελλίνια, έγινε η πραγματική νομισματική μονάδα σε ολόκληρη την Αμερική. Το νόμισμα αυτό ήταν από πολλού γνωστό στην Αγγλία και την Νέα Υόρκη με την ολλανδική ονομασία του, δολλάριο (αρχικά Γιοακείμσδαλερ, προερχόμενο από ένα αργυρορυχείο της Βοημίας), και τα "Ηπειρωτικά" χαρτονομίσματα τυπώνονταν με όρους "δολλαρίων," ενώ τα διάφορα χαρτονομίσματα των Πολιτειών εκδίδοντο γενικά με όρους λιρών και σελλινίων. Το κατώτερο νόμισμα, τα ψιλά, ήταν το ισπανικό ρεάλι, ένα όγδοο του πέσο, γνωστό ως πισταρήνι ("μικρό πέσο") στην Νέαν Αγγλία, και σε μερικές άλλες πολιτείες με συντμήσεις υποδηλώνουσες την κύρια ανταλλακτική του αξία, ως "φιπ" (αντί "φάιβπενς" [πέντε πέννες]) στην Νέα Υόρκη, ή "λέβυ" (σύντμηση του "ηλέβενπενς" [ένδεκα πέννες]) στην Νέα Ιερσέη, ενώ, είτε επρόκειτο για ψιλό των πέντε είτε των ένδεκα, ο όρος "ψιλό" για το ισπανικό ρεάλι γενικεύθηκε παντού καθ' όλη την Πρώτη Δημοκρατία. Ετσι που, κατά τον υπολογισμό χρηματικών ποσών στην Αμερική, παράλληλα με τον επίσημο κρατικό υπολογισμό σε λίρες, σελλίνια, και πέννες, που ήταν υποτιμημένος, ο λαός, και σε κάποια έκταση το Κονγκρέσο της Πρώτης Δημοκρατίας επίσης, χρησιμοποιούσε στην πράξη το δολλάριο, που ήταν έξι ψιλά, και το ψιλό, που ήταν ένας ασταθής και ποικίλος αριθμός πεννών, αναλόγως της συναλλακτικής τιμής. Αν και το "ψιλό" έπαψε να υφίσταται ως πραγματική νομισματική μονάδα, οι εκφράσεις "δυό ψιλά" για το κέρμα του ενός τετάρτου του δολλαρίου, και "τέσσερα ψιλά" για το μισοδόλλαρο χρησιμοποιούνται ακόμη σήμερα σε πολλά μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών.

         Επί πλέον του αγγλικού και του ισπανικού νομίσματος, το χρήμα πολλών άλλων εθνών ήταν σε κοινή κυκλοφορία στην Αμερική σε κέρματα μικρής αξίας, συγχέοντας ακόμη περισσότερο την νομισματική πραγματικότητα. Η πρώτη απόπειρα αποκαταστάσεως της τάξεως εν προκειμένω έγινε με πρωτοβουλία της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, που, καιτοι δεν μπορούσε να αποκαταστήσει πλήρως ούτε τα ξένα κέρματα ούτε το Ηπειρωτικό χαρτονόμισμα, όφειλε να κάνει κάτι για να μπορέσει να λειτουργήσει το κατακτημένο λιμάνι της, αφού η πόλη της Νέας Υόρκης εξαρτούσε ουσιαστικά την ύπαρξή της από τους εισαγωγείς εμπόρους της. Το αποτέλεσμα ήταν πως η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, λίγο μετά την προσάρτηση της πόλεως, επεξεργάστηκε ένα σύστημα "λογιστικού χρήματος"―όχι πραγματικού νομίσματος―προωρισμένου να αποτελέσει σταθερές μονάδες βάσει των οποίων θα γίνονταν οι υπολογισμοί και θα καθορίζοντο οι τιμές, και με όρους του οποίου θα αξιολογείτο το πραγματικό νόμισμα. Αυτό έγινε λαμβάνοντας το "δολλάριο"―το ισπανικό πέσο―ως βασική μονάδα αξίας. Ετσι, ταυτίζοντας και το "φιπ" με το υποτιμημένο σελλίνι, ο πίνακας αξιών έγινε για την Πολιτεία της Νέας Υόρκης: 12 πέσος ίσον ένα σελλίνι, 8 σελλίνια ίσον ένα δολλάριο. Το δολλάριο, και το "σελλίνι της Υόρκης," αντιπροσώπευαν τα ισπανικά νομίσματα που χρησιμοποιούντο στην πράξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το μοναδικό νέο στοιχείο ήταν η εισαγωγή μιας τεχνητής μονάδος, που δεν αντιπροσωπευόταν από κανένα πραγματικό νόμισμα, για την μέτρηση των ψιλών―της "πέννας της Υόρκης," που ισούτο με το το ένα ενενηκοστό έκτο του δολλαρίου. Καθώς η χρήση "πέννας της Υόρκης" και "σελλινιού της Υόρκης" ως μονάδων χρηματικής μετρήσεως επεκτάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και μέχρι τον Καναδά, φυσικό ήταν να στρογγυλοποιηθεί η "πέννα της Υόρκης" στις 100 ανά δολλάριο.

        Υπό τα Αρθρα της Συνομοσπονδίας, το Κονγκρέσσο της Πρώτης Δημοκρατίας είχε την εξουσία να κόβει νόμισμα, πράγμα ευκολότερο να το λες παρά να το κάνεις. Μέσα στο συνονθύλευμα ξένων νομισμάτων, και με το "Ηπειρωτικό" χαρτονόμισμα σοβαρά υποτιμημένο, οι Ηπειρωτικές επιτροπές, που διορίζοντο κατ' έτος για να χειρισθούν το πρόβλημα, αδυνατούσαν να βρουν κάποια λύση. Ομως, το 1785, ο Θωμάς Τζέφφερσον, που ήταν στην σχετική επιτροπή του Κονγκρέσσου εκείνης της χρονιάς, κατάφερε να συντάξει μιαν οριστική έκθεση, προτείνοντας ένα νομισματικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρώτιστη βάση γι' αυτό ήταν το γεγονός πως, στην πράξη, η πέννα της Υόρκης μετατρεπόταν από την κοινή χρήση στο ένα εκατοστό αντί του ενενηκοστού έκτου του δολλαρίου, και ο Τζέφφερσον πρότεινε να ενσωματωθεί αυτή ακριβώς η μονάδα στο νομισματικό σύστημα. Το πάγιο χρήμα θα ήταν ασημένιο, με ένα βοηθητικό χρυσό νόμισμα για τα μεγάλα ποσά (αντιγραφή από το ισπανικό πρότυπο), και το δολλάριο θα αποτελούσε την κύρια μονάδα, διαιρούμενο σε δέκατα, εκατοστά, και χιλιοστά, με τις δύο πρώτες υποδιαιρέσεις να αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στα σελλίνια και τις πέννες της Υόρκης, μη ταυτιζόμενα πάντως με καμμία προγενέστερη μονάδα. Ως ονομασίες των κλασμάτων αυτών του δολλαρίου επιλέγησαν λέξεις που υποτίθεται ότι υποδήλωναν τους αριθμούς 10, 100, και 1.000, αντιστοίχως, δηλαδή "ντάιμ" για το δέκατο του δολλαρίου (από το γαλλικό "ντιμ" που σήμαινε δέκατο), "σεντ" (100 στα γαλλικά) για το εκατοστό του δολλαρίου, την λαϊκή εκδοχή της πέννας της Υόρκης, και "μιλλ" (από το γαλλικό χίλια) για το χιλιοστό του δολλαρίου. Ομως, όταν οι Κινγκινατικοί του Κονγκρέσσου ξεφορτώθηκαν τον Τζέφερσον, στέλνοντάς τον πρέσβυ στην Γαλλία, αυτή η πρόταση, όπως και το σχέδιο του Τζέφφερσον για την δημοκρατική διακυβέρνηση της Νοτιοδυτικής Επικρατείας, παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες, πολλώ μάλλον εφ' όσον η συνομωσία ανατροπής της Πρώτης Δημοκρατίας θα είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, εάν μπορούσε να εμποδισθεί το Κονγκρέσσο να σταθεροποιήσει το αμερικανικό νόμισμα, οπότε να χρεωκοπήσει η Πρώτη Δημοκρατία. Ο Τζέφφερσον λοιπόν αφέθηκε να προπαγανδίσει στον γαλλικό λαό τις ιδέες του για τα πλεονεκτήματα ενός δεκαδικού συστήματος για το νόμισμα, και (όπως είχε προτείνει στην έκθεσή του προς το Κονγκρέσσο) για τα μέτρα και τα σταθμά.

        151.Εκκλησιαστική Αναδιοργάνωση.  Η Αμερικανική Επανάσταση και ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας είχαν σημαντικά αδυνατίσει τις περισσότερες θρησκευτικές οργανώσεις στην Αμερική, και τους ήταν αδύνατον να ανακτήσουν ποτέ την παλαιά τους ρώμη. Η κύρια έδρα θρησκευτικής κυριαρχίας και μισαλλοδοξίας στην διάρκεια του πολέμου στην Αμερική υπήρξε η Βιρτζίνια, όπου η Επισκοπιανή Εκκλησία εξακολουθούσε να έχει το πάνω χέρι, αν και οι απαιτήσεις του πολέμου επέβαλαν την αποκαθήλωσή της ως επίσημης εκκλησίας, τουλάχιστον μέχρι να μπορέσει να αναδιοργανωθεί, ώστε να μη είναι πλέον υποταγμένη στο βρεττανικό στέμμα. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, οι επισκοπιανοί στην Βιρτζίνια, αλλά και στις υπόλοιπες Ηνωμένες Πολιτείες, έσπευσαν να φέρουν εις πέρας την αναδιοργάνωση αυτήν. Αυτό συνέβη ξεχωριστά στον Βορρά και τον Νότο, όπως άλλωστε διαφορετικοί ήσαν οι σκοποί για τους οποίους είχαν επαναστατήσει ο Βορράς και ο Νότος. Γιατί, όχι μοναχά στην Βιρτζίνια παρά στο μεγαλύτερο μέρος του Νότου, οι ηγέτες της εξεγέρσεως ανήκαν στην παληά αγγλική αριστοκρατία και ήσαν καλοί επισκοπιανοί, ενώ ο Νότος επιχειρούσε πράγματι να καθιερώσει μια ημι-επίσημη Εκκλησία της Βιρτζίνιας, η οποία να μπορεί επίσης να ασκεί επιρροή σε ολόκληρον τον Νότο. Στον Βορρά όμως, οι περισσότεροι από τους οπαδούς της Επισκοπιανής Εκκλησίας, εκτός από τους νοτίους που είχαν προσφάτως εγκατασταθεί στον Βορρά, ήσαν οι Τόρηδες, καίτοι πολλοί από αυτούς, ιδιαίτερα στην πόλη της Νέας Υόρκης και τις Πωμονόκες Νήσους, διεκδικούσαν τώρα φιλεπαναστατικούς τίτλους. Δεν υπήρχαν τώρα επίσκοποι της εκκλησίας αυτής στην Αμερική, αφού αυτοί είχαν φύγει στις αρχικές φάσεις της επαναστάσεως, καθώς αντιπροσώπευαν απ' ευθείας τον βασιλέα ως κεφαλή της εκκλησίας, ενά η Εκκλησία της Αγγλίας δεν εννοούσε να χειροτονήσει κανένα επίσκοπο, εκτός εάν ορκιζόταν υπακοή στην θέση της Αγγλίας επί κεφαλής της εκκλησίας. Ως αποτέλεσμα αυτού του αδιεξόδου που διατηρήθηκε επί μακρόν μετά τον τερματισμό του πολέμου, κατέστη αμφίβολο για πόσο ακόμη θα μπορούσε η Επισκοπιανή Εκκλησία να κρατήσει την οργάνωσή της υπό τις νέες συνθήκες, και η Βιρτζίνια αναγκάσθηκε να υιοθετήσει ένα διάταγμα πλήρους ανεξιθρησκίας το 1785, όλως ξένο προς τις ιδέες των περισσοτέρων από εκείνους που το στήριξαν, αν και συντάχθηκε πράγματι από το φιλελεύθερο στοιχείο της Βιρτζίνιας, και ιδιαίτερα από τον Θωμά Τζέφφερσον, ο οποίος είχε από μακρού εργασθεί προς τον σκοπόν αυτό.

        Το 1785 δύο επισκοπιανοί λειτουργοί κατάφεραν να γίνουν επίσκοποι προς ικανοποίησιν των ενοριτών τους, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει κάτι καλύτερο. Η δυσκολία συνίστατο στην εξασφάλιση μιας συνέχειας χειροτονιών που, κατά τις πεποιθήσεις της εκκλησίας, θα έφθανε αδιάσπαστα μέχρι τον Απόστολο Παύλο. Η καταφυγή σε επισκοπιανό επίσκοπο στην Αγγλία θα σήμαινε αίτημα υπακοής στον βασιλέα, ενώ σε καθολικό επίσκοπο θα σήμαινε ομοίως δήλωση υπακοής στον Πάπα, πράγμα, φυσικά, ακόμη πιο απαράδεκτο. Μεταξύ των βορείων ιερέων της εκκλησίας αυτής, που στην πλειοψηφία ήσαν τόρηδες, και απέβλεπαν μονίμως στην Αγγλία ως οδηγό τους, αναδύθηκε τελικά η ιδέα πως ορισμένοι επισκοπιανοί επίσκοποι στην Σκωτία δεν είχαν ποτέ αναγνωρίσει την ανατροπή του βασιλέως Ιακώβου Β' το 1698, και έκτοτε δεν είχαν ποτέ ορκισθεί υπακοή στον βασιλέα. Ετσι, ένας από αυτούς τους ιερείς, κάποιος Σαμουήλ Σήμπουρυ από το Κοννέκτικατ, πήγε στην Σκωτία και κατάφερε να χειροτονηθεί Επίσκοπος του Κοννέκτικατ, αν και τότε ουσιαστικά όλες οι επισκοπές στις βόρειες πολιτείες ήσαν κατειλημένες, και αργότερα ενεργούσε από την Λονγκ Αϊλαντ, όπου έμενε προηγουμένως στην διάρκεια του πολέμου ως Τόρης.

        Οι Επισκοπιανοί της Βιρτζίνιας, πολλοί από τους οποίους είχαν πραγματικά συμμετάσχει στην επανάσταση, δεν καταδέχθησαν να πάνε στην Μεγάλη Βρεττανία για τέτοιο σκοπό, καθώς ένας από τους ιερείς τους, ονόματι Μαίησον Ουήμς, και ο ιερέας της ενορίας του ίδιου του Γεωργίου Ουάσινγκτων, πήγαν στο εξωτερικό, προφανώς αποσταλμένοι των Κινγκινάτων επί τούτου, με σκοπό να αποκαταστήσουν την εκκλησιαστική οργάνωση στις προεπαναστατικές της εξουσίες. Ο Ουήμς βρήκε κάποιους διαμαρτυρόμενους επισκόπους ενεργείς ακόμη στην Δανία, και χειροτονήθηκε από αυτούς στα λατινικά, με αποτέλεσμα να επιστρέψει ως ο Επισκοπιανός επίσκοπος της Βιρτζίνιας. Ηταν ο επίσκοπος εκείνος που, λίγο μετά την ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας, συνέγραψε μια εξόχως κολακευτική αλλά αναληθή βιογραφία του Γεωργίου Ουάσινγκτων, η οποία είναι υπεύθυνη για πολλούς από τους μύθους που σωρρεύονται σήμερα περί το όνομα του Ουάσινγκτων, και δη για την περίφημη ιστορία για το τσεκούρι και την κερασιά-και την εξόχως απίστευτη φήμη πως ο Ουάσινγκτων δεν μπορούσε ποτέ να πει ψέμματα.

        Η Επισκοπιανή εκκλησία λοιπόν αναδιοργανώθηκε στην Αμερική, από αυτόν τον συγγραφέα ιστορικής παραμυθολογίας στον Νότο, και από ένα επαναπατρισθέντα τόρη πρόσφυγα στον Βορρά. Και άλλες όμως παραφυάδες της Εκκλησίας της Αγγλίας, όπως οι Μεθοδιστές και οι Ενοριακοί, έχρηζαν επίσης αναδιοργανώσεως, και, κατά την περίοδο της Πρώτης Δημοκρατίας, αυτό έγινε σε μεγάλη έκταση, αν και καμμία από τις εκκλησίες δεν κατόρθωσε ποτέ να ανακτήσει σε κανένα μέτρο την προπολεμική εξουσία της, ούτε κάν μεταξύ των οπαδών της. Παρά το γεγονός πως η Αμερικανική Επανάσταση δεν είχε ποτέ ειδικά θέσει μεταξύ των σκοπών της την θρησκευτικήν ελευθερία, και παρ' ότι η Πρώτη Δημοκρατία δεν έκανε ποτέ επίσημες διακηρύξεις επί του θέματος, μια κάποια εξασθένιση εν τούτοις της εκκλησιαστικής εξουσίας υπήρξε φυσικό επακόλουθο της επαναστάσεως, ενώ το ζήτημα της ανεξιθρησκίας μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες επιλύθηκε κατά φυσικό τρόπο με την εξισορρόπηση αλληλοσυγκρουομένων δυνάμεων, που κατ' εξοχήν χαρακτήριζε την Πρώτη Δημοκρατία.

        Η περίπτωση της Ενοριακής Εκκλησίας στην Μασσαχουσέττη υπήρξε ανώμαλη εν προκειμένω, επειδή ενισχύθηκε ποικιλοπτρόπως μάλλον αντί να εξασθενίσει από την επανάσταση. Η εκκλησία αυτή, όντας μια δημοκρατική οργάνωση, ελεγχόμενη μάλλον εκ των κάτω παρά εκ των άνω, και ταυτιζόμενη εν πολλοίς με τις δημοτικές εκείνες συνελεύσεις που είχαν μηχανευθεί την έναρξη της επαναναστάσεως, δημιούργησε την τάση να θεωρείται η αντίθεση προς αυτήν ως αντίθεση προς στην λαϊκή διακυβέρνηση. Σε πολλές πόλεις, η δημοτική αρχή και το τοπικό πλήρωμα της Ενοριακής Εκκλησίας ήσαν ένα και το αυτό, έτσι που σε περιορισμένη έκταση η εκκλησία αυτή έγινε επίσημη στην Μασσαχουσέττη για ένα διάστημα, παρά το γεγονός πως το πραξικόπημα της "Κοινοπολιτείας," αντλώντας την υποστήριξή του από τους επισκοπιανούς τόρηδες, και από άλλα μη δημοκρατικά στοιχεία, αρνήθηκε να αναγνωρίσει το γεγονός. Ετσι, η Μασσαχουσέττη παρουσίαζε στην διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας την εξόχως ανώμαλη εικόνα μιας ομάδας επιδόξων αφεντικών που πάλευαν να καθαιρέσουν την εκκλησία, απέναντι σε ένα λαό προσκολλημένο στην εκκλησία εν ονόματι της δημοκρατίας. Ομως ακόμη και εδώ, μια παράλληλη επίδραση της επαναστάσεως ήταν η αποκέντρωση της εκκλησίας σε ένα αριθμό ασυνδέτων μεταξύ τους κωμοπόλεων, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη δέσμευση ή κάποια κεντρική οργάνωση. Αφ' ότου η "Κοινοπολιτεία" ανέλαβε τον έλεγχο της Μασαχουσέττης, μέσω αυτής ακριβώς της ιδιάζουσας δημοκρατικής, αποκεντρωτικής εκκλησιαστικής οργανώσεως διατηρήθηκε, αν και με πολύ χαλαρωμένη μορφή, ο σκελετός της παλαιάς ενώσεως της "πολιτικής ανυπακοής, σε μιαν εποχή όπου ακόμη και οι επίσημες δημοτικές συνελεύσεις είχαν κλεισθεί από τις κοινοπολιτειακές αρχές για όλους πλην των γαιοκτημόνων. Αυτό το κριτήριο της γαιοκτησίας υπήρχε πάντοτε στις άλλες πολιτείες εκτός της Μασσαχουσέττης, καθώς αποτελούσε φυσική εξέλιξη στον Νότο, ενώ στην Νέαν Αγγλία είχε επιβληθεί από τις βρεττανικές αρχές. Στην Μασσαχουσέττη όμως, μόνον όταν εγκαθιδρύθηκε η Κοινοπολιτεία και ανετράπη η αρχική πολιτειακή κυβέρνηση, αποκαταστάθησαν οι περιουσιακές προϋποθέσεις του δικαιώματος της ψήφου, το πλαίσιο μάλιστα της αρχικής δημοκρατίας της επαναστάσεως μπόρεσε να διατηρηθεί κατά την διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας χάρη στον μηχανισμό της Ενοριακής Εκκλησίας.

        Αλλες εκκλησίες από αυτές που μόλις θεωρήσαμε, δεν απαιτούσαν αναδιοργάνωση ως αποτέλεσμα της επαναστάσεως. Η ισότης των θρησκευτικών ομάδων, εν τούτοις, δεν είχε ακόμη αναγνωρισθεί στις περισσότερες Πολιτείες, καίτοι το ζήτημα αυτό είχε βγεί στην επιφάνεια επί πρώτης Δημοκρατίας. Μεγάλες διακρίσεις υφίσταντο κατά των καθολικών, εκτός από την Μαίρυλαντ, ακόμη και στις Πολιτείες όπου οι νόμοι προέβλεπαν την ευρύτερη ανεξιθρηκία, και τούτο συνέβαινε μάλλον εξ αιτίας εν πολλοίς της ασυμβατότητας της συγκεντρωτικής οργανώσεώς τους προς την κυριαρχία των ίδιων των Πολιτειακών κυβερνήσεων. Η πρώτη Καθολική εκκλησία που μπόρεσε να εγκαθιδρυθεί στις πολιτείες εκτός Μαίρυλαντ, εγκαινιάσθηκε στην Βοστώνη το 1789, κατά τους τελευταίους μήνες της Πρώτης Δημοκρατίας.

        152. Η Γη και το Εμπόριο επί Πρώτης Δημοκρατίας.  Ο Πόλεμος είχε φέρει το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών σε στασιμότητα, και επιχειρείτο τώρα να το αναδιοργανώσουν, με τον πάλαι ποτέ κύκλο του λαθρεμπορίου στον ρόλο των καθ' όλα αξιοσέβαστων εισαγωγέων. Ουσιαστικά δεν είχε υπάρξει ναυπηγική κατά την διάρκεια του πολέμου, καθώς το επαναστατικό ναυτικό είχε αντιμετωπισθεί από τα πλείστα έθνη ως πειρατικό, και χρειάσθηκε φυσικά πολύς χρόνος για να αποκατασταθούν οι προκαταλήψεις του μακρού πολέμου. Ελάχιστο χρήμα κυκλοφορούσε, κατά συνέπειαν, ενώ ακόμη και μετά τον πόλεμο, οι επιθέσεις των πειρατικών καραβιών από το Αλγέρι και το Μαρόκκο, που όχι μόνο κτυπούσαν τα πλοία στις ανοικτές θάλασσες, παρά πραγματοποιούσαν και δουλοκτητικές εφόδους στα αμερικανικά παράλια, εμπόδιζαν σε μεγάλη έκταση τις προσπάθειες αποκαταστάσεως του διεθνούς εμπορίου στην Αμερική. Οσο περισσότερο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, τόσο χειροτέρευαν τα πράγματα, αφού οι έμποροι δεν μπορούσαν να απασχολούν πολλά άτομα, λιγοστεύοντας επομένως την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορούσε. Τόσον οι Κινγκινάτοι όσο και οι υποστηρικτές του εργατικού εργοστασιακού συστήματος βρήκαν ευκαιρία να κατηγορούν την κυβέρνηση της Πρώτης Δημοκρατίας για την συνεπακόλουθη οικονομική ύφεση, οι πρώτοι με πρόσχημα την μεγάλη αδιαφορία της Πρώτης Δημοκρατίας για τους πλουσίους, και οι δεύτεροι επειδή η συνομοσπονδιακή διοίκηση ευνοούσε τους πλουσίους έναντι των πτωχών. Ως συνήθως, όποιος προσπαθεί να ευχαριστήσει τους πάντες, καταλήγει να μη ικανοποιήσει κανένα.

        Η κρίση αυτή εντάθηκε όταν, στην Μασσαχουσέττη, η "Κοινοπολιτεία," κατακτώντας την εξουσία, άρχισε να κατάσχει τα εργατικά εργοστάσια που είχαν υπάρξει η ραχοκοκκαλιά της αρχικής επαναστάσεως. Η Πολιτεία, πριν από το αντεπαναστατικό πραξικόπημα που οδήγησε στην Κοινοπολιτεία, είχε τυπώσει χαρτονόμισμα, και οι έμποροι που προεπαναστατικά αποτελούσαν τον κύκλο του λαθρεμπορίου είχαν δανείσει σημαντικά ποσά σε χαρτονόμισμα στους αγρότες. Επίσης, οι ίδιοι έμποροι είχαν δανείσει προεπαναστατικά τα περισσότερα κεφάλαια για το ξεκίνημα των εργατικών εργοστασίων, και μετά την επανάσταση, με τις συνθήκες υφέσεως που άρχισαν να επικρατούν, άρχισαν να απαιτούν την υποθήκευση αγρών και εργοστασίων. Στα πρώτα χρόνια της Κοινοπολιτείας, η πληρωμή των χρεών αυτών απαιτείτο σε χρυσό και άργυρο, για δάνεια που είχαν επί το πλείστον συναφθεί αρχικά σε χαρτονόμισμα, ενώ το χαρτονόμισμα είχε αποσυρθεί μετά την ειρήνευση υπέρ των ξένων νομισμάτων (των οποίων η μετατροπή, φυσικά, γινόταν με έκπτωση), έτσι που στην πραγματικότητα οι πληρωμές που απαιτούντο υπερέβαλλαν κατά πολύ τα αρχικώς δοθέντα δάνεια. Τα εργατικά εργοστάσια κατασχέθησαν έτσι όλα, και είτε λειτουργούσαν υπό ιδιώτες κεφαλαιοκράτες είτε έκλεισαν εντελώς. Οι κεφαλαιοκράτες στην Μασσαχουσέττη, όπως και σε άλλα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών, έννοιωσαν την ανάγκη μιας τράπεζας για τον χειρισμό της όλης κατασχέσεως. Στην Βοστώνη, οργάνωσαν προς τούτο, το 1784, στο κτίριο που κατελάμβανε προηγουμένως το κατασχεμένο τώρα υφαντουργείο της οδού Τρέμοντ, την Τράπεζα της Μασσαχουσέττης, εγκαινιάζοντας έτσι ένα οργανισμό που έμελλε έκτοτε να αποβεί ένα από τα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα του έθνους, η τωρινή Πρώτη Εθνική Τράπεζα της Βοστώνης. Ομοίως, στην Φιλαδέλφια, την ίδια χρονιά, οργανώθηκε η Τράπεζα της Βορείου Αμερικής, και, στην Νέα Υόρκη, εμφανίσθησαν δύο τράπεζες, μία η Τράπεζα της Νέας Υόρκης, και η άλλη, μια εταιρεία διώρυγος, η Εταιρεία Μανχάτταν, η οποία διαχειριζόταν επίσης και χρηματικές καταθέσεις. Με τις τράπεζες αυτές οργανωμένες, το έργο της κατασχέσεως κτημάτων και εργατικών εργοστασίων μπόρεσε να προχωρήσει ανεξέλεγκτα, ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι οι πολιτειακές κυβερνήσεις άρχιζαν να γίνονται όργανα των καπιταλιστών.

        Η οικονομική κρίση που άρχισε στο κλείσιμο του πολέμου ήταν καθαρώς κρίση μεταπολεμικής ανορθώσεως, και δεν αποτελούσε μια από τις παγκόσμιες υφέσεις οι οποίες, στην μεταγενέστερη ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος, έμελλε να κλονίσουν ολόκληρη την οικονομική οργάνωση της υφηλίου. Η κύρια δυσκολία ήταν να μπορέσει να πάρει εμπρός κάποιου είδους μεταποίηση, και τα εργατικά εργοστάσια, που κατάσχοντο με ραγδαίους ρυθμούς, ήσαν οι μόνες οργανώσεις στην Αμερική που διέθεταν ευκολίες και οργανωτικό εξοπλισμό προς τούτο. Το ανερχόμενο σύστημα των καπιταλιστών προσπαθούσε να επιτύχει τον ίδιο στόχο, όμως κόμη του έλειπαν οι κατάλληλες οργανωτικές μορφές στην Αμερική, για να αναπτύξει την βιομηχανία. Επιχειρήθηκε λοιπόν, όπως είχαν κάνει οι εργάτες προεπαναστατικά, να οργανώσουν "ενώσεις" για την προώθηση διαφόρων τύπων μεταποιήσεως―μόνο που σε αυτές τις καινούργιες ενώσεις δεν μετρούσε η εργασία, παρά το κεφάλαιο: ένα μερίδιο κεφαλαίου, μια ψήφος. Και οι "ενώσεις" αυτές ήσαν, μία προς μία, κάτοχοι χαρτών που τους διέθετε το πολιτειακό νομοθετικό σώμα, σαν εκείνους που λάβαιναν παλαιότερα οι αποικίες από το αγγλικό Κοινοβούλιο, εγκαινιάζοντας έτσι τον σύγχρονο τύπο οργανώσεως, την εμπορική εταιρεία.

        Τόσο κατά την διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας όσο και μετά από αυτόν, το σύστημα του εργατικού εργοστασίου αλλά και η καπιταλιστική προσπάθεια για το ξεκίνημα της μεταποιητικής δραστηριότητας είχαν πασχίσει να εισαγάγουν νέες εφευρέσεις, το πρώτο σχήμα εισάγοντάς τες ως επί το πλείστον δια της συνεταιριστικής προσπαθείας, ώστε να μη διακρίνεται σαν εφευρέτης κανένα συγκεκριμένο άτομο, ενώ το δεύτερο σύστημα δούλευε αποκλειστικά με την ατομική ευρεσιτεχνία. Ετσι, το κρυφό εργατικό εργοστάσιο στον Ποταμό Νεπόνσετ μεταξύ Ντόρτσεστερ και Μίλτον, στην προσπάθειά του προεπαναστατικά να εξασφαλίσει την κρυφή μεταφορά για τα τρόφιμα που παρήγε, είχε κατασκευάσει ένα δρόμο φτιαγμένο για δύο ξύλινες τροχιές, που οδηγούσε στο ποτάμι, σε αρκετή απόσταση χαμηλότερα από το εργοστάσιο (αφού, προεπαναστατικά, εάν ο δρόμος οδηγούσε κατ' ευθείαν στο εργοστάσιο, θα το είχαν ανακαλύψει οι αρχές). Μετά την επανάσταση, τα ξύλα αυτά ενισχύθησαν με σκαφτές πέτρινες ράγιες - ένας από τους πρώτους υφιστάμενους τροχιοδρόμους, και ας προοριζόταν για την χρήση αμαξών που έσυραν άλογα. Μετά την κυριαρχία της "Κοινοπολιτείας" στην Μασσαχουσέττη, ο δρόμος αυτός περιήλθε στις πολιτειακές αρχές και λειτούργησε ως κοινός αμαξιτός δρόμος―εδώ όμως είχαμε νέα εφεύρεση. Και πάλι, διάφορες ιδιωτικές εφευρέσεις δοκιμάζονταν στην διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας, αν και η Δεύτερη Δημοκρατία κατέστειλε εν πολλοίς κάθε εφεύρεση για ένα διάστημα. Ενα καλό παράδειγμα ήταν η εφεύρεση του Φιτς, στο Χάρτφορντ του Κοννέκτικατ, που κατασκεύασε ένα σκάφος που κινείτο με ατμομηχανή, το οποίο έκανε τακτικά δρομολόγια, μεταφέροντας φορτίο και επιβάτες, μεταξύ Χάρτφορντ και Νέου Χάβεν στην διάρκεια των τελευταίων ετών του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, και, μετά την ειρήνευση, λειτούργησε για αρκετά χρόνια―στην πραγματικότητα κάλυψε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της Πρωτης Δημοκρατίας―μεταξύ Χάρτφορντ και Νεας Υόρκης.

        Καθώς οι νότιες πολιτείες ελέγχοντο τώρα από την ανερχόμενη καπιταλιστική τάξη, ενώ η έσχατη περίβλεπτη εξαίρεση, εκείνη της Μασσαχουσέττης, είχε εκλείψει με την έλευση του καθεστώτος της Κοινοπολιτείας, ήταν φυσικό οι αρχές στις πολιτείες αυτές να προσπαθήσουν να προωθήσουν επινοήσεις ιδιωτών καπιταλιστών. Παραλλήλως, ό,τι είχε απομείνει εκτός κατασχέσεως από το σύστημα των εργατικών εργοστασίων εισήγε ακόμη τις δικές του μεταποιητικές βελτιώσεις―αναγκασμένο, ουσιαστικά, προς τούτο, μέσα στην ύστατη μάχη του για επιβίωση. Πολιτείες όπως η Μασσαχουσέττη, το Κοννέκτικατ, και η Πεννσυλβανία άρχισαν, όπως είχε κάνει προηγουμένως η Αγγλία, να εκδίδουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας στους εφευρέτες, παρέχοντάς τους μονοπωλιακά διακαιώματα στις εφευρέσεις τους μέσα στην Πολιτεία. Στην Αγγλία, όπου η βιομηχανία είχε ήδη στηριχθεί στην βάση της ατομικής ιδιοκτησίας, αυτό ήταν ένα μέσο εξασφαλίσεως της συνεχείας της ιδιοκτησίας αυτής, ενώ στις αμερικανικές αυτές πολιτείες μπορούσε κάλλιστα να εξυπηρετεί τον σκοπό της καταστολής κάθε απόπειρας οργανώσεως βιομηχανίας στην βάση της ομαδικής ιδιοκτησίας των εργατών.

        Εκείνο που οι καπιταλιστές επιθυμούσαν διακαώς, προκειμένου να βάλουν εμπρός ένα δικό τους βιομηχανικό σύστημα, ήταν η εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες κάποιας εφευρέσεως, που η βιομηχανική εφαρμογή της να είχε ήδη οργανωθεί επάνω σε σαφώς ιδιωτική καπιταλιστική βάση. Και η πιο περίβλεπτη εφεύρεση του τύπου αυτού ήταν η εγγλέζικη κλωστική μηχανή "Κλώστρα Τζέννη." Στις διάφορες πολιτείες ιδρύθησαν "ενώσεις" προς τον σκοπό αυτόν, καθώς όμως η Αγγλία δεν επέτρεπε την εξαγωγή σχεδίων της μηχανής, χρειαζόταν να βρεθεί τρόπος λαθραίας εξαγωγής της από την χώρα. Ο Τεντς Κοξ από την Βαλτιμόρη υπήρξε το κεντρικό πρόσωπο της όλης επιχειρήσεως, όμως δεν αξιώθηκε να φέρει λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες τα πραγματικά σχέδια της "Κλώστρας Τζέννης" παρά μόλις το 1786. Εν τω μεταξύ, μια "ένωση" προωθημένη από το Κοινοπολιτειακό καθεστώς στην Μασσαχουσέττη, είχε καταφέρει να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός σκωτσέζου, που είχε δουλέψει την μηχανή στα υφαντουργεία βάμβακος της Αγγλίας, και που γνώριζε αρκετά την λειτουργία της, ώστε να μπορέσει να κατασκευάσει―με δικές του παραλλαγές―μια παρόμοια στην Μασσαχουσέττη. Οι προσπάθειες όμως για την πραγματική κατασκευή ξεκίνησαν μόλις το 1787, οπότε κτίζονταν παραλλήλως δύο αντίπαλα εργοστάσια κλωστουργίας, Κλώστρας Τζέννης: Ενα από τον Τεντς Κοξ και την "ένωσή" του στην Πωουτούκετ της Ρόουντ Αϊλαντ, και ένα δεύτερο από την "ένωση" της Μασσαχουσέττης στο Νέο Μπέντφορντ της Μασσαχουσέττης. Το παληό κρυφό εργατικό εργοστάσιο, που είχε εγκαθιδρυθεί προεπαναστατικά, το οποίο κατασκεύαζε προϊόντα υφαντουργίας στο παληό φυλετικό ιχθυόφραγμα στην εγκαταλελειμένη πόλη των Οκαμακαμμεσσέτων Ουαμεσσέτη, κατασχέθηκε υπό το Κοινοπολιτειακό καθεστώς υπέρ της οικογενείας Λόουελλ, που προέβη στην αναδόμησή του βάσει των σχεδίων της υφαντουργικής βιομηχανίας του Νέου Μπέντφορντ, ξεκινώντας έτσι την υφαντουργική βιομηχανία που αναπτύχθηκε στην πόλη του Λόουελλ.

        Στην ύπαιθρο, η κατάσχεση της γης των αγροτών προχωρούσε με την ίδια ταχύτητα, έτσι που μεγάλο μέρος της γης που οι αγρότες είχαν αποκτήσεις συνεπεία της επαναστάσεως, ιδίως κατά τον ξεσηκωμό του Μιντλέσσεξ στην Μασσαχουσέττη, που είχε πυροδοτήσει την επανάσταση, περιερχόταν τώρα με ραγδαίους ρυθμούς στα χέρια των μεγαλεμπόρων, οι οποίοι, ως ο προεπαναστατικός λαθρεμπορικός κύκλος, είχαν χρηματοδοτήσει τον πόλεμο και, εν ονόματι αυτού, διεκδικούσαν υποθήκες επί των κτημάτων που είχαν αποκτηθεί έτσι. Από την άλλη μεριά, οι αμερικανικές συνθήκες απαιτούσαν μια πιο ρευστή κατάσταση στην γαιοκτησία, ώστε να διευκολύνεται η πίεση για εδαφική εξάπλωση που είχε βασανίσει τις αποικίες, και ιδιαίτερα την Βιρτζίνια. Προς τούτο, είχε επιχειρηθεί, ακόμη και πολύ πριν από την επανάσταη, να τροποποιηθούν οι νόμοι περί κληρονομίας, όμως η Αγγλία, προκειμένου να δημιουργεί μεγάλες ιδιοκτησίες για τους λόρδους της, είχε κηρύξει άκυρες όλες αυτές τις απόπειρες, και είχε επιβάλει στην Αμερική τον αγγλικό κανόνα των πρωτοτοκίων (κληρονομία μόνον από τον μεγαλύτερο υιό). Αυτή η νομική διαδικασία τροποποιήθηκε δεόντως μετά τον πόλεμο σε όλες τις Πολιτείες, ώστε όλα τα τέκνα να κληρονομούν εξ ίσου.

        153. Οι Απαιτήσεις των Στρατιωτών.  Ας μη υποτεθεί πως, κατά την κατασχετική διαδικασία των αγροτικών γαιών και των εργατικών εργοστασίων, δεν προβλήθηκε καμμιά αντίσταση. Η προερχόμενη από την αυξανόμενη ισχύ που αποκτούσαν οι Κινγκινάτοι αντίδραση, έφερε την αντίθεση τόσο προς την πολιτειακή όσο και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση από δύο κατευθύνσεις: μια από τους εργάτες και αγρότες, που αγωνίζονταν για να γλυτώσουν την κατάσχεση, και μια από τους τέως στρατιώτες, που ζητούσαν πληρωμή για τις υπηρεσίες τους κατά τον πόλεμο, και ωθούσαν κατά συνέπεια σε βαρύτερη φορολογία και εντατικοποίηση των κατασχέσεων προκειμένου να πληρωθούν. Την άνοιξη του 1785, μια ομάδα τέως στρατιωτών εμφανίσθηκε ενώπιον της Βουλής στην Φιλαδέλφια, για να απαιτήσουν την πληρωμή τους από το Κονγκρέσσο και το Πολιτειακό Κοινοβούλιο, που συνέβη να συνεδριάζουν αμφότερα ταυτόχρονα μέσα σε εκείνο το κτίριο. Το Συνέδριο τότε κατάφερε να εγκαταλείψει το κτίριο κρυφά και, καθώς είχε εξασκηθεί στις μετακινήσεις κατά τον πόλεμο, μη έχοντας ιδιαίτερες ανάγκες παραμονής σε ένα τόπο, συνήλθε ξανά αμέσως σαράντα μίλια πιο πέρα, στο Πρίνσετον της Νέας Ιερσέης. Αργότερα, προκειμένου να αποφευχθεί επανάληψη της επιθέσεως αυτής των παλαιμάχων, αποφασίσθηκε να μετακινηθεί το Κονγκρέσσο στην Νέαν Υόρκη, όπου οι περισσότεροι από τους παλαιμάχους είχαν πολεμήσει στο πλευρό των βρεττανών, και δεν μπορούσαν επομένως να έχουν αξιώσεις από το Κονγκρέσσο―και όπου επίσης το αυξανόμενο στοιχείο των Κινγκινάτων μέσα στο Κονγκρέσσο, με τις φιλοαριστοκρατικές του τάσεις, μπορούσε να αισθάνεται περισσότερο άνετα παρά στην Φιλαδέλφια, που είχε χρηματίσει πρωτεύουσα κατά το μεγαλύτερο μέρος της Επαναστάσεως. Εννοείται, βέβαια, ότι το Κονγκρέσσο δεν απέφυγε τις προσπάθειες να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για την αποπληρωμή του στρατού, όμως η αποκεντρωμένη μορφή της κυβερνήσεως εκείνης δυσκόλευε το έργο αυτό, και ουσιαστικά έρριχνε το κύριο βάρος στις επί μέρους Πολιτείες, μερικές από τις οποίες επέβαλλαν βαρειά φορολογία προκειμένου να συγκεντρώσουν τα ποσά, με αποτέλεσμα κι άλλες κατασχέσεις αγροκτημάτων και περιουσιακών στοιχείων συντεχνιών και παραγωγικών συνεταιρισμών, και περαιτέρω, κατ' επέκταση, συντριβή των δημοκρατικοτέρων τμημάτων της Πρώτης Δημοκρατίας, αλλά και την δημιουργία ενός πιο έντονου πνεύματος ανταρσίας μεταξύ των αγροτών και των εργατών―το τελευταίο ιδιαιτέρως στην Νέαν Αγγλία, όπου το σχήμα των εργατικών εργοστασίων είχε γνωρίσει μεγίστη ανάπτυξη.

        Η προσπάθεια συγκεντρώσεως ομοσπονδιακών κονδυλίων εμποδίσθηκε πολύ από το γεγονός πως, ουσιαστικά, ο μόνος τρόπος με τον οποίο το Κονγρέσσο μπορούσε να καλύπτει τα έξοδά του ήταν δια των εθελοντικών συνδρομών από μέρους των Πολιτειών, επιβαρυνομένων με ό,τι θα ονομάζαμε εισφορά μέλους για την διατήρηση αντιπροσώπων μέσα στην συνομοσπονδιακή οργάνωση. Δεν υπήρχε, είναι αλήθεια, μεγάλη δυσκολία στην είσπραξη των πολιτειακών αυτών εισφορών, αν και το 1788 η Βιρτζίνια παρέλειψε την καταβολή, και κατά συνέπεια δεν διέθετε αντιπροσώπευση στο Κονγκρέσσο για εκείνη την χρονιά. Επιχειρήθηκε επίσης να συναφθούν εξωτερικά δάνεια, αν και η Πρώτη Δημοκρατία, εξ αιτίας της χαλαρής ομοσπονδιακής οργανώσεώς της, δεν παρείχε παρά μικρή μόνο εξασφάλιση, και τα ευρωπαϊκά έθνη, επιμένοντας στην μείωση των διπλωματικών εκπροσωπήσεων στα επίπεθα που είχαν συνηθίσει, επανέφεραν συνεχώς εις μάτην το ερώτημά τους, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν ένα έθνος ή δεκατρία. Εν πάση περιπτώσει συνήφθησαν όντως δάνεια στην Γαλλία και την Ολλανδία, αφήνοντας εκκρεμές το εξ ίσου δύσκολο πρόβλημα της αποπληρωμής τους. Επιπροσθέτως, μια σειρά συνταγματικών τροπολογιών―των μόνων που υποβλήθησαν ποτέ στις Πολιτείες επί Πρώτης Δημοκρατίας―προτάθησαν από το Κονγρέσσο, παρέχοντας στο ίδιο την εξουσία να επιβάλει εισαγωγικά τέλη, υφ' ορισμένους πριορισμούς. Δύο από τις τροπολογίες αυτές δεν κατάφεραν να λάβουν παρά ελάχιστες επικυρώσεις (επί Πρώτης Δημοκρατίας, η συνταγματική τροποποίηση απαιτούσε την ομόφωνη επικύρωση των Πολιτειών), μια τρίτη όμως προτάθηκε η οποία περιέγραφε ειδικά τα φορολογούμενα αγαθά, περιορίζοντας τα τέλη στο 5%, και αυτή η τροπολογία επικυρώθηκε από δώδεκα Πολιτείες, αλλ' απορρίφθηκε από την Νέα Υόρκη, της οποίας το λιμάνι ήθελε το δια θαλάσσης εμπόριο, αλλά όχι το δια ξηράς, και για τούτο ήταν πολύ προθυμότερη να επιχειρήσει την διάλυση της ομοσπονδίας, δια της εισαγωγής τελωνειακών φραγμών εις βάρος του εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως πράγματι και έκανε η Πολιτεία της Νέας Υόρκης το 1787. Οπότε, στον τομέα αυτόν, η επίδραση των Κινγκινάτων επέτυχε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια συγκεντρώσεως χρημάτων από πλευράς του Κονγκρέσσου, το οποίο εξαναγκάσθηκε σχεδόν να στρέψει την προσοχή του ακόμη μια φορά στην δική του περιουσία―την Βορειοδυτικήν Επικράτεια―ως πιθανή πηγή εσόδων.

 

Κεντρική Σελίδα    Περιεχόμενα    Επόμενο